Όταν ο Αλέξανδρος δίψασε…

on .

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΡΟΝΙΚΟ

•  Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

•  Ο πατέρας μου στην Πέλλα ήταν κηροπλάστης. Είχε εργαστήριο στην κεντρική αγορά. Είχε ακόμα και δύο δούλους που μαθήτευσαν πολλά χρόνια κοντά του και γνώριζαν πλέον άριστα την τέχνη της κηροπλαστικής.
Αχ! Η αγορά στην Πέλλα, σαν όνειρο την θυμάμαι… Τεράστιος χώρος, με στοές, γεμάτος από καταστήματα και εργαστήρια. Εκεί χτυπούσε η καρδιά της πόλης, μα και ολόκληρης της Μακεδονίας.
Στην αγορά μας θα ‘βρισκες τους καλύτερους αγγειοπλάστες, στιβαρούς και χειροδύναμους επεξεργαστές μετάλλων… Θα ‘βρισκες κρεοπώλες και ψαράδες, έμπορους κάθε λογής για στάρια, για λάδι, για σταφίδες, για κρασί. Στη Δυτική μεριά, σ’ ένα μέρος ιδιαίτερα περιποιημένο, υπήρχαν μικρά, κομψά καταστήματα με υφάσματα, κοσμήματα και αρώματα που τα φέρνουν λέει καραβάνια από τα μέρη της Ανατολής… Τόσο μακρινά, που δεν το βάζει ο νους σου. Εκεί λοιπόν έρχονταν οι πλούσιες και όμορφες κυράδες της Πέλλας και ψώνιζαν και ανταγωνίζονταν η μία με την άλλη ποια θα φορά τα καλύτερα.
Χμ… είχε πολλές αρχόντισσες η Πέλλα όπως και πολλά αρχοντόσπιτα. Πανέμορφα σπίτια με περιστύλιο και δάπεδα από ψηφιδωτό που δεν χόρταινες να το βλέπεις κι άλλαζες αυθόρμητα το βήμα σου για να μην το πατήσεις!  Ένα απ’ όλα ξεχώριζε. Ήταν τόσο μεγαλόπρεπο και τόσο καλλιτεχνικά διακοσμημένο, που στην πόλη κανένας δεν το ανέφερε με το όνομα του ιδιοκτήτη, το λέγαμε όλοι το σπίτι του Διονύσου, γιατί είχε ένα σπουδαίο ψηφιδωτό, που παρίστανε το θεό Διόνυσο, να κάθεται πάνω σ’ ένα Πάνθηρα! Οι υπηρέτριες μας άνοιγαν πολλές φορές τ’ απογεύματα  τις βαριές θύρες του σπιτιού και μας άφηναν να μπούμε και να θαυμάσουμε… Κέρναγαν  συνήθως τους μεγαλύτερους κι από ένα κύπελλο κρασί γιατί ο ιδιοκτήτης ήταν φιλόξενος και πάντα σε εύθυμη διάθεση! «Υπηρετούσε» βλέπεις τον Διόνυσο πιστά. Και στα κελάρια του είχε πάντα τις καλύτερες ποικιλίες… Από τη Σάμο, από τη Σαντορίνη, από την Αθήνα και την Κρήτη…
Εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε τόσα αγαθά. Είχαμε όμως πάντα καλομαγειρεμένο φαγητό και ντόπιο κρασί. Το ονομαστό κρασί της Πέλλας, προερχόμενο από την ξακουστή «ΠΕΛΛΕΑ ΣΤΑΦΥΛΗ».
***
Τι κάθομαι τώρα και τα συλλογιέμαι όλα αυτά; Και το στόμα γεμίζει –άθελά μου- σάλια, στην σκέψη και μόνο φαγητού και κρασιού… Εδώ δεν είναι Πέλλα.
Εδώ είναι έρημος αδυσώπητη. Είναι το χειρότερο μέρος που μπορεί να υπάρξει σ’ ολόκληρη τη γη. Εδώ που βρίσκομαι δεν υπάρχει ζωή. Υπάρχουν μόνο κουφάρια ανθρώπων και ζώων.
