Παντελώς απών σε κρίσιμες εποχές ο γεωργικός προγραμματισμός!..

on .

«Έχει ο καιρός γυρίσματα…» λέγαν οι παλιοί και να που φτάσαμε στην αδήρητη ανάγκη να επιστρέψουμε στη γεωργία για να μην πεινάσουμε… (Πρωινός Λόγος Ηπείρου, 17 Απριλίου 2011). Αφού αποψιλωθήκαμε από βιομηχανίες και βιοτεχνίες, μας απέμειναν η γεωργία, η ναυτιλία, ο τουρισμός και ο τομέας παροχής υπηρεσιών. Εσφαλμένες πολιτικές δεκαετιών μείωσαν, κατά πολύ, την εισροή χρημάτων από τη ναυτιλία, ενώ ο τουρισμός σημαντικός πυλώνας της εθνικής μας οικονομίας, δεν παύει να είναι επισφαλής ως εξαρτώμενος εξ’ απροβλέπτων ασταθών παραγόντων και ο τομέας της παροχής υπηρεσιών δεν φαίνεται να χρήζει της ιδιαίτερης προσοχής της πολιτείας.
Η χώρα μας για πέντε και πλέον χρόνια μαστίζεται από την ανεργία, τη φτώχεια, ενώ η πείνα εξαπλώνεται συνεχώς σε περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Το 70% και πλέον των ειδών διατροφής του ελληνικού πληθυσμού εισάγεται από το εξωτερικό και το Grexit, δυστυχώς, δεν έφυγε οριστικά από το τραπέζι. Όταν δεν παράγεις είναι βέβαιο ότι, χωρίς δανεικά, θα πεινάσεις. Πώς μπορούν οι κυβερνώντες, με την πείνα να καλπάζει, να κοιμούνται ήσυχοι και να μην τους λείπει, ουδ’ επί στιγμήν, το χαμόγελο στα τηλεπαράθυρα;
Ο τομέας λοιπόν της γεωργίας κάκιστα παραμελήθηκε από το 1980 και εντεύθεν. Οι αδαείς υπουργοί Γεωργίας δεν ήταν τίποτα άλλο παρά διεκπεραιωτές τρεχόντων θεμάτων που διέλυσαν την Υπηρεσία Εγγείων Βελτιώσεων (τα αρδευτικά έργα υποβαθμίστηκαν ενώ τα στραγγιστικά, λόγω οργιώδους βλάστησης είναι σχεδόν αδύνατο να συντηρηθούν) και αποτυχημένοι διαπραγματευτές των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής γεωργίας στις Βρυξέλλες.
Κανένας ουσιαστικός προγραμματισμός αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών, καμία θεσμική μεταρρύθμιση, καμία επίσημη έρευνα των διεθνών αγορών τοποθέτησης συγκεκριμένων γεωργικών προϊόντων και τέλος καμία έρευνα μείωσης του κόστους παραγωγής ώστε αυτά είτε ως φυσικά είτε ως μεταποιημένα, αυξάνοντας την προστιθέμενη τους αξία, να είναι ανταγωνιστικά. Εξάλλου καρκινοβατούμε ακόμη και στην κατάρτιση του μητρώου πραγματικών αγροτών! Με απλά λόγια «παντελής έλλειψις αγροτικής πολιτικής» (σχετικό άρθρο μας στη Καθημερινή, 1 Φεβρουαρίου 2013). Στο ανωτέρω άρθρο μας αναφέραμε: «Κατά πληροφορίες μας 1 (ένα) εκατ. και πλέον στρέμματα γόνιμα και εξοπλισμένα με αρδευτικό δίκτυο δεν καλλιεργούνται και η χώρα μας από εξαγωγός έγινε εισαγωγός σίτου. Γιατί να μην έχουμε δικό μας σιτάρι και κατά συνέπεια αλεύρι, ψωμί, μακαρόνια, χυλοπίτες, τραχανά, μπλιγούρι που είναι βασικά είδη διατροφής;». Και προσθέτω: Γιατί να μην αξιοποιούνται για παραγωγή ζωοτροφών που και αυτές, στο μεγαλύτερο ποσοστό, εισάγονται από το εξωτερικό; Γιατί αυτή η εμμονή στο «κόκκινο κρέας»; Πόσα δισεκατομμύρια ευρώ φεύγουν για εισαγωγή ζωοτροφών και κόκκινου κρέατος; Γιατί να μην υπάρχει πολιτική στροφής προς τα «λευκά κρέατα» που κοστίζουν πολύ λιγότερο και παράγονται πολύ ευκολότερα και πολύ γρηγορότερα; Άλλωστε οι έρευνες απέδειξαν ότι είναι και υγιεινότερα. Πόσα ευρώ σε συνάλλαγμα θα γλιτώναμε;
Που όμως οραματισμός για γεωργοκτηνοτροφική ανάπτυξη με άσχετους υπουργούς ή δήθεν γνώστες της γεωργίας επειδή προέρχονται από γεωργικές περιοχές; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι προοπτικές επιβίωσης της ελληνικής γεωργίας ήταν δύσκολες. Σήμερα όμως είναι εξαιρετικά δυσοίωνες γιατί οι συνθήκες ανταγωνισμού ήτοι: τα σύγχρονα μέσα μεταφοράς, το φτηνό εργατικό σε τρίτες χώρες που παράγουν τα ίδια προϊόντα, ο υψηλότοκος δανεισμός, το ακριβό ευρώ, το υψηλό κόστος ενέργειας, φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων και σπόρων, το υψηλό κόστος των καυσίμων, ο μικρός κλήρος, οι υψηλές προδιαγραφές της ΕΕ επί της ποιότητος, της τυποποίησης και της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων, αλλά και ο εθισμός των αγροτών μας στις επιδοτήσεις, συνιστούν δυσμενείς παραμέτρους ανάπτυξης ανταγωνιστικής γεωργίας. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα αν σε αυτά προστεθούν η προχωρημένη μέση ηλικία των αγροτών μας, η μείωση του γεωργικού τους εισοδήματος λόγω των χαμηλών τιμών στο χωράφι (υψηλών όμως στο ράφι… που είναι η πολιτεία;) και η μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.
