Παράδοση

on .

Η Γιαννιώτικη ντοπιολαλιά και το παλιό καλό στιχοπλάκι…
 ➤  Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΟΜΠΟΤΗΣ, δάσκαλος

 «Έτσ’ κι πας, δε παίρ’ς κι μένα κάνα δυο γκουργκλάδις (κουβαρίστρες) ράμμα άσπρου ικεία δίπλα στου Μουσιόν για να μπαλώσου τίπουτα σκτιά τ’ Λούσια κι τουν πιδιών (Συλλογή Β. Μπαμπασίκα).
Με το παρόν σημείωμά μου, θέλω οι παλιότεροι να θυμηθούν και οι νεότεροι να μάθουν τη Γιαννιώτικη ντοπιολαλιά έτσι για μια απλή γνωριμία ή για έρευνα πάνω σ’ αυτό το θέμα. Είναι η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της πόλης μας από τα χρόνια της τουρκοκρατίας μέχρι πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση, όταν το ποσοστό του αναλφαβητισμού συνέχιζε να είναι πολύ μεγάλο. Είναι η γλώσσα με την οποία μεγάλωσαν πολλές γενιές Ελλήνων, αν λάβουμε υπόψη μας ότι εμείς οι Ηπειρώτες μείναμε 500 χρόνια σκλαβωμένοι.
Ήταν η καθομιλούμενη γλώσσα της πόλης, η ρωμέικη όπως λεγόταν που μιλιόταν στα παζάρια, στην αγορά, στα χάνια, στα εργαστήρια και στα μπιζεστένια από τον αντρικό βέβαια πληθυσμό, ο οποίος είχε την ευκαιρία να συναντιέται, να συναναστρέφεται, να ανταλάσσει προϊόντα και υπηρεσίες για να εξασφαλίζει τα προς το ζην.
Αυτή τη γλώσσα αναγκάζονταν να μιλούν και οι μορφωμένοι για να μπορούν να συνεννοούνται στο δούναι και λαβείν με τους απλοϊκούς ανθρώπους στην αγορά.
Η γλώσσα αυτή αντιστάθηκε σε όλες τις νεοτερικές σχολές των Ιωαννίνων (Επιφάνειου Ηγουμένου, Εμμανουήλ Γκιόνμα, Λάμπρου και Σίμωνα Μαρούτζη κ.ά.) που είχαν σκοπό να ανυψώσουν το πνευματικό επίπεδο των Γιαννιωτών.
Ακουστά έχω ένα τραγουδάκι του Νηπιαγωγείου που διδασκόταν προπολεμικά στα Γιάννινα: «Ιδού ο σιδηρόδρομος ιδέτε τον παιδιά, ιδέτε πως εκτείνεται η αμαξοστοιχία».
Δε γνωρίζω βέβαια αν υπήρχε το σχετικό εποπτικό υλικό, για να έχουν τουλάχιστον μια έμμεση αντίληψη τα νήπια αυτού του μεταφορικού μέσου.
Πού να ήξεραν η μητέρα και η γιαγιά, σαν αγράμματες ή ολιγογράμματες που ήταν, τις λέξεις ιδού, ιδέτε, εκτείνεται, αμαξοστοιχία, αφού δεν ήταν του καθημερινού λεξιλογίου. Ποια γλώσσα έπρεπε να συνηθίσει το νήπιο, όταν στο σπίτι άκουγε: «Σύρι στου γαλατάτ’κου κι πάρι ένα τσ’νί γιαγούρτ’ για του βράδ’».
Η απλή αυτή γλώσσα ήταν πιο φιλική και ζεστή από τη λόγια γλώσσα των μορφωμένων.
Στα Γιάννινα, είναι γνωστό, πως μαζί με τους Χριστιανούς συνυπήρχαν οι Εβραίοι, οι Τούρκοι και οι Τουρκαλβανοί.