Κανείς ποτέ δε θα σε προστατέψει εδώ πέρα, γιατί και η Αθηνά κι ο Ποσειδώνας, ας είναι θεοί, από δω δεν τολμούν να διαβούν. Μόνο εμείς τολμήσαμε, αφού έτσι μας πρόσταξε ο βασιλιάς μας! Χώρισε το στράτευμα στα δύο κι αποφάσισε να στείλει τους μισούς στα Σούσα με τα πλοία. Στα πλοία κουμάντο κάνει ο Νέαρχος… Κι οι άλλοι μισοί να επιστρέψουμε στη Βαβυλώνα περνώντας μέσα από την έρημο της Γεδρωσίας!
Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να εξηγήσει τούτη την απόφαση. Ήξερε ότι και για τον ίδιο και για τον στρατό το πέρασμα από τη Γεδρωσία σημαίνει θάνατος. ΓΙΑΤΙ ΤΟ ‘ΚΑΝΕ; Μα τον Ηρακλή, πεισματάρης κι επαρμένος ήταν πάντα. Από μικρός είμαι δίπλα του και τον ξέρω. Κατατάχτηκα στον στρατό 17 χρονών κι άφησα τους γονιούς μου στην Πέλλα φαρμακωμένους.
-«Μην φύγεις παιδί μου. Ποιος θα πάρει το εργαστήριο, που με τόσο κόπο έφτιαξα; Ποιος θα συνεχίσει την τέχνη μου, ποιος θα μου σταθεί στα γεράματά μου, μην φύγεις»…
Η μάνα μου δεν είπε τίποτα. Μόνο έκλαιγε με αναφιλητά και είχε κρύψει το πρόσωπό της μέσα στο χιτώνα της. Ήμουν το μοναχοπαίδι τους… Και τώρα; Τώρα τους σκέφτομαι και δεν έχω γι’ αυτούς μήτε δάκρυα. Στη Γεδρωσία δεν μπορείς να κλάψεις. Είσαι ξερός και στραγγισμένος από υγρά.
T T T
Ας είναι. Δεν το μετάνιωσα ποτέ μου που τον ακολούθησα. Που ήμουν μαζί του στα Γαυγάμηλα! Ναι εγώ ο Ευμένης, Μακεδόνας, γιός ενός ταπεινού κηροπλάστη, αξιώθηκα να πολεμήσω στα Γαυγάμηλα.
Θα ‘χω να το λέω στα παιδιά μου κι αυτά θα το πουν στις επόμενες γενιές. Και δε θα με ξεχάσει ποτέ κανένας, φτάνει μόνο να μη με καταπιεί η άμμος της Γεδρωσίας.
Πέρασαν κιόλας 7 χρόνια από εκείνη τη μέρα. Τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη του Τρυγητή… Ο Αλέξανδρος διάλεξε προσεχτικά μερικούς «Εταίρους» από το πιο εκλεκτό σώμα των ιππέων. Και πήρε και λίγους «ψιλούς» ελαφρά οπλισμένους, σ’ αυτούς δηλαδή που ανήκω κι εγώ. Βγήκαμε για ανίχνευση. Ο εχθρός απείχε μόνο 30 στάδια. Πλησιάσαμε κοντά στο στρατόπεδο του Δαρείου και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας! Όλοι οι λαοί της Ανατολής είχαν μαζευτεί μπροστά μας!
Πέρσες, Μήδοι, μισθοφόροι Ινδοί -μα το Δία τους Ινδούς ποτέ δεν τους χώνεψα- Σκύθες, Πάρθοι, Καππαδόκες, Βακτρίοι, Έλληνες μισθοφόροι, ελέφαντες, άρματα δρεπανηφόρα, αμέτρητοι τοξότες, μυριάδες άλογα… Δεν ήταν στρατόπεδο αυτό, ήταν πολιτεία ολόκληρη! Η Τροία η θρυλική, φάνταζε μπροστά τους ασήμαντη.
Για ώρες πολλές τους περιτριγυρίζαμε και καταγράφαμε στο μυαλό μας όλα όσα θα μπορούσαν να μας χρησιμεύσουν για τη μάχη. Κανένας από τη φρουρά δεν μας αντιλήφθηκε. Κι όταν νύχτωσε για τα καλά επιστρέψαμε κουρασμένοι στο στρατόπεδο.
-Να επιτεθούμε τώρα, πρότεινε ο Παρμενίων. Τώρα που είναι νύχτα. Να τους αιφνιδιάσουμε!
-«Δε θα κλέψω τη νίκη, απάντησε ο Αλέξανδρος βλοσυρά. Θα επιτεθούμε το πρωί».
