Ο «γαμπρός» του Πολέμου…

on .

Αναδρομές

 Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

•  Πρέπει να είχαν περάσει τρία με τέσσερα χρόνια από τότε που είχε τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος, αυτό το «πικρό αγκάθι». Είχε δημιουργήσει πολλά δεινά στην πατρίδα μας, όπως και πολλά προβλήματα στους κατοίκους της πόλης μας, τα Γιάννινα, γιατί οι γνωστές πολιτικές έριδες τους είχαν διχάσει και οι «καλοθελητές» ρουφιάνοι είχαν βρει την ευκαιρία να «καρφώνουν» ακόμα και φιλήσυχους συμπατριώτες μας, δημιουργώντας έτσι άσχημες καταστάσεις.
Παρ' όλα αυτά οι κάτοικοι της πόλης μας, όπως και της γειτονιάς μου του Αϊ - Γιώργη του Νεομάρτυρα είχαν επανέλθει στις προ του δευτέρου πολέμου και της κατοχής παλιές τους συνήθειες και αντάλλαζαν επισκέψεις, μια και οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν ακόμα τότε πιο θερμές και καλές.
Εμείς στο σπίτι μας, που ήταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού μας και κάτω από το σπίτι του Αϊ - Γιώργη, εκείνο το καλοκαίρι είχαμε, όπως και τ' άλλα καλοκαίρια, αρκετούς επισκέπτες, κυρίως τα βραδάκια, για παρέα και για το πράσινο, την ησυχία και τη δροσιά του μποστανιού.
Ένα απόγευμα αυτού του καλοκαιριού κι ενώ ο ήλιος πήγαινε προς τη δύση, βρισκόμουν μπροστά στο πηγάδι, που ήταν στο μεγάλο χώρο κοντά στο σπίτι μας. Από κει είδα να διασχίζει το δρομάκι του μποστανιού μας, προερχόμενος από τον κεντρικό δρόμο, που οδηγεί στο σπίτι του Αϊ -Γιώργη και στην έξοδο της πόλης, έναν γέροντα κρατώντας στο δεξί του χέρι μπαστούνι.
Όταν πλησίασε κοντά μου διαπίστωσα, ότι δεν ήταν γνωστός μας και ότι τον έβλεπα για πρώτη φορά. Εκείνος με χαιρέτησε διστακτικά και σε ερώτησή μου τι θέλει μου απάντησε, ότι γυρεύει το Νάσιο Κοράκη.
Τον συνόδεψα μέχρι μπροστά στο σπίτι, όπου κάθονταν η μάνα μου με μια γειτόνισσα και της είπα ότι ο παππούς ζητάει να δει τον πατέρα.
Η μάνα μου του είπε να καθίσει στην καρέκλα, που εκείνη κάθονταν πρωτύτερα και τον ρώτησε από πότε γνωρίζει τον πατέρα μου. Εκείνος χωρίς περισσότερες διευκρινίσεις και με τρεμάμενη φωνή είπε: «Από τον πόλεμο».
Στη συνέχεια η μάνα με έστειλε να φωνάξω τον πατέρα, που εκείνη τη στιγμή δούλευε στο κάτω μέρος του μποστανιού κοντά στη λίμνη. Εκείνος με μεγάλη απορία ανέβηκε προς το σπίτι, ακολουθούμενος από μένα και αναρωτιόνταν ποιος να είναι αυτός ο γεράκος, που τον ξέρει από τον πόλεμο, αλλά και ποιόν πόλεμο.
Πλησιάζοντας ο πατέρας κι εγώ στην αυλή μπροστά στο σπίτι, όπου κάθονταν ο παράξενος ηλικιωμένος επισκέπτης, η γειτόνισσά μας και η μάνα μου τον ακούσαμε να λέει βλέποντας τον πατέρα μου: «Αυτός δεν είναι ο Νάσιος, αυτός είναι μεγάλος».
Απλοϊκά η μάνα μου του απάντησε ότι τι περίμενε να δει σήμερα, κανένα νέο, αφού έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που ήταν στον πόλεμο μαζί.
Τότε εκείνος πολύ ταραγμένος και με δάκρυα στα μάτια είπε: «Εγώ ψάχνω να βρω το Νάσιο Κοράκη, που γνώρισα περίπου στο τέλος του εμφυλίου πολέμου και που θα γίνονταν γαμπρός μου».
Τα λεγόμενά του μας ξάφνιασαν και γεμάτοι απορία ζητήσαμε να μάθουμε τα καθέκαστα.
Αυτός κόμπιασε για λίγο, πήρε και ήπιε το νερό, που του πρόσφερε η μάνα και άρχισε να λέει με τρεμάμενη φωνή: «Όταν άρχισαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών προς το τέλος του εμφυλίου πολέμου εγκαταστάθηκε στο χωριό μας η έδρα ενός τάγματος. Στους στρατιώτες, που έμειναν μόνιμα στην έδρα του στο χωριό μας ήταν κι αυτός ο φαντάρος, που γνωρίστηκε με τη θυγατέρα μου και η οποία, μετά από μέρες, τον έφερε στο σπίτι μας, γιατί «είχε καλό σκοπό», που λέμε.
