Μέσα ενημέρωσης και παιδική ηλικία...

on .

l Η έντονη επιβάρυνση των λόγων της δημόσιας σφαίρας και ειδικότερα του λόγων των ΜΜΕ σε ιδεολογικό και  εμπορευματικό επίπεδο, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα του επηρεασμού και της χειραγώγησης της μάζας των παραληπτών, επιβάλλει μία διαρκή δημόσια συζήτηση και αναζήτηση για το θέμα αυτό. Η ενδυνάμωση της εξουσίας και επιρροής των ηλεκτρονικών ΜΜΕ ως συνέπεια της «απελευθερωτικής» ιδιωτικοποίησής τους τα κατέστησε κέντρα ιδιωτικής εξουσίας. Η δυναμική της άμεσης σχέσης των ιδιωτικών μέσων με την κοινωνία παρεμβάλλεται στη σχέση της πολιτικής εξουσίας με τον λαό και την κοινωνία και τελικά την αποδυναμώνει. Πυρήνας του προβληματισμού μας θα μπορούσε να είναι η ίδια η  εξουσιαστική λειτουργία των ΜΜΕ με όργανο τη γλώσσα και στόχο την κατασκευή της συναίνεσης.
Η συνειδητοποίηση της διαρκούς ανάγκης για εμβάθυνση του γραμματισμού των μέσων μαζικής επικοινωνίας δεν είναι παρά ένα πρώτο και απαραίτητο βήμα και μπορεί να συσχετιστεί με την καλλιέργεια της επικοινωνιακής προσέγγισης μέσα στη σχολική τάξη. Άλλωστε, δημοσιογράφοι και εκπαιδευτικοί έχουν αμφότεροι την κρίσιμη ευθύνη της διαχείρισης της εξουσιαστικής λειτουργίας του λόγου τους. Ο λόγος με χαρακτηριστικά καταναγκασμού συχνά επιβάλλει στον αποδέκτη τη σιωπή και είναι αξιολογικός χωρίς να επιτρέπει την ανατροφοδότηση που θα σηματοδοτούσε και την απελευθέρωση από τα στεγανά της τάξης ή της μηντιακής ιεραρχίας, αντίστοιχα.
Σε σχέση με το παιδί και την παιδική ηλικία που μας ενδιαφέρει, η στόχευση θα μπορούσε να αφορά δύο τουλάχιστον επίπεδα. Από τη μια τον έλεγχο και μετριασμό της εξουσίας των ΜΜΕ, μέσα από τη διαμόρφωση ενεργών επιτελεστών της επικοινωνίας από τα νηπιακά ήδη χρόνια, και από την άλλη, τη δημιουργική ένταξη των μέσων επικοινωνίας, ή μερίδας αυτών, στη σχολική καθημερινότητα, με την άντληση αυθεντικού υλικού και την υιοθέτηση καλών επικοινωνιακών πρακτικών στην τάξη.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι με καταιγιστικές ταχύτητες αναδυόμενες τεχνολογίες εντείνουν την ανάγκη καλλιέργειας και νέων μετατυπογραφικών γραμματισμών, η ανάδειξη των δυνατοτήτων της ένταξης του μηντιακού γραμματισμού στην καθημερινή προσχολική και πρωτοσχολική διαδικασία καθίσταται τουλάχιστον επιτακτική. Κι όσο κι αν κανείς επιμείνει στην ύπαρξη ενός, έστω και ισχνού, παιδευτικού ρόλου των ΜΜΕ, παράλληλου με τον ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος, η λειτουργία των επικρατέστερων φορέων της ηλεκτρονικής επικοινωνίας ως επιχειρήσεων σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς ανάγει ως προέχον κριτήριο των παραγωγών τους το επιχειρηματικό κέρδος. Κι αυτό καθιστά την ευθύνη των παιδαγωγών και των εκπαιδευτικών για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των παιδιών ακόμη μεγαλύτερη.
