Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ!..

on .

-  Του ΦΩΚΙΩΝΑ ΚΑΨΑΛΗ

 Φωτογραφία δεν είναι ό,τι ανεπίλεκτο κι αφιλτράριστο στο εκτενές αυτό πλατό, κολακεύει, δοκιμάζει και δελεάζει με τον ποικιλόμορφο και πολυσχιδή διάκοσμό του, τη βουλιμία της ματιάς, αλλά ό,τι με την εκφραστική του δύναμη, την εναργή αισθητική του διάλεκτο και τα εκπεμπόμενα μηνύματά του, διεγείρει τις αισθήσεις κι αποτυπώνεται θετικά στο αρνητικό επίστρωμα του θυμικού μας κόσμου.
Κι οτιδήποτε άλλο, το εδώ αρτιμελές κι ελκυστικό, αδυνατεί να συλλάβει και να προσεγγίσει δημιουργικά το δυσφραδές και αόματο πλήθος.
Φωτογραφία, επίσης, δεν είναι αναγκαστικά η κάθειρξη ή η καθυπόταξή μας στη ληξηπρόθεσμη και θνησιγένητη στιγμή ή η συνήθης και πεζή διηγηματική, θα’λεγα, καταγραφή του ορατού μας περιγύρου. Είναι, παράλληλα, και η τόσο δυσνόητη κι απροσέγγιστη για το αμύητο κοινό, εγκεφαλική της όψη, που με τη θεματογραφία και τους συμβολισμούς της, εκφράζει, συγκεκριμενοποιεί το απροσδιόριστο ή ασύμβατο κι ανασύρει στο ορατό μας προσκήνιο το άδυτον διαφορετικὀ και σοβούντα στα ωκεάνεια βάθη του υποσυνείδητου ψυχικού μας κόσμου. Ένας κόσμος που πάλλεται και δονείται από εσωτερικές συγκρούσεις και τριβές, γεμάτος προβληματισμούς, όνειρα, ιδανικά και προσδοκίες, που όλα αυτά διεχόμενα, διϋλιμένα και διηθημένα περιεχόμενα από τον κρυστάλλινο αμφιβληστροειδή του φακού, παραμένουν ανεξίτηλα κατατεθημένα και ακινητοποιημένα στη φωτοχημική μνήμη του χαρτιού.
Κάπου εδώ, ακριβώς, στον ενορατικό αυτό χώρο, μπορούμε να κατατάξουμε άνετα και την ποιητική πτυχή της φωτογραφίας με τις υψηλές αισθητικές προδιαγραφές, που απευθύνεται, περισσότερο, στις βουβές αισθήσεις και στην ενόραση, παρά στην όραση και στο χειροπιαστό. Είναι το συναρπαστικό και απροσδιόριστο για τα κοινά μέτρα παιχνίδι του ματιού και της ψυχής.
Εδὠ ψαύει κανείς τον ερωτισμό και τη γονιμότητα του φωτός και της σκιάς, τις ακολουθεί πιστά, στις στροφές και τους στροβιλισμούς (χνάρια) μιας επηρμένης και υπερδιεγερμένης φαντασίας με θέματα παρεκκλίνοντα, βέβαια, από την οπτική –παραστατική– λογική, δίχως, –εν τούτοις– να χάνουν το ποιητικό και αισθητικό τους ύφος. Όπως π.χ. οι ακόλουθες υπερρεαλιστικές, ας πούμε, εικόνες: η οπτική φαλκίδευση και παγίωση μιας φευγαλέας ουτοπίας ή η κατακράτηση μιας μπαϊλντισμένης ηλιαχτίδας ή ακόμη, ο εναέριος ασπασμός μιας πληγωμένης ιαχἠς κ.α.
Αλλά, ας μη μπερδεύουμε, όμως, τζάμπα και βερεσέ τον κόσμο με τούτες τις στριφογυρισμένες έννοιες, μιας και η αναμφισβήτητη βασιλεύουσα της φωτογραφίας είναι η τόσο καταπονημένη (ορεινοί δρόμοι από το 1987 και εντεύθεν) από τους «σοσιαλιστικούς τζιχαντιστές» της τελευταίας 35ετίας, φύση, ζώσα και νεκρή, σ’όλη τη γκάμα των εκφάνσεών της. Όποιος δεν βλέπει διεισδυτικά, δεν αγαπά και δεν αποδίδει σωστά το μεγαλείο της, δεν θεωρείται καλλιτέχνης φωτογράφος. Κι όταν, βέβαια, μιλάμε για καλλιτέχνη, μιλάμε για ευαίσθητη και καλλιεργημένη ψυχή, δεν μιλάμε για το «φωτο-όνειρο» της πλατείας Ιωαννίνων.
Από τότε, δε, που η φωτογραφία δρομολογήθηκε το 1995 από τον αείμνηστο Νίκο Κεσσανλή και κατόπιν, από το ακαδημαϊκό έτος 1999-2000 εισήχθη και διδάσκεται ως μάθημα στη Σχολή Καλών Τεχνών, θεωρούμε το φωτογράφο ως ιεροφάντη της αισθητικής εικόνας. Όπως, δηλαδή, ο ζωγράφος δημιουργεί με το χρωστήρα, ο ποιητής με τις λέξεις και ο μουσικός με τις νότες, έτσι κι ο φωτογράφος με την εναρμόνιση των στιγμάτων του φωτός, δημιουργεί την αισθητική εικόνα.
Αυτά τα απειροελάχιστα για το θέμα της φωτογραφίας, γράφονται για τον πολυαγαπητό μου Κωνσταντίνο, γιο των ανηψιών μου Κωνσταντίνου και Αφροδίτης Κωστούλα, που μόλις τώρα αρχίζει, παράλληλα με τις άλλες σπουδές του, και τις φωτογραφικές του αναζητήσεις.