Η θεια Θοδωρούλα και ο νισεστές…

on .

Στα παλιά Γιάννινα υπήρχαν ζανάτια (επαγγέλματα) που δεν υπάρχουν σήμερα. Εξαφανίστηκαν σιγά - σιγά, το ένα ύστερα από το άλλο, εξαιτίας της αλλαγής των συνθηκών της ζωής ή δημιουργήθηκαν, προοδευτικά καινούργια, για να καλύψουν νέες ανάγκες, που μας παρουσίασε ο σύγχρονος πολιτισμός. Μερικά καταποντίστηκαν στα βαθιά νερά της λήθης, ενώ άλλα τα κατάπιε η εκβιομηχάνιση των πάντων.
Ήταν τότε τα ζανάτια των ταμπάκηδων, των τσαρχάδων, των παπουτζήδων, των μποσταντζήδων κ.λ.π., που, επειδή ήταν πολλοί σε κάθε ζανάτι, έκαναν συντεχνίες, τα γνωστά ισνάφια. Τα ισνάφια είχαν μεγάλη δύναμη και δικαιοδοσία επί των μελών τους και τα Διοικητικά τους Συμβούλια εξέταζαν κι έπαιρναν αποφάσεις για κάθε ζήτημά τους.
Ήταν όμως κι επαγγέλματα με λίγα μέλη που αντιμετώπιζαν τη δουλειά τους και τα προβλήματά τους μόνα τους. Ένα απ' τα ζανάτια αυτά ήταν αυτών που έκαναν το νισεστέ. Η οικογένειά μου κι εγώ, μικρός τότε, ξέραμε ότι κάνουν νισεστέ μόνο η θεία Θοδωρούλα στην Καραβατιά και η κυρά Ρίνα στη γειτονιά μας του 'Αη-Γιώργη του Νεομάρτυρα. Τις έλεγαν δε η κυρά Θοδωρούλα η Νισεστού και η κυρά Ρίνα η Νισεστού, όπως συνηθίζονταν τότε σε πολλούς, που αντί να φωνάζονται με το επίθετο τους είχε ο καθένας σαν παρατσούκλι το επάγγελμά του και τις περισσότερες φορές γίνονταν το παρατσούκλι το κυρίως επίθετο. Αυτό συμβαίνει σε μερικούς και τώρα.
Εμένα με πείραζε και στενοχωριόμουν όταν έλεγαν τη θεία Θοδωρούλα Νισεστού, γιατί νόμιζα ότι την παρομοιάζουν με τη γειτόνισσά μας την κυρά Ρίνα, η οποία ήταν φωνακλού και μας μάλωνε όταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς τα βραδάκια παίζαμε, φωνάζαμε και τρέχαμε στο δρόμο, ενώ εκείνη κάθονταν στο πεζούλι της πόρτας του σπιτιού της ή της διπλανής γειτόνισσας.
Η θεία Θοδωρούλα ήταν μια μεσόκοπη χήρα γυναίκα λεπτή, γλυκιά και καλοσυνάτη, που ζούσε στο μικρό δίπατο σπίτι της μαζί με τη μοναχοκόρη της την Τασία στο Μαχαλά τ' Πόλ', όπως τον έλεγαν οι παλιοί Γιαννιώτες. Πόλος λέγονταν η μικρή πλατεία της Καραβατιάς, που σήμερα λέγεται Λέοντος Μελά. Σ' αυτή τη μικρή συνοικιακή πλατεία υπήρχε ένα πηγάδι φτιαγμένο με έξοδα της συνοικίας.
Είχε ένα σιδερένιο καπάκι για να μη πέφτουν μέσα στο νερό του σκουπίδια και φύλλα από τα γύρω δέντρα, που ήταν κυρίως ακακίες και πάνω του υπήρχε μια τζούμα (κουβάς) χάλκινη με τριχιά δεμένη στο χερούλι της κι ανάποδα βαλμένη. Όποιος ήθελε να βγάλει νερό από το πηγάδι σήκωνε το καπάκι κι από το άνοιγμά του έριχνε τη τζούμα μέσα κι αφού τη γέμιζε με νερό, κουνώντας την πέρα - δώθε την τράβαγε επάνω και το νερό της το άδειαζε στο γκιούμι (χάλκινο δοχείο για νερό).