Μας είπε ότι τον λένε Αθανάσιο Κοράκη, ότι έχει μποστάνι στα Γιάννινα κοντά στο Γηροκομείο και κάτω από το σπίτι του Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, όπου και είναι το σπίτι του. Επίσης μας είπε ότι μόλις τελειώσουν με τους αντάρτες θ' απολυθεί και γυρίζοντας στα Γιάννινα θα κανονίσει για τους αρραβώνες και λοιπά.
Έτσι μπαινόβγαινε στο σπίτι μας σαν γαμπρός και πέρναγε καλά με σπιτίσιο φαγητό και με πλυμένα και σιδερωμένα ρούχα.
Όταν όμως τελείωσε ο πόλεμος και έφυγε ο στρατός από το χωριό μας έφυγε και ο Νάσιος, όπως μας είχε πει να τον φωνάζουμε, με την υπόσχεση ότι θα γυρίσει.
Εκείνος όμως ποτέ δεν γύρισε, όσο κι αν τον περιμέναμε. Η κόρη μου απογοητευμένη απ' αυτόν έφυγε και πήγε στην Αθήνα κοντά στον αδελφό της, όπου εργαζόταν από παλιά. Εγώ έμεινα μόνος μου στο χωριό μια κι η βάβω μου είχε πεθάνει την περίοδο της κατοχής. Επειδή όμως λόγω ηλικίας δεν μπορώ πλέον, όπως πρώτα ν' αυτοεξυπηρετούμαι, γι' αυτό ήρθα στο Γηροκομείο.
Αφού τακτοποιήθηκα σ' αυτό, θυμήθηκα ότι βρίσκομαι στη γειτονιά «του γαμπρού του πολέμου», όπως τον έλεγα τότε.
Ρωτώντας εδώ γύρα στο Γηροκομείο μου έδειξαν από πού θα έρθω στο σπίτι και στο μποστάνι του Νάσιου. Έρχομαν με κρύα καρδιά, αλλά ήθελα να τον βρω και να μου πει το γιατί μας κορόιδεψε και έκανε τόσο κακό στην κοπέλα μου πρώτα και ύστερα σε μένα. Τώρα όμως αποδείχτηκε ότι δεν ήταν μόνο απατεώνας, αλλά και μεγάλος ψεύτης μια και μας παρουσιάστηκε τότε στο χωριό με τα στοιχεία του κυρίου».
Αυτά μας είπε ο συμπαθής γέροντας κατεβάζοντας το κεφάλι του, ενώ στο πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένες η απογοήτευση και η μελαγχολία.
Εμείς όλοι, που ήμασταν κοντά του και τον ακούσαμε να μας λέει αυτή τη θλιβερή ιστορία λυπηθήκαμε πολύ, αλλά συγχρόνως ξαφνιαστήκαμε με τη μηχανορραφία αυτού του ανθρώπου, που σκέφτηκε για να περάσει καλά εκείνη την περίοδο στο στρατό, εκμεταλλευόμενος την κόρη και τον πατέρα, που τόσο πολύ απλοϊκοί και ευκολόπιστοι αποδείχτηκαν.
Στη συνέχεια αναρωτιόμασταν ποιος μπορεί να είναι αυτός, που χρησιμοποίησε τα στοιχεία του πατέρα μου, για να πετύχει τον απαράδεκτο και άτιμο σκοπό του.
Πρέπει να ήταν οπωσδήποτε συγγενής, γείτονας, φίλος ή γνωστός, για να πει με λεπτομέρεια αυτά.
Στο μεταξύ, οι γονείς μου προσπαθούσαν να παρηγορήσουν τον παππού, που ακόμα δεν είχε συνέλθει από τη θύμηση και την περιγραφή της γνωριμίας και των υποσχέσεων εκείνου του ακατονόμαστου ανθρώπου.
Σε λίγο η μάνα μου θυμήθηκε ότι την περίοδο εκείνη υπηρετούσε στο στρατό ο ξάδερφος μου και ανιψιός του πατέρα μου από αδελφό Τάσιος και ρώτησε το γέροντα μήπως τους είχε πει ότι ονομάζεται Αναστάσιος Κοράκης και δεν θυμάται καλά εκείνος. Αυτός όμως θυμόταν πολύ καλά μια κι ο «γαμπρός» του πολέμου είχε μείνει αρκετό χρονικό διάστημα μαζί τους.
Παρόλα αυτά η μάνα μου του είπε να ξανάρθει μετά από δυο μέρες για να δει από κοντά τον ξάδερφο μου, που θα τον ειδοποιούσε σχετικά.
Ο ξάδερφος μου ήρθε στο σπίτι μας και παρουσία της γυναίκας του, των γονέων μου και μας των εξαδέλφων του έλεγε ότι δεν είναι ο «δράστης» αυτής της τραγικής υπόθεσης.
Και πράγματι μετά από λίγο, που ήρθε ο παππούς κοντά μας είπε ότι δεν είναι ο Νάσιος Κοράκης ο «γαμπρός».
Από τότε ο αγαθός αυτός γεράκος δεν ξαναήρθε σπίτι μας. Σε επίσκεψη της μάνας μου στο Γηροκομείο με λίγα καλούδια και σε ερώτηση, γιατί δεν ξανάρθε κοντά μας της απάντησε ότι ντρέπεται για την αναστάτωση, που μας έφερε στο σπιτικό μας. Η αναστάτωση δεν ήταν τόσο μεγάλη, όσο το ερωτηματικό του ποιος ήταν αυτός, που χρησιμοποίησε τα στοιχεία του πατέρα μου και προκάλεσε τόση λύπη στην κοπέλα και στον γέρο πατέρα της.
Το ερωτηματικό αυτό ποτέ δεν απαντήθηκε.