Η μετατυπογραφική εποχή και οι ανάγκες της έχουν αποσταθεροποιήσει πολλές από τις παλαιές και παγιωμένες αντιλήψεις, γεγονός που απαιτεί από τον σύγχρονο εκπαιδευτικό όχι μία γενική και απροσδιόριστη αναθεώρηση, αλλά καλά σχεδιασμένες και εμπνευσμένες πρακτικές που θα καθιστούν το αγαθό της μάθησης γοητευτικό και συναρπαστικό. Η αναζήτηση νέων στρατηγικών μάθησης, η συνέχιση και ο εμπλουτισμός των ήδη υπαρχουσών συστηματικών και επιστημονικά τεκμηριωμένων διδακτικών προσεγγίσεων, με έμφαση στη γλώσσα, ευνοεί τη διερεύνηση του ρόλου και της σημασίας μιας επικοινωνιακής εκπαίδευσης που θα μπορούσε να ικανοποιεί ακόμη και το αίτημα μιας προσχολικής παιδαγωγικής της τηλεόρασης και των ΜΜΕ.
Εξάλλου, επανειλημμένα ομολογείται ότι η γλώσσα των νηπίων και των παιδιών του δημοτικού σχολείου επηρεάζεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Από την άποψη αυτή η γλώσσα των ΜΜΕ εμφανίζει για τους ειδικούς ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον, τόσο για τη γενικότερη γλωσσική και κατ’ επέκταση ιδεολογική επίδραση που ασκεί όσο και για την παιδευτική του αξία και τον βαθμό της συμβολής του στον τομέα της γλωσσικής καλλιέργειας και κοινωνικοποίησης των νέων.
Επομένως, η υποστήριξη με θέρμη της έννοιας και της εφαρμογής της επικοινωνιακής εκπαίδευσης στο ελληνικό σχολείο με στόχο την καλλιέργεια της κριτικής ανάγνωσης της πολυτροπικής γλώσσας των ΜΜΕ και την ευρύτερη ενσωμάτωση του πολυμεσικού γραμματισμού στη γλωσσική διδασκαλία, έρχεται ως μια φυσική απόρροια να απασχολήσει σε ερευνητικό και επιστημονικό επίπεδο. Η εξέταση του συσχετισμού του γραμματισμού των ΜΜΕ με τη γλωσσική διδασκαλία μπορεί να γίνει στη βάση των αρχών της επικοινωνιακής χρήσης της γλώσσας, της σκόπιμης χρήσης του γλωσσικού κώδικα και της πρόκλησης του ενδιαφέροντος του μαθητή μέσω του λεγόμενου αυθεντικού υλικού που αντλείται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, αλλά φιλτράρεται και «αναδομείται» στην τάξη.
Τα κείμενα των ΜΜΕ επιλέγονται, παρουσιάζονται, αποσυναρμολογούνται και συναρμολογούνται με τη συμμετοχή των παιδιών που καλούνται να μαθαίνουν να αποκωδικοποιούν ερμητικά κλειστούς κώδικες και να κωδικοποιούν νέα δικά τους μηνύματα – απάντηση στον πληθωρισμό των  λόγων της συχνά επιβαρυμένης δημόσιας σφαίρας. Κι αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί παρά να ξεκινά από την παιδική ηλικία. Σε αυτή άλλωστε την ηλικία επενδύει πολλά και η διαφημιστική ευρηματικότητα ή και δολιότητα.
Η κατάθεση των προτάσεων είναι ασφαλώς επιβεβλημένη. Η εστίαση αφορά στις διάφορες μορφές επικοινωνιακών δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο των γλωσσικών μαθημάτων. Πρόκειται για δραστηριότητες τις οποίες ο διδάσκων μπορεί να συντονίσει και να οργανώσει αποτελεσματικότερα μέσα στην τάξη εφόσον και ο ίδιος διαθέτει επαρκείς γνώσεις ακόμη και για τις αθέατες όψεις των ΜΜΕ και ασφαλώς είναι εξοικειωμένος με τις βασικές αρχές του γραμματισμού τους. Αυτή βέβαια η εξοικείωση προϋποθέτει έναν διαρκή αγώνα, συστηματική παρακολούθηση των τεχνολογικών εξελίξεων και φυσικά ψυχική διαθεσιμότητα και βούληση για εμπλουτισμό της μαθησιακής διαδικασίας πέρα από τα στοιχειώδη και τα προβλεπόμενα.

* Η Νικολέττα Τσιτσανούδη-Μαλλίδη είναι επίκ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Μέλος Δ.Σ. Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων.