Στη ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ…

on .

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

•  Για τις μάνες που έχουν το «δικαίωμα ζωής» να βλέπουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν, αλλά και για τις μανάδες, που δεν το έχουν έχει γραφεί το κείμενο που ακολουθεί. Είναι ένα γράμμα φανταστικό που το «στέλνει» ο αδικοχαμένος Βαγγέλης Γιακουμάκης, ο δικός μας Βαγγέλης, στην μητέρα του…

Το τελευταίο γράμμα
ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ. Ήταν Παρασκευή 6 του Φλεβάρη, που χωρίσαμε… Πέρασαν κιόλας τρεις μήνες, μα συνέχεια σε σκέφτομαι. Κι εσένα και τον πατέρα και τ’ αδέρφια μου… μα πιότερο μου λείπεις εσύ. Η ζεστασιά μέσα στην κουζίνα, όταν μου’ φτιαχνες καφέ… Η έγνοια στα μάτια σου όταν έβγαινα και έτρεχες ξοπίσω. «Βάλε το μπουφάν, έχει υγρασία», έλεγες.
Αχ ρε μάνα, υγρασία στους Αρμένους! Πού να’ βλεπες εδώ τι γινόταν. Εδώ μάνα η βροχή δεν σταματά ποτέ. Σε νοτίζει ολόκληρο μέχρι το μεδούλι… Τα καλοριφέρ στη σχολή δεν λειτουργούν. Το ζεστό νερό για μπάνιο είναι μεγάλη πολυτέλεια. Στα εστιατόρια στάζουν τα ταβάνια. Η βροχή διαβρώνει τα πάντα. Το κτίριο σαπίζει και οι σοφάδες πέφτουν στα πιάτα μας.
Κλείνονται οι άνθρωποι στα σπίτια τους από νωρίς και πέφτει ομίχλη γύρω από τη λίμνη. Μοιάζει ο χειμώνας νάναι ατέλειωτος. Αυτός ο φετινός χειμώνας φώλιασε μέσα στην ψυχή μου και με συνθλίβει. Προσπαθώ. Προσπαθώ πολύ… Τον πρώτο χρόνο έδωσα όλο μου το ενδιαφέρον στα μαθήματα. Ήταν το μεράκι μου. Ήθελα να μάθω την τεχνική, τη διαδικασία, την παραγωγή. Και το ξέρεις κι εσύ κι ο πατέρας πως είχα εξαιρετικούς βαθμούς. Μα λίγο – λίγο η μιζέρια του περιβάλλοντος σαν να μ’ αποτραβούσε, σαν να βάλτωνε τη ρότα του μυαλού μου.
«Μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου»…
Τόχα διαβάσει αυτό σ’ ένα ποίημα του Βιζυηνού και ποτέ δεν το ξέχασα.
Άρχισα, μάνα, να νιώθω φόβο! Φόβο για πολλά πράγματα… Για τις δυνατότητές μου, για τους στόχους μου, μα πιο πολύ για τους ανθρώπους… Ναι, για τους ανθρώπους, που βρίσκονταν δίπλα μου 24 ώρες το 24ωρο. Που μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο, που κάναμε παρέα… Που έλεγχαν κάθε μέρα, πού πάω και τι κάνω. Αναίτια, ίσως από βαρεμάρα. Μια βαρεμάρα που σιγά – σιγά έγινε σαδισμός. Λες και τον μυρίζονταν επάνω μου αυτό το φόβο, όπως τα σκυλιά μυρίζουν το θήραμα. Και τότε; Παράξενο δεν είναι μάνα; Μ’ απάντηση δεν έχεις, το ξέρω.
Τότε λοιπόν έγιναν χειρότεροι! Ποιοι; Οι δικοί μου! Οι Κρητικοί μου! Η φάρα μου! Τα αδέρφια μου! Γιατί για αδερφούς τους λογάριαζα. Κι ότι και να μου κάναν, γνώμη να αλλάξω δεν μπορούσα. Πάλι κοντά τους πήγαινα. Πάλι την παρέα τους αποζητούσα.
