Η Ελληνική Γλώσσα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας...

on .

- Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣl

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης η μεσαιωνική γλώσσα του ελληνισμού σιγά-σιγά παραχωρούσε τη θέση της στη νέα ελληνική. Η γλωσσική αυτή εξέλιξη γινόταν βαθμιαία. Εκεί που υπήρχε το παλιό γλωσσικό στοιχείο, δίπλα του υπήρχε και το σπέρμα του νέου. Η επιτυχημένη καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας κατά τη χρυσή εποχή της ακμής των Αθηνών του 5ου π.Χ. αιώνα, είχε δυσάρεστη συνέπεια όταν η Ελλάδα υποδουλώθηκε στους Λατίνους.
Η κρίση που πέρασε στα χρόνια αυτά η ελληνική γλώσσα είναι η εμφάνιση μιας διγλωσσίας, που εγκαινιάστηκε με τους αττικιστές. Αττικιστές είναι οι λόγιοι των πρώτων χριστιανικών χρόνων και αττικισμός η επιστροφή στην αττική γλώσσα του 5οπ.Χ. αι. Επιθυμούσαν την επιστροφή σε μια εποχή που η αττική διάλεκτος είχε διαμορφωθεί σε κοινή γλώσσα όλου του ελληνόγλωσσου κόσμου, σε ολόκληρο δηλ. τον κόσμο της Ανατολής.
Η κίνηση αυτή των Αττικιστών, χωρίς να μπορέσει να σταματήσει την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, κατόρθωσε να κατακτήσει την γραπτή γλώσσα, η οποία ακόμη και σήμερα στην εκκλησία παραμένει επίσημα πιστή στον αττικισμό. Μερικοί μάλιστα μιλούσαν ακόμη και αρχαία ελληνικά, χωρίς βέβαια να πλησιάζουν το αττικό ύφος. Πρόκειται για τους λογίους εκείνους που κατέφυγαν στη Δύση, κυρίως στην Ιταλία, και δίδαξαν και την αρχαία ελληνική.
Η νεαρή αττική γλώσσα, ανεξάρτητα από την κοινή ελληνική, χρησιμοποιείται κατά την Βυζαντινή εποχή, αλλά και κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Η γλώσσα της κλασικής αρχαιότητας παραμένει ο πόλος, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλοι. Η εποχή αυτής της διγλωσσίας στον μεσαιωνικό ελληνισμό κράτησε πάνω από χίλια χρόνια. Δεν σταμάτησε ούτε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Συνέχισε και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Από το ένα μέρος έχουμε την αρχαϊκή, τη γραπτή γλώσσα των λογίων και από την άλλη την καθημερινή προφορική ομιλία όλων των Ελλήνων. Η ομιλούμενη γλώσσα έχει αλλάξει πολύ και απομακρύνθηκε από την αρχαία αττική. Όταν ο ελληνισμός θρηνούσε το χαμό της πόλης και οι λόγιοι, με τον ίδιο πόνο, περιγράφουν στην αρχαϊκή γλώσσα τις τελευταίες στιγμές της Βασιλεύουσας. Πόσο συμπαθητική είναι η φωνή του Ανώνυμου, που περιγράφει την αγωνία του μαρτυρίου της πόλης: «Ω της αφράστου συμφοράς. Ηνίκα γαρ εγώ ο ελεεινός ταύτα τα ρήματα έγραφον. Τούρκοι την Κωνσταντίνου πολιορκούσι, και τας ελεπόλεις ούτως εγγύς ήγαγον αυτής, ως απέχειν της τάφρου μόλις δέκα πόδας. Και τύπτουσι το τείχος αδιαλείπτως δια των καλουμένων σκευών, πέτραι δε εισίν αμαξοπληθείς, και κλίμακες και πύργους παρεσκευάσαντο και προσδόκιμοι εισί καθ’ εκάστην αύραν ελείν αυτήν. Οίμοι, φιλτάτη πατρίς του κινδύνου και της περιφρονήσεως, ην υπό των ασεβών κατεφρονήθης. Αλλά φείσαι, Κύριε, σπλαχνίσθητι, μόνε φιλάνθρωπε, εξελού ημάς των προσδοκωμένων κακών, ότι επί σε μόνον τας ελπίδας έχομεν».
Αυτές οι ελπίδες στο Θεό θα διατηρηθούν κατά τα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς και ο ελληνικός λαός θα τις συγκεντρώσει σε τραγούδι:
«Σώπα, Κυρία Δέσποινα, μην κλαίης μη δακρύζης,
Πάλαι με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι».