Η θεία Θοδωρούλα όταν χήρεψε ασχολήθηκε με τη δουλειά του νισεστέ, που ήταν κουραστική και δύσκολη, για να ζήσει αυτή κι η κόρη της. Φορούσε μαύρα ρούχα και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι και πάντα στο σπίτι της έβαζε στα κουρασμένα πόδια της δερμάτινα πατίκια (παντόφλες), ενώ όταν καταγίνονταν με τις δουλειές του νισεστέ ζώνονταν μεγάλη χοντρή ποδιά. Σε όλες τις δουλειές του σπιτιού και του νισεστέ τη βοηθούσε η θυγατέρα της Τασία κι έτσι είχαν ένα σπίτι πεντακάθαρο, πάντα ασβεστωμένο, όπως ήταν και τα πεζούλια της κουζίνας όπου ακουμπούσαν το καζάνι, το ξύλινο σκαφίδι και τα άλλα σύνεργα για το βγάλσιμο του νισεστέ από το σιτάρι, καθώς και τα πεζούλια δίπλα στην εξώπορτα όπου τα βραδάκια κυρίως του καλοκαιριού ξεκουράζονταν και έλεγαν κουβέντες με τις άλλες γειτόνισσες.
Στο πίσω μέρος του σπιτιού ήταν η κουζίνα, η οποία είχε πόρτα κι έβγαινες στον ευρύχωρο μπαξέ, όπου δέσποζε μια μεγάλη αχλαδιά. Βγαίνοντας στο μπαξέ και κοντά στο σπίτι ήταν ασβεστωμένοι τενεκέδες με διάφορα ωραία λουλούδια.
Σ' αυτόν το καλοκαίρι η θεία Θοδωρούλα τοποθετούσε το μεγάλο χάλκινο καζάνι κι αφού έβαζε το σιτάρι, κουβάλαγε από το πηγάδι μπόλικο νερό και το άφηνε να μουσκέψει γι' αρκετές μέρες. Το πολύ μούσκεμα του σιταριού γέμιζε το χώρο με μια δυσάρεστη μυρουδιά, που εγώ, όταν πήγαινα σ' αυτή τη φάση της δουλειάς της δεν την άντεχα.
Όταν το σιτάρι το πίεζε στο χέρι η θεία Θοδωρούλα κι έβγαινε από μέσα άσπρο σαν γάλα ήταν έτοιμο. Το στράγγιζε από το νερό και το έριχνε στη μεγάλη ξύλινη σκάφη όπου το πατούσε με τα πόδια, πότε εκείνη και πότε η Τασία, μέχρις ότου γίνει ένας πηχτός χυλός. Αυτόν τον περνούσε από πυκνό μεγάλο χάλκινο σουρωτήρι και τον καθαρό άσπρο χυλό, που έπεφτε στη μεγάλη λεκάνη, τον άπλωνε σε ολοκάθαρο χοντρό σεντόνι, με κουτάλι, σε μικρές ποσότητες, στον ήλιο. Τα σκύβαλα, που έμεναν στο σουρωτήρι τα έριχνε στο βάθος του μπαξέ, όπου τα τσιμπούσαν οι λίγες κότες, που είχε και τα υπόλοιπα γίνονταν φουσκή για τα λουλούδια της.
Όταν στέγνωνε ο χυλός τον έτριβε με τα χέρια και τον πέρναγε από ψιλή σίτα (κόσκινο) κι έτσι έβγαινε η καρδιά του σιταριού (νισεστές) καθαρή και κάτασπρη σαν το χιόνι. Η παραπάνω διαδικασία επαναλαμβάνονταν πολλές φορές, γιατί από πολύ σιτάρι έβγαινε λίγος νισεστές.
Προσπαθούσε να βγάλει το νισεστέ που χρειάζονταν το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα με τις βροχές και τα χιόνια ήταν δύσκολο να κάνει τις απαραίτητες εργασίες, όχι τόσο για το μούσκεμα και το πάτημα του σιταριού, που μπορούσαν να γίνουν στην κουζίνα, όσο για το στέγνωμα του παχύρευστου άσπρου χυλού, μια και δεν υπήρχε δυνατός ήλιος.
Όταν ο νισεστές ήταν έτοιμος, η θεία Θοδωρούλα τον έβαζε σε καθαρές πάνινες κάτασπρες σακούλες, ανάλογα με την ποσότητα, που ήθελε και τις πήγαινε σε ζαχαροπλαστεία της τότε μικρής και γραφικής μας πόλης και κυρίως στο ζαχαροπλαστείο του Πανταζή. Με το νισεστέ αυτά έκαναν τότε τα λουκούμια, το παντεσπάνι κι άλλα γλυκά. Επίσης νισεστέ πήγαινε και σε σπίτια, όπου οι νοικοκυρές έκαναν διάφορα γλυκά, σαπουνέ χαλβά και άνοιγαν τα φύλλα όταν έφκιαναν τις γιαννιώτικες πίτες.