Και για τις προσβολές έλεγα στον εαυτό μου, πως είναι χωρατά συμπάθειας. Και τα καψόνια, τ’ άντεχα… Γιατί στα πρόσωπά τους δεν έβλεπα το σαδισμό… Έβλεπα μονάχα την Κρήτη.
Και τώρα ακόμη, πάλι δεν μπορώ να κακιώσω μαζί τους. Δεν ξέρω μάνα να σου πω, αν ήμουν γι’ αυτούς ένα πρόσχημα εκτόνωσης, για να διασκεδάσουν την πλήξη τους ή μια παρατεταμένη επίδειξη μοχθηρίας και ανώφελου βασανισμού.
***
Η Ελένη μας τι κάνει; Θέλω να την προσέχεις, είναι πολύ ευαίσθητη. Διαβάζω να της πεις όσα γράφει για μένα, μα δεν θέλω να βλέπω το όμορφο πρόσωπό της σκυθρωπό. Είναι νωρίς ακόμα, το ξέρω… Λένε πως ο χρόνος επουλώνει τις πληγές. Και για την Ελένη μας ο χρόνος είναι σύμμαχος. Για τον παππού μου τον Πετρή όμως δεν είναι. Με βαραίνει, η αβάσταχτη θλίψη του παππού μου.
Γιατί μάνα; Γιατί ό,τι και να μας συμβεί στη ζωή μας, στρεφόμαστε πάντα, για να τ’ αντέξουμε στα χρόνια μας τα παιδικά; Χρόνια που στηρίζονται από την παρουσία του παππού και της γιαγιάς.
Ο παππούς μου ο Πέτρος ήταν για μένα όλος ο κόσμος. Τον ακολουθούσα παντού. Στις ελιές, στα πρόβατα, στην εκκλησία. Μ’ αυτόν πρωτοπήγα στο βουνό. – Να εκεί, σ’ εκείνη την κορφή γεννήθηκε ο Δίας, μέσα στη σπηλιά… Το λένε Ιδαίο Άντρο. Απ’ έξω την είσοδο τη φύλαγαν οι Κουρήτες. Κάθε φορά που ο Δίας έκλαιγε οι Κουρήτες χτύπαγαν τα σπαθιά πάνω στις ασπίδες, που κρατούσαν, για να μην ακουστεί το κλάμα.
Γιατί να μην ακουστεί, παππού;
Για να μην τον βρει ο Κρόνος, ο πατέρας του και τον σκοτώσει.
Θα πάμε, παππού, στη σπηλιά;
Όταν μεγαλώσεις θα σε πάω παιδί μου. Όταν μεγαλώσεις…
Χατήρι δεν μου χάλαγε κι όσες ιστορίες ξέρω για την Κρήτη αυτός μου τις έμαθε.
Κι ο Τάλως; Πες μου παππού για τον Τάλω.
Ο παππούς χαμογέλαγε κάτω απ’ τα μουστάκια του.
-Α, αυτός ήταν γίγαντας, πελώριος, με σώμα από χαλκό. Ο ίδιος ο Ήφαιστος τον είχε φιάξει.
-Και τι έκανε;
-Φύλαγε την Κρήτη, να σε χαρώ.
Μόνος του; -Μόνος. Γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές την ημέρα.
Και προλάβαινε; -Εμ, τα πόδια του ήταν σαν νάχανε φτερά. Κι όταν πλησίαζε άγνωστο πλοίο, σήκωνε τεράστιες πέτρες και τις έριχνε πάνω τους.
Έτσι έλεγε ο παππούς μου πως έκανε ο Τάλως. Μα εγώ πέτρες δεν θέλω να σηκώσω, ούτε να βλάψω θέλω κανέναν… Ήθελα μόνο να με παρατήσουν ήσυχο. Κι όσο ο καιρός περνούσε γίνονταν ακριβώς το αντίθετο.
Ήμουν μπερδεμένος, μάνα. Απόκαμα. «Ψώματα» έλεγα στον πατέρα, πως τάχα περνάω καλά.