Η καθεμιά εθνότητα με τις κοινωνικές διαβαθμίσεις της και τις πολιτισμικές της διαφορές.
Η κ. Κούλα Τζαλμακλή-Χατζηγιάννη γράφει στο βιβλίο της «Στα Γιάννινα σας γκιζερώ του περασμένου αιώνα» για τους κατοίκους της πόλης: «Εδώ ζιούσαν ν’κουκυραίοι και σιατούρδις, αφεντάδες και παρακατιανοί, εχούμενοι και διακοναραίοι, βρακουμέν’ και ξεβράκουτ’ γραμματζμέν’ κι αγράμματ’, έξυπνοι και μπανταλοί, σπαγγουραμέν’ και μπερικετλήδις αχρειόστομοι και παραξηγιάρδις, τζιανανέδες και νούκουτ’..., νησ’τικοί και φαγουμένοι, Γιαννιώτις και ντατσ’καναραίοι...».
Απ’ αυτή την άμεση συναναστροφή όπως ήταν επόμενο η μία γλώσσα δανειζόταν λέξεις από την άλλη.
Οι Τούρκοι τόσο πολύ δέχτηκαν την επίδραση του τοπικού γλωσσικού ιδιώματός μας, ώστε το χρησιμοποιούσαν για μητρική τους γλώσσα στα δικαστήρια.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Άγγλου στρατιωτικού Ληκ όταν επισκέφτηκε τα Γιάννινα: «Και οι ιθαγενείς Οθωμανοί ελληνιστί ομιλούσι, διότι μόνον ολίγας λέξεις τουρκικάς γινώσκουσι».
Η δε εφημερίδα του βιλαετίου Ιωαννίνων «Γιάνγια – Γιάννινα» γραφόταν στα Ελληνικά και Τουρκικά.
Κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας και κάθε χωριό μιλούσε το δικό του γλωσσικό ιδίωμα.
Οι συντεχνίες των μαστόρων και των χτιστάδων χρησιμοποιούσαν τη δική τους συνθηματική γλώσσα – τα κουδαρίτικα – όπως και οι ραφτάδες του Πωγωνίου για ευνόητους λόγους.
Στο Ι’ τόμο του Ιωάν. Νικολαΐδη (1936-1940) βρίσκουμε μια πρόσκληση Γιαννιωτών εγκατεστημένων στην Αθήνα, η οποία είναι γραμμένη στη Γιαννιώτικη ντοπιολαλιά, από ανταπόκριση της εφημ. «ΗΠΕΙΡΟΣ» (3-12-38): «Καραμπεριά ξεκίνησε να πάει κατά τουν Πόρου κι απ’ του μέθιον τουν πολύ πήραν τουν κατφόρου. 4ον μηνιαίον δείπνον Καραμπεριάς Σάββατο 8-12-38, ταβέρνα «Τρία Κυπαρίσσια» Μετς, ώρα 9 μ.μ.
Άηστε κόσμε και ντουνιά όλ’ όσ’ γινήθκαν στα Γιάννινα κι τέλειουσαν κι τ’ Ζουσιμαία σχολή μαζουχτήτε(ι) νάρθητε(ι) να φάμι, όλ’ αντάμα κι να πούμε κι τσ’ Γιαννιώτικους Μισελέδες απ’τουν κιρό τουν μερχούμηδων. Όσ’ δεν έρθιτι χαλασιά σας να του βρήτι από χάκ’(ι)».
Το Γιαννιώτικο γλωσσικό ιδίωμα είναι αυστηρά βόρειο με κωφώσεις, αποβολές κι άλλα πάθη φωνηέντων και συμφώνων.
Ο Ευάγγ. Μπόγκας σημειώνει: Είναι δύσκολο γλωσσικό ιδίωμα το Γιαννιώτικο με το δασύ σ, το ουρανικό λ και ν που χρειάζονται προσεκτική επισήμανση.
Άμεσα συνδεδεμένα με τη ζωή της πόλης είναι και τα Γιαννιώτικα στιχοπλάκια είτε σατιρικά, είτε ερωτικού περιεχομένου, στιχοπλάκια της αγάπης της ξενιτιάς, της εργασίας κτλ. «Δε θέλω άνδρα μποσταντζή ν’ ανακατεύη τις λάσπες, μόν’ θέλω άνδρα ζανατζή να κάθεται σ’τες λάστρες».
Μερικοί υποστηρίζουν ότι το Γιαννιώτικο στιχοπλάκι το συνέθεσε μία μόνον κοινωνική τάξη των Γιαννίνων οι ταμπάκοι (βυρσοδέψες), άλλοι ότι τα συνέθεταν οι μπαντίδοι που απαρτίζονταν από παντοδαπούς εργάτες των μποστανιών, από καλφάδες των ταμπάκων και των τσαρουχάδων καθώς και από την τάξη των καραμπέρηδων, των γλεντζέδων της εποχής.
Ο Παπαρηγόπουλος υποστηρίζει ότι το στιχοπλάκι έχει κυρίως προκύψει από τα σπλάχνα του άπλαστου λαού και δεν υπήρξε έργο του λόγιου Ελληνισμού, χωρίς όμως να αποκλείουμε και την αλληλεπίδραση με αυτά που συνέθεταν λόγιοι στιχουργοί και ποιητές.
Το Γιαννιώτικο στιχοπλάκι είναι έντονα αστικό, αναφερόμενο σε περιστατικά και θέματα της πόλης, των κατοίκων και των συναισθημάτων τους καθώς και των σκέψεών τους.
«Πάρα πολύ μπαντίδεψα,
βγήκ’ απ’ το σινάφι
η μάνα μου με καρτερεί
κι εγώ είμαι στο σοκάκι».
«Σήκου Πανάγιω, πάρε κοκόσιες, βάλτες μεσ τη τζιεπ·
πάρε κι ένα κοσιπεντάρι,
κι έβγα στου Κουρμέκι».
«Άλλου που δε μι μάρανι,
του σύρι κι του έλα
του Μιϊντανίσιου του νιρό
κι τ’ Γκόβελα η κουπέλα».
Από τη συλλογή της δασκάλας
Καλλιόπης Τσίλη τα επόμενα:
«Καρσί (απέναντι) καρσί τα σπίτια καρσί κ’ οι ουβουροί μας
έλα να κάτσουμε μαζί
να σκάσουν οι οχτροί μας».
«Καλά ’κανα κι αγάπησα
κοντά σ’ την γειτονιά μου
έχω τον ύπνο διάφορο
και το φιλί σιμά μου».

