Το δίλημμα της κυραμάνας…

on .

- Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

 Η ζωή στα παλιά Γιάννινα ήταν δύσκολη και οι κάτοικοί τους έκαναν δουλειές, για να ζήσουν τις οικογένειές τους, που δεν κάνουν σήμερα. Υπήρχαν δηλαδή ζανάτια (επαγγέλματα) τότε, που δεν υπάρχουν τώρα. Μερικά απ' αυτά ήταν των ταμπάκηδων, των τσαρχάδων, των παπουτσήδων, των μποσταντζήδων, των πηγαδάδων, αυτών, που έκαναν το νισεστέ, αυτών, που έφκιαναν τα χωμάτινα τούβλα και άλλα.
Εγώ μικρός τότε έζησα από κοντά το ζανάτ' του μποσταντζή, που ήταν ο πατέρας μου και στο μποστάνι μας δουλεύαμε όλοι μεγάλοι και μικροί της οικογένειας, για ν' αντιμετωπιστούν οι πολλές και δύσκολες δουλειές της καλλιέργειας των ζαρζαβατικών (λαχανικών) του.
Επίσης, γνώρισα σχετικά από κοντά και τα ζανάτια του μπαλωματή παπουτσιών και του κατασκευαστή χωμάτινων τούβλων, γιατί τα έκανε ο μπάμπα Βαγγέλης, αδελφός της μάνας μου. Το μποστάνι και το σπίτι μας ήταν στην παραλίμνια περιοχή της γειτονιάς του Αη-Γιώργη του Νεομάρτυρα, κάτω σχεδόν από το σπίτι του Αγίου και κοντά στη Λιμνοπούλα και στο Μιλιέτ-Μπαχτσιέ.
Σ' αυτά κατοικούσε και δούλευε η πολυμελής οικογένειά μας αποτελούμενη από τους γονείς και τα πέντε παιδιά. Κοντά μας έμενε κι η κυραμάνα, η μητέρα της μάνας μου, η οποία ήταν χήρα από πολλά χρόνια. Ήρθε και έμεινε μαζί μας, για να βοηθάει τη μάνα μου στις δουλειές του σπιτιού και στο μεγάλωμα εμάς των παιδιών, αλλά και γιατί κι αυτή ένιωθε την οικογενειακή θαλπωρή κοντά μας καλύτερα ίσως από του να μένει με την οικογένεια του γιου της Βαγγέλη.
Η απασχόληση όλων των μελών της οικογένειάς μας στο μποστάνι ήταν συνεχής όλες τις εποχές του χρόνου, γιατί πάντα υπήρχαν δουλειές, που έπρεπε να γίνουν. Αυτές δε αυξάνονταν την περίοδο του καλοκαιριού, γι' αυτό ο πατέρας έπαιρνε στη δούλεψή του κι έναν εργάτη και μία ή δυο εργάτριες.
Στις πολλές δουλειές του μποστανιού έρχονταν να προστεθούν και οι στενοχώριες όταν ο καιρός δεν βοηθούσε για τη σωστή ανάπτυξη των λαχανικών και η παραγωγή τους δεν ήταν έτοιμη στον καιρό της. Συνήθως οι ζημιές γενικά στα μποστάνια γίνονταν το καλοκαίρι και το χειμώνα, δεν έλειπαν όμως αυτές και τις άλλες εποχές του χρόνου κι ιδιαίτερα την άνοιξη όταν παρατείνονταν οι παγωνιές του χειμώνα.
Έτσι, η μεγάλη ξηρασία του καλοκαιριού έβλαπτε τα ζαρζαβατικά, έστω κι αν τα ποτίζαμε συνέχεια με το νερό της Λίμνης, γιατί, όπως έλεγε ο πατέρας «και τα καλάμια, που είναι μέσα στη Λίμνη θέλουν βροχή για να μεγαλώσουν».
Το χειμώνα οι πολλές βροχές, οι αντάρες, τα χιόνια, οι παγωνιές κι οι βοριάδες δημιουργούσαν προβλήματα στη σοδειά των χειμερινών λαχανικών, γιατί το μποστάνι ήταν «μαγαζί χωρίς σκεπή», όπως έλεγε ο πατέρας μου, κι έτσι ήταν εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης.
Στο διάβα της ζωής μας κι ενώ ο πατέρας μου και όλη η οικογένεια ασχολιόνταν με τις δουλειές του μποστανιού μας ο μπάμπα Βαγγέλης δούλευε σαν μπαλωματής παπουτσιών, για να ζήσει την οικογένειά του, που αποτελούνταν από τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι.
Σε μια γωνιά του χαγιατιού (υπόστεγης πλακόστρωτης εισόδου) του πατρικού του σπιτιού στη συνοικία των Γιαννίνων τη Λούτσα κάθονταν σ’ ένα ξύλινο σκαμνί, που πάνω του είχε έναν τσιλτέ (μαξιλαράκι) και μπροστά του ένα ξύλινο τραπεζάκι με τα απαραίτητα λίγα εργαλεία για το μπάλωμα των παπουτσιών της φτωχολογιάς.
