Ο Ελληνορθόδοξος πολιτισμός φωτίζει τη Δύση με το Βυζάντιο!

on .

Κατά καιρούς παρουσιάστηκαν διάφοροι επικριτές του Βυζαντίου, της Ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι προσπάθησαν να αποδείξουν ότι το Βυζάντιο δεν πρόσφερε τίποτε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η ελληνική ιστορία και ο ελληνικός πολιτισμός διακόπτονται με την υποδούλωση της Ελλάδας στους Ρωμαίους και συνεχίζεται με την Επανάσταση του 1821. Όλο το ενδιάμεσο διάστημα τόσων αιώνων είναι ένα κενό, καλύπτεται από σκοτάδι και ένα σωρό άλλα
ανιστόρητα... Δυστυχώς, την εικόνα αυτή φρόντισαν να δημιουργήσουν το Βατικανό και ο Πάπας, διότι από αιώνες εχθρεύονταν και μισούσαν την Ορθοδοξία και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μειώσουν το μέγεθος της προσφοράς του Βυζαντίου στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Όταν ο Μέγας Κων/τίνος μετέφερε την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού Κράτους στην αρχαία πόλη Βυζάντιο, αποικία των Μεγαρέων από το 600 π.Χ. ονόμασε την πόλη Κωνσταντινούπολη. Το κράτος το ονόμασε «Νέα Ρώμη». Όταν επεκτάθηκε ονομάστηκε «Ύστερο Ρωμαϊκό Κράτος» ή «Ελληνική Αυτοκρατορία του Μεσαίωνος».
Οι Γάλλοι Βυζαντινολόγοι, όμως, του 17ου αιώνα μ.Χ. το βάφτισαν «Βυζάντιο» από το αρχαίο όνομα της αρχαίας πόλης που ονομάστηκε Κων/πολη. Την ονόμασαν Βυζάντιο οι Δυτικοί Καθολικοί, οι Βυζαντινοί, όμως, ουδέποτε εχρησιμοποίησαν για τον εαυτό τους αυτόν τον όρο.
Δυστυχώς, την εικόνα αυτή φρόντισαν να δημιουργήσουν το Βατικανό και ο Πάπας, διότι από αιώνες εχθρεύονταν και μισούσαν την Ορθοδοξία και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μειώσουν το μέγεθος της προσφοράς του Βυζαντίου στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό. Την ονομασία αυτή έσπευσαν να υιοθετήσουν οι Δυτικοί καθολικοί ιστορικοί του Μεσαίωνα, πειθαρχώντας στα κελεύσματα του Βατικανού. Από τότε, όλοι οι Δυτικοί συγγραφείς χρησιμοποιούν τις λέξεις «Βυζάντιο» και «Βυζαντινός», που σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες σημαίνει το περιττό πολύπλοκο, το ανώφελα ασαφές και σκοτεινό. Ήθελαν έτσι να αμαυρώσουν την εικόνα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, που έπαψε να εξαρτάται από τον Πάπα της Παλαιάς Ρώμης. Η «Νέα Ρώμη» ενοχλούσε τον παπισμό (ιδιαίτερα μετά το Σχίσμα του 879). Κι όμως, συμβαίνει το αντίθετο. Σκοτεινό μεσαίωνα έχουμε στη Δύση: Κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα με τη μετανάστευση και την εισβολή στη Δυτική Ευρώπη των βαρβάρων λαών Ούννων, Γότθων, Οστρογότθων, Βησιγότθων κ.λπ. ακολούθησε η μεγάλη μεσαιωνική νύχτα στη Δυτική Ευρώπη, όπου τα πάντα εκινδύνευσαν να βυθιστούν. Έτσι, η Δυτική Ευρώπη έζησε πραγματικό σκοτεινό μεσαίωνα...