Πολλές φορές ο στιχοπλόκος κατά κάποιο τρόπο υποδύεται τον πραγματικό πρωταγωνιστή.
Οι λαϊκοί στιχοπλόκοι συνέθεταν σατιρικά στιχοπλάκια κυρίως τις αποκριές, τα πανηγύρια και τα γλέντια όπου περιέπαιζαν τους άρχοντες, τα ελέη, τα κακώς κείμενα και όποιον άλλον είχαν άχτι.

«Γίνκαν κι οι δικηγόρ’,
σαν στη Βούρμπιανη οι μαστόρ’.
Γίνκαν τώρα κι οι δασκάλι,
σαν πουντίκια στου μπακάλι».

Πλούσιο λαογραφικό υλικό σχετικό με τις Γιαννιώτικες ιδιωματικές φράσεις, τις παροιμίες, τις λέξεις και το Γιαννιώτικο στιχοπλάκι περισυνέλλεξε και κατέγραψε ο αείμνηστος Δημ. Σαλαμάγκας, ο «Γιαννινογράφος», ο ευγενικός λόγιος της πόλης μας, ο οποίος γκιζερούσε στα στενά γκαλντερίμια του παζαριού, ακούγοντας από το στόμα του Γιαννιώτη κουβεντιαστή ζεστότερα το λόγο και τη σκέψη της αγοράς.
Μ’ αυτή τη συναναστροφή με τον απλοϊκό παζαριώτη κατόρθωσε να αποδώσει ό,τι άκουγε από το Γιαννιώτικο βόρειο ιδίωμα με τα γνωστά σημεία των εκθλίψεων, αφήνοντας στις νεότερες γενιές και στους ερευνητές ένα πολύτιμο έργο, το οποίο είναι συγκεντρωμένο σε πέντε τόμους.