Γύρω-τριγύρω στα πόδια του ήταν διάφορα παλιοπάπουτσα και σκυμμένος προσπαθούσε να τα μπαλώσει πότε με «φόλες» (μπαλώματα), πότε με κανένα κομματάκι παλιόπετσο από κάτω. Όταν τον έβλεπα να μάχεται με τα παλιοτσάρουχα και με τα παλιοπάπουτσα τον λυπόμουνα και του έλεγα ότι έπρεπε να βρίσκει καλύτερα παπούτσια να επιδιορθώνει. Εκείνος με κοίταζε μ' ένα πικρό χαμόγελο και μου απαντούσε ότι, η φτωχολογιά και οι μουστερήδες χωριάτες αυτά έχουν και με το μερεμέτι τους βγαίνει το καρβέλι της φτωχοφαμίλιας του.
Πολλές φορές το χειμώνα έλεγε στη μάνα μου ότι έχει αναδουλειές και υποφέρει οικονομικά. Φαίνεται ότι συνέβαινε αυτό στους παπουτσήδες και στους μπαλωματήδες, γιατί ακούγονταν να λέγεται:
Του Γινάρ’ κι’ του Φλιβάρ'
βιλουνιά δεν έχου βάλ!.
Επειδή λοιπόν το ζανάτ' αυτό δεν είχε πολλή δουλειά κι αφού διεπίστωσε ότι το χώμα ενός χωραφιού του, που είχε στο Βελισσάριο, ήταν κατάλληλο για πλιθάρια (τούβλα) άρχισε τα καλοκαίρια να κάνει απ' αυτά. Επειδή δε τα σπίτια τότε τα έχτιζαν με πέτρες και με τέτοια πλιθάρια ο μπάμπα Βαγγέλης έκανε «χρυσές» δουλειές.
Με κάρο λοιπόν μετέφερε χώμα στη μεγάλη σχετικά αυλή του σπιτιού του κι αφού το κοσκίνιζε με μεγάλη σε ξύλινο τελάρο τσίπα, το έβαζε σε μια γούβα (λάκκο). Ύστερα έριχνε νερό και κομμένα άχυρα και το ζύμωνε με τα γυμνά του πόδια. Σ' αυτό τον βοηθούσαν και τα παιδιά του, που ήταν πλέον μεγάλα.
Τη ζυμωμένη λάσπη με φτυάρι την έριχνε σε ξύλινα ειδικά καλούπια, που είχε στη σειρά σε μέρος της αυλής κι ύστερα σήκωνε τα καλούπια και τα πλιθάρια ήταν έτοιμα, για να στεγνώσουν στον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Όταν στέγνωναν τα μάζευε σε μια άκρη της αυλής και τα πουλούσε γρήγορα σ’ αυτούς, που έχτιζαν πλίθινα σπίτια.
Έτσι είχαν γενικά τα πράγματα στις δύο οικογένειες, τη δική μας και του μπάμπα Βαγγέλη, όταν, θυμάμαι, ένα μεσημέρι ενός πολύ ζεστού καλοκαιριού, τόσο ζεστού, που «κι ο τζίτζικας έσκαγε από τη ζέστη», που λένε, κι ενώ τρώγαμε έξω στην αυλή μπροστά στο σπίτι μας και στην πυκνή σκιά της κληματαριάς λέει ο πατέρας στην κυραμάνα, που τη φώναζε βάβω: «Βάβω, να παρακαλέσεις το Θεό να βρέξει, γιατί με την ξηρασία και την κάψα, που έχουμε θα πάνε χαμένα τα ζαρζαβατικά του μποστανιού μας. Είσαι καλή και θεοφοβούμενη και θα σ’ ακούσει εσένα ο Θεός».
Η κυραμάνα του υποσχέθηκε με μεγάλη προθυμία ότι θα προσευχηθεί στο Θεό, για να βρέξει και ότι για το σκοπό αυτό θα πάει και στο εκκλησάκι του σπιτιού του Άη-Γιώργη ν' ανάψει μια λαμπάδα.
Το βραδάκι της ίδιας ημέρας ήρθε στο σπίτι μας ο μπάμπα Βαγγέλης κι όταν η μάνα του και κυραμάνα μου του παραπονέθηκε ότι έχει καιρό, που δεν ήρθε να τη δει, εκείνος της εξήγησε ότι έχει πολλή δουλειά και απασχόληση με τα χωμάτινα τούβλα, που φκιάνει. Σε λίγο δε της είπε: «Μάνα, επειδή έχω πολλά πλιθάρια στην αυλή για στέγνωμα, τα οποία μάλιστα τα έχω παραγγελιά, σε παρακαλώ να παρακαλέσεις το Θεό να μη βρέξει»!
Η κυραμάνα βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία κι όταν ο γιος της έφυγε σήκωσε τα θολά μάτια της στον ουρανό και είπε: «Θεέ μου, ποιανού να φκιάξ' κι ποιανού να χαλάσ';» και σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια τρεις φορές.