Ας δούμε τις διάφορες πληροφορίες για τη γραπτή και την προφορική γλώσσα της εποχής. Στην Κωνσταντινούπολη την εποχή της άλωσης η προφορική ομιλία μάλλον ήταν αρχαϊκή και πιο καθαρή από ξένα στοιχεία. Αυτή η γλώσσα περιοριζόταν σε έναν κύκλο μορφωμένων λογίων, που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως στα μαθήματα, στις δημόσιες ομιλίες και στις θεολογικές συζητήσεις.
Βέβαια, η γλώσσα αυτή δεν ήταν η ίδια και στα λαϊκά στρώματα της πρωτεύουσας, στις απομακρυσμένες επαρχίες του διαλυμένου πια βυζαντινού κράτους. Έναν αιώνα μετά την άλωση οι Έλληνες δεν μιλούσαν όλοι την ίδια κοινή γλώσσα, αλλά κάθε περιοχή μιλούσε τη δική της ιδιωματική. Αυτά τα ιδιώματα αντικαταστάθηκαν με άλλα και αλλοιώθηκαν. Η νέα ελληνική γλώσσα και τα ιδιώματά της είχαν ανακατευτεί και με άλλες ξένες λέξεις και, κυρίως, με λατινικές και τουρκικές. Είναι κάτι που συμβαίνει πάντοτε.
Οι σκλάβοι αγαπούν να μιμούνται τους κατακτητές στη γλώσσα, στα ρούχα και στα έθιμα. Τα νέα ελληνικά ιδιώματα είναι πολλά. Το πιο καθαρό λέγεται ότι ήταν το ιδίωμα της Κωνσταντινούπολης και το χειρότερο το αθηναϊκό. Όποιος γνώριζε καλά ένα ιδίωμα, μια διάλεκτο, εύκολα μπορούσε να καταλαβαίνει και τα άλλα, τα οποία, σε όλον τον τότε ελλαδικό χώρο ξεπερνούσαν τα εβδομήντα.
Πολύ νωρίς αρχίζει να γίνεται λόγος για μια κοινή νεοελληνική γλώσσα. Θα γεννιόταν μέσα από τις πολλές κοινές που είχαν διαμορφωθεί, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, από την νησιωτική Ελλάδα, τις βενετοκρατούμενες και τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Εκείνος που ονειρεύτηκε μια κοινή νεοελληνική γλώσσα είναι ο Κερκυραίος ιερωμένος Νικόλας Σοφιανός τον 16ο αιώνα. Στον επίλογο της Γραμματικής του, που έγραψε περίπου το 1540, προγραμμάτιζε να μεταφραστούν σε μία κοινή γλώσσα όλα τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα. Ο Σοφιανός και άλλοι πρωτοπόροι της δημοτικής χρησιμοποιούσαν όχι και τόσο καθαρή γλώσσα.
Αργότερα, προς το τέλος της Τουρκοκρατίας, με το εμπόριο και το ναυτικό δημιουργούνται ανθηρές ελληνικές παροικίες σε εμπορικά κέντρα και λιμάνια του εξωτερικού. Την εποχή αυτή διαδίδεται και η τυπογραφία με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζεται η κυκλοφορία του βιβλίου. Ο καιρός ήταν κατάλληλος να δυναμώσει η συνείδηση για εθνική ενότητα και να λυτρωθούν οι ραγιάδες από το πνευματικό σκοτάδι.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, πρωτεργάτης του εθνικού διαφωτισμού, θα γράψει: «Της Ελευθερίας το χρώμα τούτο, είναι τόσο βαθύ εις την γλώσσαν των Ελλήνων, ώστε και η τόσων αιώνων εκβαρβάρωσις και δυστυχία των Γραικών δεν το εξέπλυνεν ολότελα μητ’ από την κοινήν διάλεκτον».
Τώρα η γλώσσα ως όργανο της παιδείας έπρεπε να προετοιμάσει το έδαφος της ελευθερίας. Αλλά για ποια γλώσσα μιλούμε; Όλοι τότε συμφωνούσαν πως έπρεπε οι νέοι Έλληνες να μαθαίνουν αρχαία ελληνικά, ώστε να μπορούν να διαβάζουν αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Μια τέτοια κίνηση την θεωρούσαν απαραίτητη για το ηθικό των σκλαβωμένων Ελλήνων. Ασφαλώς ήταν μια γλώσσα δύσκολη, γιατί τη χώριζαν πολλές και μεγάλες αλλαγές από τη σύγχρονη. Η δυσκολία να μάθει κανείς αρχαία ελληνικά ήταν φανερή.