Την άλλη μέρα, 1η Οκτωβρίου του 331, ο Παρμενίωνας χρειάστηκε να μιλήσει στον Αλέξανδρο τρεις φορές για να τον ξυπνήσει. Τρεις φορές! Τόσο βαριά κοιμόταν.
Σηκώθηκε, ετοιμάστηκε, επιτέθηκε και νίκησε… Ναι, ήμουν μαζί του στα Γαυγάμηλα. Τέτοια τιμή ποτέ δεν προσδοκούσα.
Φευ! Τώρα είμαστε στη Γεδρωσία. Ίσως, σκέφτομαι, ίσως επειδή για πρώτη φορά του φέραμε αντίρρηση. Αρνηθήκαμε να συνεχίσουμε την προέλαση πέρα από τον Ύφαση ποταμό. Ίσως μας έφερε από δω για να μας τιμωρήσει. Πιθανόν. Κανένας μας ποτέ δεν μπορεί να καταλάβει πώς σκέφτεται ο Αλέξανδρος.
Πενήντα μέρες τώρα προχωράμε μέσα στην πυρακτωμένη έρημο δίχως τροφή, δίχως νερό. Βαδίζουμε συντροφιά με μια θανατερή σιωπή κι αφήνουμε συνέχεια πίσω μας τους συντρόφους μας, τους συμπολεμιστές μας, άψυχους, άθαφτους. Δεν έχουμε ούτε το κουράγιο να τους μετρήσουμε, μα θα ‘ναι υπολογίζω πάνω από 10.000…
Κι εγώ τα χαράματα προπορεύομαι για ανίχνευση, μήπως κάπου αντικρύσω μία μικρή όαση, μία πηγή. Μία ελπίδα ότι μπορεί να βγούμε από δω πέρα ζωντανοί.
***
Ελπίδα! Μα την Παλλάδα Αθηνά, την ελπίδα τη βρήκα χτες, μέσα σε μια μικρή γούρα! Ένας βράχος δηλαδή, καταμεσής στην έρημο, είχε στα ριζά του ένα κούφωμα και μέσα στο λάκκο υπήρχε νερό! Νόμιζα ότι τρελάθηκα, πως είχα από την εξάντληση παραισθήσεις. Έπεσα μπρούμυτα και το άγγιξα με τα χείλη μου. Ήταν πράγματι νερό. Σαλτάρισα! Έκανα κύκλους γύρω από τον εαυτό μου… Πώς να το μεταφέρω; Μέσα στο κράνος! Ναι, με τις χούφτες μου προσεκτικά, ευλαβικά σαν να έκανα σπονδή στο Δία.
Κι ύστερα, ύστερα στην επιστροφή στο στρατόπεδο όλοι να με κοιτάζουν ακίνητοι. Άλλοι με φθόνο κι άλλοι με θαυμασμό… Μερικοί ψιθύριζαν μεταξύ τους για την τύχη μου! Για τα αξιώματα, ίσως ακόμα και για ένα χρυσό τάλαντο αμοιβής, αφού μόνο εγώ, ο Ευμένης από την Πέλλα, βρήκα νερό για να ξεδιψάσει ο αρχηγός μας, ο βασιλιάς μας!
Ο Αλέξανδρος το ‘χε κιόλας μάθει –όλα τα μαθαίνει πρώτος- και περίμενε έξω από την σκηνή του μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική κλίση του κεφαλιού του, λίγο πλάγια και πάντα λίγο ψηλά. Πρώτη μου φορά πλησίασα τόσο πολύ κοντά του. Έχουν δίκαιο όσοι λένε πως στο κάθε του μάτι η ίριδα έχει χρώμα διαφορετικό. Το ένα είναι σαν το χρώμα της θάλασσας και τ’ άλλο σαν το χρώμα που έχει το μέλι της Σαμοθράκης.
Από το φόβο μου μην χύσω το νερό δεν χαιρέτησα στρατιωτικά.
Φάνηκε λίγο σαν να ‘θελε να χαμογελάσει.
-«Λοιπόν στρατιώτη, τι καλά μας φέρνεις;»
-Έτεινα το κράνος.
-«Μπράβο, έκανες καλή δουλειά. Όμως μόνο αυτό είναι;»
-«Μάλιστα, μόνο αυτό βρήκα.»
Ο Αλέξανδρος κράτησε το κράνος ψηλά. Οι άντρες μαζεμένοι ολόγυρα, τον κοίταγαν στα μάτια…
-«Δεν φτάνει για όλους μας. Δεν φτάνει για να το μοιραστούμε». Ύστερα με μια απότομη κίνηση γύρισε το κράνος κι έχυσε το νερό στην άμμο.