Και το φως ήλθε από το Βυζάντιο!.. Από τα τέλη του 14ου αιώνα άρχισαν να φθάνουν στη Δυτική Ευρώπη λόγιοι και φωτισμένοι άνδρες από το Βυζάντιο. Αυξήθηκαν τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα και κορυφώθηκε η «έξοδος» προς τη Δύση μετά την άλωση της Βασιλεύουσας. Μαζί τους μετέφεραν τους πνευματικούς θησαυρούς που εδημιούργησε επί χίλια χρόνια ο Ελληνισμός της μεγάλης αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, της «Ελληνικής Αυτοκρατορίας του Μεσαίωνος». Το Ελληνορθόδοξο πνεύμα κατακτά τη Δυτική Ευρώπη και γίνεται η μαγιά που θα φέρει την Αναγέννηση στον Δυτικό κόσμο. Μόνον που ο Δυτ. κόσμος «αμάρτησε» και στο σημείο αυτό. Απομακρύνθηκε από τον πραγματικό ανθρωπισμό, λοξοδρόμησε.

* * *
Όμως, η προπαγάνδα του Βατικανού επέτυχε την αντιστροφή των όρων: Να γίνεται λόγος για την προσφορά του Δυτικού χριστιανικού κόσμου στην επιστήμη και να παραγνωρίζεται και να συσκοτίζεται σκόπιμα η συμβολή του Ορθόδοξου Βυζαντίου σ’ αυτήν.
Την απάντηση σ’ αυτήν την προπαγάνδα δίνουν διάσημοι Ευρωπαίοι ιστορικοί. Ο Άγγλος ιστορικός Κάρολος Ντηλ (Ch. Diel) γράφει στο σύγγραμμά του «Les Grands Problemes de l’Histoire Byzantine, σελ. 173-174: «Το Βυζάντιο εδημιούργησε λαμπρόν πολιτισμόν, τον λαμπρότερον ίσως, ο οποίος είδε το φως μέχρι το 1100 στη χριστιανική Ευρώπη. Με αυτόν δε τον πολιτισμόν, τον πνευματικό και τεχνικό, εξάσκησε ευρεία επίδραση σε όλους τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης. Αλλά το Ορθόδοξο Βυζάντιο επέδρασε και στη Δυτ. Ευρώπη, η οποία από τον 5ον αιώνα που κατακτήθηκε από τους βαρβάρους μέχρι τον 11ον αιώνα «διετέλει επιστημονικώς εν χειμερία νάρκη». Άλλος ένας διαπρεπής Άγγλος ιστορικός ο W. C. Dampier (Νταμπιέρ) γράφει: «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρέμεινε το θεμέλιο του πολιτισμού στους δυσχερέστερους χρόνους του βαρβαρισμού στη Δυτ. Ευρώπη. Ο ρόλος του Βυζαντίου στην εξέλιξη των επιστημών και ιδιαίτερα των μαθηματικών και της Αστρονομίας είναι σημαντικός».
Το 330 μ.Χ. ο Μέγας Κων/τίνος ίδρυσε το «Πανδιδακτήριον», το οποίο διοργάνωσε ο Θεοδόσιος ο Β’ (425). Από το Ανώτατο αυτό πνευματικό ίδρυμα του Βυζαντίου παρήλασαν διακεκριμένοι καθηγητές. Από τα βασικότερα μαθήματα, που διδάσκονταν σ’ αυτό ήταν η Αστρονομία, η Αριθμητική και η Γεωμετρία.
Η Αλεξάνδρεια υπήρξε η «επιστημονική μητρόπολη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Εκεί ο Θέων ο Αλεξανδρεύς (330-395) κατέγραψε δύο εκλείψεις του ηλίου (των ετών 365 και 372). Έγραψε υπομνήματα εις την «Μαθηματικήν Σύνταξιν» του Πτολεμαίου. Ασχολήθηκε με την Αριθμητική και τη Γεωμετρία και εξέδωσε με σχόλια τα «Στοιχεία του Ευκλείδη».
Η αρχιτεκτονική έφθασε στο ζενίθ με δύο κορυφαίους αρχιτέκτονες, τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας και τον Ισίδωρο από τη Μίλητο. Κορυφαίο δημιούργημά τους το αριστούργημα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής ο Ναός της Αγίας Σοφίας (της του Θεού σοφίας) στην Κων/πολη.