Η θεία Θοδωρούλα έφερνε και σε μας νισεστέ και η μάνα έκανε όλες τις παραπάνω δουλειές, καθώς επίσης και κρέμα, για να «σιάξει το στομάχι μας», όπως έλεγε, όταν αισθανόμασταν αδιαθεσία σ' αυτό. Και πράγματι η κρέμα αυτή είχε καλά αποτελέσματα. Από μας δεν έπαιρνε χρήματα, γιατί ο πατέρας της έδινε ότι λαχανικά ήθελε από το μποστάνι μας.
Επίσης τις παραμονές των Χριστουγέννων της πηγαίναμε στο σπίτι ένα δεμάτι πράσα και σέλινα, ένα μεγάλο κουμπορλάχανο και ένα μάτσο μαϊδανό, για να φτιάξει τα πατροπαράδοτα φαγητά, που έκαναν όλα τα γιαννιώτικα σπιτικά αυτές τις μέρες, δηλαδή κρέας πρασοσέλινο και γιαπράκια.
Το αλισβερίσι αυτό δεν ήταν απλώς από ανταλλαγή προϊόντων, αλλά γίνονταν από αμοιβαία αγάπη, από αλληλοκατανόηση και υπερβολική συμπάθεια μεταξύ των οικογενειών μας, όπως γίνονταν άλλωστε και με άλλους συγγενείς, φίλους και γείτονες, χωρίς ιδιαίτερο συμφέρον. Αυτό συνέβαινε γιατί οι ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ των παλιών Γιαννιωτών ήταν περισσότερο θερμές και έντονες από σήμερα. Συμπαραστέκονταν ο ένας στον άλλον σε χαρές και σε λύπες, αντάλλαζαν επισκέψεις με ενδιαφέρον και πήγαιναν πουρνήσιοι (από το πρωί με φαγητό το γιόμα), για κουβέντα, συμπαράσταση και βοήθεια.
Θυμάμαι την περίοδο της κατοχής, όταν πλησίαζε η πείνα και στα Γιάννινα, επειδή δεν βρίσκονταν σιτηρά ούτε για ψωμί, ο πατέρας είχε μετατρέψει το μισό μποστάνι σε χωράφι σιταριού. Έτσι εξασφαλίζονταν το σιτάρι για το ψωμί της χρονιάς της οικογένειας και περίσσευε.
Μεταξύ των άλλων οι γονείς μου έδιναν σιτάρι και στη θεία Θοδωρούλα, η οποία μαζί με την ξαδέλφη μου Τασία βοηθούσαν πολύ στο λίκνισμα του σιταριού. Εκείνη κρατούσε για το ψωμί τους και έκανε και νισεστέ, για να μη ξεχνάμε και το ζανάτι, όπως έλεγε.
Εμάς τα παιδιά ήμουν βέβαιος ότι μας αγαπούσε περισσότερο. Η χαρά της ήταν μεγάλη όταν πηγαίναμε επίσκεψη στο σπίτι της και ιδιαίτερα τις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς για να πούμε τα κάλαντα. Μας δέχονταν μ' αγκαλιές και φιλιά κι όταν λέγαμε τα κάλαντα μας φίλευε με χίλια δυο καλούδια, λέγοντας στην Τασία να μας τα βάλει σε σακούλα. Δεν θα ξεχάσω το Πάσχα, όταν πηγαίναμε με την άσπρη καθαρή πετσέτα να μας δώσει την «Πασχαλίτσα», εκτός από τα κόκκινα αυγά και τα μυρωδάτα της κουλούρια μας έβαζε χούφτες από κείνα τα πολύχρωμα ζαχαρομπιρμπλιά, που έπαιρνε από το ζαχαροπλαστείο του Πανταζή και που μου αρέσανε πολύ.
Όταν γίνονταν τα ωραία αχλάδια στη μεγάλη αχλαδιά της, μας φώναζε εμένα και το μεγαλύτερο μου αδελφό για μάζεμα. Η Τασία αφού βοηθούσε τον αδελφό μου ν' ανέβει σ' αυτή μου έζωνε μια ποδιά στη μέση κι εγώ ανοίγοντάς την δεχόμουν τα ώριμα αχλάδια, που μου έριχνε εκείνος από ψηλά. Όταν μαζεύαμε αρκετά κράταγε μερικά για κείνη και την Τασία και τα περισσότερα τα έδινε σ' εμάς.
Στο διάβα της ζωής πολλά συνέβησαν στην πόλη μας, στις γειτονιές της και πάρα πολλά άλλαξαν σ' αυτές και σε μας, που ζήσαμε και ζούμε στα Γιάννινα με τη νοσταλγία για τα παλιά και γι' αυτούς, που φύγανε από τη ζωή κι από κοντά μας.
Έτσι σήμερα θυμήθηκα με συγκίνηση και νοσταλγία τη θεία Θοδωρούλα, που ήταν αξιαγάπητη και το ζανάτι της, που παρουσίαζε ενδιαφέρον και που σήμερα ξεχάστηκε από πολλούς.