Γι’ αυτό πρώτος στόχος ήταν, με κέντρο το Πατριαρχείο, η ίδρυση πολλών σχολείων σε διάφορες περιοχές. Κατά το 1800 αναφέρεται η ίδρυση σχολείων σε πολλές περιοχές. Άλλος στόχος ήταν η σύνταξη ενός λεξικού της αρχαίας ελληνικής και μετά και της νέας.
Στο μεταξύ άρχισε η διαμάχη των λογίων γύρω από το ζήτημα ποια γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιεί ως γραπτή το έθνος. Οι συζητήσεις κορυφώνονται λίγες δεκαετίες πριν ξεσπάσει η επανάσταση. Αυτήν την εποχή παρουσιάζονται λόγιοι που υποστηρίζουν την καλλιέργεια της απλής νέας ελληνικής. Εκτός από τον Ρήγα Φεραίο που γράφει απλά, τη νέα γλώσσα μεταχειρίζονται και άλλοι, όπως στα Γιάννινα ο Αθανάσιος Ψαλίδας και οι πρώτοι ποιητές Αθανάσιος Χριστόπουλος και Ιωάννης Βηλαράς και αργότερα ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.
Η γλώσσα τους δεν είναι ακόμα στρωμένη δημοτική. Σημαντικοί οπαδοί του αρχαϊσμού στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας είναι ο Ευγένιος Βούλγαρης (1760), ο Νεόφυτος Δούκας (1814) και άλλοι. Όμως, μεταξύ των δύο αντίθετων παρατάξεων, υπάρχουν και εκείνοι που προτείνουν ενδιάμεσες λύσεις.
Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει και ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο πολύς κόσμος δεν είχε ιδέα από τις φιλονικίες και τις συζητήσεις αυτές των λογίων. Εξακολουθούσε να μιλάει τη γλώσσα του, όπως τη μάθαινε από τους πατέρες του και όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα χρόνια της σκλαβιάς.
Τα γλωσσικά ιδιώματα από τις αρχές της Τουρκοκρατίας εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι τη νεότερη εποχή σχεδόν τα ίδια χωρίς ουσιαστικές μεταβολές. Ο Διονύσιος Σολωμός που είχε ταχθεί με το μέρος εκείνων που ήθελαν να καλλιεργηθεί ως γραπτή η νέα ελληνική γλώσσα, έβρισκε αυτές τις διαφορές των ιδιωμάτων ως ανάξιες λόγου. Τα κείμενα της εποχής που είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα δείχνουν πως η προφορική κοινή ως γραπτή γλώσσα ήταν ακόμη ακαλλιέργητη.
Λίγοι κατάφεραν να τη γράφουν ανόθευτη, χωρίς αρχαϊσμούς, όπως περίπου ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του. Την εποχή της επανάστασης οι περισσότεροι οπλαρχηγοί ήταν αγράμματοι και την αλληλογραφία τους την έγραφαν οι γραμματικοί που ήταν κοντά τους.
Με το ξέσπασμα της εθνεγερσίας οι φιλονικίες των λογίων για τη γλώσσα σταμάτησαν, οι διαφορές ξεχάστηκαν. Η γλώσσα μπροστά στον αγώνα για ανεξαρτησία, μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Η γλώσσα του ’21 είναι ολόκληρη η ελληνική ιστορία με τη διγλωσσία της. Η μια γλώσσα είναι η ομιλούμενη, η απλή νεοελληνική, η γραικική ή τα ρωμαίικα, όπως συνήθως τα έλεγαν. Ήταν η γλώσσα που έδινε δυνάμεις στους ραγιάδες, καθώς ακούγονταν στα τραγούδια του Ρήγα Φεραίου και στα δημοτικά τραγούδια.
Ο λόγιος Έλληνας γνώριζε, όχι μόνο την ομιλούμενη νέα ελληνική, αλλά και τα αρχαία ελληνικά και με αυτά τα όπλα είχε γίνει ο δημιουργός του φιλελληνισμού. Η αλληλογραφία των λογίων με τους ηγεμόνες της Ευρώπης, οι μεταφράσεις τους, το έργο τους ως διερμηνέων και γενικά οι ενέργειές τους, να η γλώσσα του ’21.