Κι από την άλλη, ποτέ δεν σκέφτηκα να παραστήσω το σχολιαρόπαιδο και να πάω να «κλαφτώ» στον Διευθυντή ή στους Αστυνόμους. ΔΕΝ Μ’ ΕΜΑΘΕ Η ΚΡΗΤΗ ΝΑ ΦΕΡΝΟΜΑΙ ΕΤΣΙ.
Κι εξάλλου τι νόημα θα είχε να ζητήσω βοήθεια; Κι από ποιόν; Απλοί υπάλληλοι ήταν. Την «δουλειά τους» έκαναν… μέχρι το μεσημέρι. Ύστερα φορούσαν το παλτό τους, άνοιγαν τις ομπρέλες κι έμπαιναν βιαστηκά στ’ αυτοκίνητά τους.
TTT
Έτσι είναι οι υπάλληλοι, μάνα. Απρόσωποι. Αποστασιοποιημένοι. Να μπλέξουν γιατί; Συμπεριφέρονται απολύτως υπηρεσιακά. Πράττουν ό,τι ακριβώς τους αναλογεί. Ρυθμίζουν τη ζωή τους κάθε 12 και 27 του μήνα, που βάζουν την κάρτα τους στο Α.Τ.Μ. για να πληρωθούν… Κι ύστερα, ύστερα υπομονετικά μετρούν τις μέρες, για την επόμενη αργία.
Γιατί να μπλέξουν στο δικό μου πρόβλημα; Γιατί να νοιαστούν, ν’ αναλάβουν πρωτοβουλίες και ευθύνες… Γιατί να διακινδυνεύσουν τα κεκτημένα τους. Δεν ήμουν ο δικός τους γιος…
Τους έβλεπα από το παράθυρο το μεσημέρι να ξεμακραίνουν κι έμενα μόνος σ’ αυτό το κτίριο συντροφιά με τον φόβο και την αγωνία. Αυτή την αγωνία μάταια προσπαθούσα να κρύψω.
Έκανα τάχα, πως τίποτα δεν συμβαίνει. Ώρες – ώρες ξεγέλαγα κι εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου, πως ήταν όλα όπως πριν. Τους έλεγα πως θα πάω στο καρναβάλι, στο Ρέθυμνο και παρίστανα διαρκώς πως ήμουν χαρούμενος, πως είχα σχέδια. Και μόνο, μόνο αν μ’ έβλεπες εσύ μάνα θα καταλάβαινες πόσο παγωμένο ήταν πια το χαμόγελό μου. Πόση θλίψη κρύβονταν κάτω από τα ματόκλαδά μου. Πόσο απόκοσμος ακούγονταν ο ήχος της φωνής μου. Κι έτσι άρχισα να κουβαλάω μαζί μου το μαχαίρι.
Κρητικό μαχαίρι. Τι άλλο θα μπορούσα νάχα. Με ποιον άλλο τρόπο θά’ βαζα τέλος σ’ όλα αυτά. Μόνο μ’ ένα κρητικό μαχαίρι στραμμένο στον εαυτό μου. Γιατί στα είκοσι χρόνια της ζωής μου, δεν έβλαψα ούτε μυρμήγκι.
TTT
Έκανε τόσο κρύο εκείνες τις μέρες. Κι ύστερα πάλι βροχή, ατέλειωτη βροχή… Και μ’ έψαχναν, λέει… Ήρθαν δημοσιογράφοι. Κανάλια. Εμπειρογνώμονες… Σχετικοί και άσχετοι. Περίεργοι. Αργόσχολοι. Και μ’ έψαχναν…
Ξαφνικά, όλοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για μένα! Έγινα πρώτο θέμα στα καφενεία. Στις εφημερίδες. Στις συνειδήσεις. Στις απολογίες. Ξαφνικά όλοι μ’ αγάπησαν… Μ’ έβαλαν στη ζωή τους, στα αδιέξοδά τους, σαν ένα καλογυρισμένο θρίλερ, που εξελίσσεται γύρω από μια μυστηριώδη λίμνη.