Γενικά μπορούμε να πούμε, ότι κατά τον χρόνο που στη Δύση βασίλευε η άγνοια και η βαρβαρότητα, το Ορθόδοξο Βυζάντιο εργαζότανε πολιτιστικά για τη διαιώνιση του θησαυρού της αρχαίας Ελλάδας, την καλλιέργεια των γραμμάτων και την πρόοδο της επιστήμης. Το 358 ιδρύθηκε στην Κων/πολη Βιβλιοθήκη. Σ’ αυτήν λειτουργούσε και «Μέγα αντιγραφικόν εργαστήριον, που το επιχορηγούσε και είχε τον έλεγχο το Βυζαντινό Κράτος και συντηρούσε παλαιούς και φθαρμένους κώδικες. Παράλληλα στο μεγάλο εκείνο εργαστήριο αντιγράφονταν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Δημοσθένης, ο Ισοκράτης και ο Θουκυδίδης. Η καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών Αικατ. Χριστοφιλοπούλου γράφει: Αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια διά την διάσωσιν της πνευματικής παραγωγής του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, από τότε που επικράτησε ο Χριστιανισμός στη δημόσια ζωή. Ο Μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας φρόντισε να αντιγραφούν ορθά και να διασωθούν έτσι πολλά έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Το παράδειγμά του βρήκε πολλούς μιμητές. Έτσι, στα περισσότερα μοναστήρια του Βυζαντίου υπήρχαν επιτελεία καλλιγράφων μοναχών, οι οποίοι συνεχώς αντέγραφαν αρχαία συγγράμματα σε παπύρους και περγαμηνές. Είναι τα περίφημα Σκριπτόρια (scribo = γράφω, scriptus = γραμματεία, scriptura = το γράψιμο). Στις ημέρες μας θα λέγαμε: Τυπογραφεία...
Με αυτόν τον τρόπο δεν χάθηκε ο πνευματικός θησαυρός των αρχαίων μας προγόνων. Και ασφαλώς θα είχαμε και πολλά άλλα έργα της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, αν οι Τούρκοι κατά την άλωση της Κων/πολης, αλλά και των άλλων ελληνικών πόλεων, δεν είχαν παραδώσει στις φλόγες μυριάδες σπάνια χειρόγραφα...
Τα μοναστήρια, καταφύγια θεόπνευστης ειρήνης, αναδείχτηκαν σε εκδοτικούς οίκους έκδοσης των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, έγιναν εργαστήρια καλλιτεχνικών ανατυπώσεων και συνδυασμών του ελληνικού αλφαβήτου. Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα όχι μόνον δεν διώχτηκε, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά αντίθετα αποτέλεσε τη βάση της παιδείας στο Βυζάντιο. Κλασικό παράδειγμα ο φωτισμένος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, ο οποίος εδίδασκε Όμηρο, Πίνδαρο, Αλεξανδρινούς γεωγράφους και θεωρείται από τη φιλολογική επιστήμη ως ένας από τους σημαντικότερους ομηριστές. Έτσι διασώθηκαν (όσα διασώθηκαν) τα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων, έτσι διασώθηκε η ελληνική γλώσσα διαχρονικά και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα σε όλες του τις μορφές.
Και μόνον από αυτά τα ολίγα καταφαίνεται ότι όχι μόνον δεν έβλαψε ο Χριστιανισμός και το Βυζάντιο το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, αντίθετα μάλιστα, ωφέλησε πολύ και συνέβαλε τα μέγιστα στη διάσωσή του ανάμεσα στις τόσες τρικυμίες που πέρασε. Ο Χριστιανισμός και το Βυζάντιο υπήρξαν οι φύλακες του πνευματικού θησαυρού των αρχαίων Ελλήνων και τον παρέδωσαν στο σύγχρονο κόσμο. Όχι μόνον δεν απαγόρευσε τη διδασκαλία, αλλά έδωσε προτεραιότητα σε πολλές περιπτώσεις.