Παρ’ όλες όμως τις ανωτέρω δυσκολίες και αδυναμίες που παρουσιάζει η ελληνική γεωργία, η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση επιβάλλεται να εγκύψουν στο πρόβλημα της εξασφάλισης της διατροφής του ελληνικού πληθυσμού, γιατί οι σημερινές οικονομικές συνθήκες έφεραν ήδη την πείνα σε εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες, πολλές με μικρά παιδιά, ενώ η μείωση βασικών γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων εγχώριας παραγωγής συνεχώς μεγεθύνεται προς όφελος των εισαγωγών. Αν δεν μας δάνειζε η ΕΕ με ευρώ τι έχουν να πουν οι δραχμολάγνοι; Ποιος και πότε θα δεχόταν να πληρώνεται με δραχμές και έως τότε τι θα γινόταν;
Αβίαστα λοιπόν προκύπτει ότι, βραχυπρόθεσμα αδήρητη είναι η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης του προβλήματος και η λήψη των καταλλήλων μέτρων (άμεση καλλιέργεια του ενός εκατ. και πλέον στρεμμάτων με σιτηρά και κτηνοτροφικά φυτά, στροφή στα λευκά κρέατα: χοιρινά, κοτόπουλα, γαλοπούλες, κουνέλια) με γνώμονα το «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν».
Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως εγκατάλειψη του στόχου ανάπτυξης μιας αειφόρου, βιώσιμης και ανταγωνιστικής γεωργίας με βάση μία συνεπή μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αγροτική πολιτική δια της παραγωγής προϊόντων ευρείας ζήτησης, ποιότητος ΠΟΠ, της αξιοποίησης ήπιων μορφών ενέργειας, της προστασίας των φυσικών πόρων και του φυσικού περιβάλλοντος, της ισορροπίας των οικοσυστημάτων, της ορθολογικής χρήσης του νερού και της γης προς αποφυγήν της απερήμωσης, της ανάπτυξης της οικοτεχνίας και του αγροτουρισμού, της προστασίας των δασών και των βοσκοτόπων, της ανάπτυξης μεταποιητικών βιομηχανιών αγροτικών προϊόντων, της ανάπτυξης της μελισσοκομίας, της τυποποίησης και εμπορίας του ελαιολάδου, των ελαιών και των οίνων, της παραγωγής αιθερίων ελαίων από φυσικά ή καλλιεργούμενα αρωματικά φυτά και τόσα άλλα…
Αν όλα τα όσα αναφέρθηκαν καθώς και άλλα που διέλαθαν της προσοχής μας έμπαιναν σε έναν βραχύ-μέσο-μακροπρόθεσμο προγραμματισμό τότε θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα η βελτίωση της ποιότητος ζωής των αγροτών μας όπως οι σημερινές συνθήκες το απαιτούν, η διασφάλιση ενός σταθερού γεωργικού εισοδήματος που θα ήταν κίνητρο παραμονής και προσέλευσης των νέων στον αγροτικό τομέα και ταυτόχρονα η απομάκρυνση και ο περιορισμός επέκτασης της πείνας που είναι μπροστά μας αλλά, σαν βολεμένοι ακόμα, προσποιούμαστε πως δεν την βλέπουμε, όπως δεν συνειδητοποιήσαμε τις παρενέργειες και τις επιπτώσεις στην αλυσίδα της διατροφής εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, μεταναστών και λαθρομεταναστών. Τι θα γίνει αν ο βοράς βάλει φράχτες; Αυτά να σκεφτεί η κυβέρνηση και να μην χασκογελούν οι υπουργοί της όταν βγαίνουν στα τηλεπαράθυρα σαν να μην συμβαίνει τίποτα και να δίνουν την προκλητική εντύπωση ότι για αυτούς «πέρα βρέχει…». Σε αντίθεση όμως με αυτούς οι υπεύθυνοι και συνετοί πολίτες αυτής της χώρας έχουν προ πολλού χάσει το γέλιο τους γιατί ανησυχούν σοβαρά για το μέλλον αυτού του τόπου.