Αχ, ρε μάνα, οι άνθρωποι των ΜΜΕ έβγαλαν λεφτά από μένα! Από το ένα ψάξιμο στο άλλο έπαιζαν διαφημίσεις. Κι όσο η αγωνία κορυφώνονταν, τόσο ανέβαιαν τα διαφημιστικά πακέτα. Βάφτισαν την υπόθεσή μου «Bullying». Γιόμισαν τα social media με κάθε είδους ανοησία… κοινωνικές αναλύσεις και θλιβερές κορώνες.
Μ’ εντόπιζαν τα λαγωνικά – ρεπόρτερ σε διάφορα μέρη της Ελλάδος… Ξετρύπωναν ανθρώπους που με είδαν! Ταξιτζήδες, περιπτερούδες, οδηγούς, φουρνάρηδες… Όλοι τους κάπου με είχαν δει. Κι όλοι όσοι με γνώριζαν, επαναλάμβαναν συνέχεια, πόσο καλό παιδί ήμουν. Και πόσο καλή παρέα κάναμε.
Είχε τελειώσει πλέον ο δικός μου, ο προσωπικός χρόνος. Και είχε αρχίσει ο τηλεοπτικός. Μόνο που εγώ δεν τόξερα. Εγώ συνέχιζα να είμαι πεσμένος στη λάσπη… Σ’ αυτόν τον άθλιο βαλτότοπο κοντά στη λίμνη. Εγώ που πάντα τη θάλασσα αγαπούσα.
Η ψυχή μου αλάφρωσε μόνο όταν με φέρατε πίσω. Όταν επέστρεψα στο Σελλί. Όταν ένιωσα να με συντροφεύουν οι δικοί μου άνθρωποι. Αυτοί που στ’ αλήθεια μ’ αγαπούσαν και τους αγαπώ κι εγώ.
***
Μάνα πήγατε τελικά στο καινούργιο μας σπίτι στο Σελλί ή κάθεστε ακόμα στους Αρμένους; Βλέπεις καθόλου τα παιδιά; Τους φίλους μου, τα ξαδέλφια μου; Το αδερφάκι μου είναι καλά; Πηγαίνει καμιά φορά στο γήπεδο;
Θυμάμαι εκείνη την ημέρα, που ήμασταν μαζί κι έπαιζε ο ΟΦ Αρμένων στην έδρα του με το Μελιδόνι. Τι χαρές κάναμε! Τι αστεία! Τι λιακάδα! Πόσο ξάστερη ήταν στ’ αλήθεια η ζωή μου… σαν τραγούδι από γλυκόλαλη λύρα.
***
Άντε λοιπόν, μάνα, κέρασέ μας ένα ρακί εμένα και τον πατέρα. Κι άσε με ν’ αγναντέψω από το παράθυρο. Να χορτάσει η ψυχή μου ομορφιές.
Ακόμα στις κορφές ο Ψηλορείτης κρατάει χιόνι. Κι έχει λίγο και στις κορυφογραμμές του Κέδρου.
Τ’ αγριολούλουδα στον Αϊ-Βασίλη ευωδιάζουν ίσα με τη θάλασσα.
Στο οροπέδιο της Νίδας φύτρωσαν κρόκοι, σφεντάμι, ίριδες, μέντες, λιγαριές και πικροδάφνες. Αγρίμια κι αγριμάκια ξεφαντώνουν και η Αμάλθεια πρόθυμη το γάλα της προσφέρει…
Κι εδώ ακόμα μέσα στο χωριό καλόγνωμα μου γνέφουν οι παπαρούνες κι αρωματίζει την ανάσα μου το χαμομήλι.
Έλα, μανούλα, σήκωσε το κεφάλι σου ψηλά. Τίποτα δεν χάνεται, χωρίζουμε, μα όχι στις καρδιές μας.
Μια μέρα του καλοκαιριού θέλω για χάρη μου στον Βώσακο ν’ ανέβεις. Κι ένα κεράκι να μ’ ανάψεις στο μοναστήρι.
Από την κρήνη που είχα πιεί, να πιείς… μαζί σου κι εγώ να ξεδιψάσω.
«Βαγγέλης»

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.