Αλλά, πρέπει να επισημάνουμε και κάτι άλλο: Και ο Ελληνισμός επωφελήθηκε από τον Χριστιανισμό. Στους χρόνους της επίγειας παρουσίας του Χριστού ο ελληνικός κόσμος βρισκόταν σε παρακμή. Αυτό ήταν συνέπεια της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας. Εκτός από το γεγονός ότι ήταν υποτελής, διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα από τη Δύση και την Ανατολή επέφεραν σύγχυση και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα είχε χάσει τη λάμψη του.
Έτσι, ο Χριστιανισμός την ώρα εκείνη ανταπέδωσε την χάρη που έλαβε από την ελληνική φιλοσοφία, γιατί έδωσε πνοή στον ελληνικό κόσμο, που βρισκόταν σε παρακμή.
Ο Χριστιανισμός ανασυγκρότησε, αναζωογόνησε και ανασύνδεσε τον ελληνισμό και έτσι από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γεννήθηκε η ένδοξη Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Μετά το σκοτεινό μεσαίωνα, που έζησε η Δυτ. Ευρώπη το φως ήλθε από το Βυζάντιο. Στο Βυζάντιο πραγματοποιήθηκε άριστα η σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού (Ελληνοχριστιανικός και πιο συγκεκριμένα Ελληνορθόδοξος Πολιτισμός). Από τα τέλη του 14ου αιώνα άρχισαν να καταφθάνουν στη Δυτική Ευρώπη λόγιοι και φωτισμένοι άνδρες από το Βυζάντιο. Αυξήθηκαν τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα και κορυφώθηκε η «έξοδος» προς τη Δύση μετά την άλωση της Βασιλεύουσας... Μαζί τους μετέφεραν τους πνευματικούς θησαυρούς που εδημιούργησε επί χίλια χρόνια ο Ελληνισμός της μεγάλης αυτοκρατορίας του Βυζαντίου.
Το Ελληνορθόδοξο πνεύμα κατακτά την Δυτ. Ευρώπη και γίνεται η μαγιά που θα φέρει την Αναγέννηση στον Δυτικό κόσμο, αλλά και ο θεμέλιος λίθος του παγκόσμιου πολιτισμού της Δύσης, που επιζεί ως τις ημέρες μας. Για την προσφορά του Ελληνισμού στο Χριστιανισμό και του Χριστιανισμού στον Ελληνισμό, καθώς και για τη διάσωση του Ελληνικού Έθνους υπό την Σκέπην της Εκκλησίας τα συνοψίζει σαφέστατα ο μεγάλος ιστορικός του Έθνους Κων. Παπαρρηγόπουλος: «Το Ελληνικόν Έθνος δεν διεσώθη, τουλάχιστον δεν διέσωσε την ιστορικήν αυτού αξίαν, ειμή διά της μετά του Χριστιανισμού συμμαχίας. Αλλά αν υπηρέτησε τον λόγον του Θεού, πολλαπλασίονα απήλαυσε παρ’ αυτού, ένεκα της διακονίας εκείνης, την ανταμοιβήν.
Διότι δι’ αυτού επρωταγωνίστησεν εν τω μέσω αιώνι και δι’ αυτού ιδίως ανεκαινίσθη εν τοις νεωτέροις χρόνοις. Μέγα, λοιπόν, και υπό της Προνοίας αυτής θαυματουργηθέν μάλλον ή υπό ανθρώπων διαπραχθέν γεγονός εστίν η του Ελληνισμού κατά την Ανατολήν διάδοσις. Μέγα διά την όλην της ελληνικής εθνότητος τύχην, διότι άπασα ημών η μετέπειτα κοινωνική, ηθική, διανοητική κατάστασις του γεγονότος εκείνου εστίν απόρροια. Τούτου δ’ ένεκα εξεθέσαμεν οπωσούν λεπτομερώς ενταύθα τας ποικίλας αυτού περιπετείας».