-«Αφού δεν πίνει ο στρατός, δεν πίνει κι ο Αλέξανδρος», είπε και ξαναμπήκε στην σκηνή του.
Μερικοί αξιωματικοί δάκρυσαν. Ώστε λοιπόν στη Γεδρωσία υπήρχαν ακόμη δάκρυα.
Άλλοι έσφιξαν μεταξύ τους τα χέρια. Και μένα οι συμπολεμιστές μου, οι «ψιλοί» με υποδέχτηκαν με αγκαλιές και χειροκροτήματα.
Ποιος θα το φανταζόταν, πως μια μέρα φρίκης στην έρημο, θα γινόταν μέρα ομοψυχίας, αλληλεγγύης και υψηλού φρονήματος. Πως με λίγο νερό σ’ ένα κράνος, θα ξεδίψαγε ολόκληρο στρατόπεδο!
Στη Γεδρωσία τελικά έμαθα γιατί ο Αλέξανδρος διάλεξε αυτή τη διαδρομή: γιατί η ψυχή είναι αυτή που τροφοδοτεί το σώμα. Η καρδιά μας απλώς χτυπά για χατήρι της.
***
Επέστρεψε τελικά ο Ευμένης, ο γιος του κηροπλάστη στη Βαβυλώνα; Έκανε άραγε παιδιά για να τους διηγείται τα κατορθώματά του στα Γαυγάμηλα; Πρόλαβε να πάρει τη σύνταξή του ως απόμαχος; Ποιος ξέρει;
Η ιστορία συνήθως δεν καταγράφει τους κομπάρσους. Η συγκεκριμένη επιστήμη κρίνει και αξιολογεί τους πρωταγωνιστές, αυτούς που καθορίζουν τη μοίρα των κοινών θνητών.
Μερικές δεκαετίες από σήμερα κανένας δε θα ξέρει για τις σκληρές, καθημερινές μάχες μπροστά στα Α.Τ.Μ.!
Κανένας ίσως δε θα θυμάται αυτά τα λεφούσια των πεινασμένων μεταναστών, που τριγυρίζουν θεονήστικοι στα ελληνικά, όμορφα –σαν τις πύλες του Παραδείσου- νησιά.
Ίσως ακόμη, κανένας δε θα μάθει για την ψυχολογική εμπλοκή της κάθε μάνας στα σούπερ-μάρκετ και στη λαϊκή, για να μπορέσει για μια ακόμη μέρα, να ταΐσει παιδιά και εγγόνια.
ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΜΕΡΑ. Έτσι προχωρά το τελευταίο διάστημα η ζωή μας.
Και ναι, βέβαια. Η ιστορία θα αξιολογήσει κάποτε τον κ. Τσίπρα, τον κ. Βαρουφάκη, τον κ. Λαφαζάνη…  Μόνο που για μας δε θα ‘χει πλέον καμία σημασία.
Τούτο το δραματικό καλοκαίρι του 2015, εκτός από τα ατέλειωτα τραγούδια των τζιτζικιών, τις ντομάτες που κοκκίνισαν κιόλας από ντροπή (!) και τη θάλασσα που μας γνέφει όλο νάζια και καμώματα, μάθαμε όλοι μας κάτι πολύ σημαντικό. Πως:
Αριστεροί και Δεξιοί, Καναλάρχες και Αναρχικοί, Πρόεδροι, Υπουργοί και βουλευτές… δεν είναι διατεθειμένοι να μοιραστούν ένα κράνος-νερό με το λαό τους κι ούτε φυσικά σκοπεύουν να το χύσουν στην άμμο. Έχουν την καβάτζα τους. Το τραπεζικό πρόγραμμα NOSTRO-VOSTRO (Με την υπ’ αριθμ. 21/ΕΞ/2015 Απόφαση της Επιτροπής Έγκρισης Τραπεζικών συναλλαγών του Γεν. Λογιστηρίου. Του Κράτους) άνοιξε ένα τεράστιο παράθυρο για δύο μέρες και τους έδωσε την ευκαιρία να στείλουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό!
***
Μήπως, λέω μήπως, θα’ταν φρόνιμο ο Πρωθυπουργός μας στις ομιλίες του στην Ε.Ε., να αποφεύγει ν’ αναφέρεται στο Σοφοκλή, την Αντιγόνη και τον Ηθικό νόμο;
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.