Ο Θεός αγαπάει την Ελλάδα…

on .

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΡΟΝΙΚΟ

 Γράφει η ΤΖΕΝΝΥ Π. ΣΙΑΜΑΛΕΚΑ

•  Εκείνο το απόγευμα έκανε πολλή ζέστη. Μόλις είχε μπει ο Αύγουστος. Ο Αύγουστος του 626. Και μέσα στην Κωνσταντινούπολη επικρατούσε μια παράξενη σιωπή. Θάλεγε κανείς πως ήταν έρημη.
Όσο σουρούπωνε, ένα μικρό ανήσυχο αεράκι άρχισε να δροσίζει τους άντρες, που στέκονταν ακίνητοι στις επάλξεις και τους πύργους.
Τα μάτια των ανδρών εστίαζαν αδιάκοπα στα πλήθη των Αβάρων, που είχαν συγκεντρωθεί έξω από τα τείχη της Πόλης.
Οι Άβαροι! Λεφούσι ατέλειωτο. Πάνω από 80.000… Και μαζί τους Σλάβοι, Βούλγαροι και Γέπιδες. Οι Άβαροι! Άπληστοι και

αιμοσταγείς κατέβηκαν από το Βορρά στις παραδουνάβιες περιοχές… Ρήμαξαν τα μέρη γύρω από τη Θεσσαλονίκη, αλλά τίποτα δεν τους αρκούσε. Από την αρχή ο στόχος τους ήταν ένας και μοναδικός: Η Θεοφύλαχτη Πόλη. Αυτή θέλαν. Το χρυσάφι της. Τις όμορφες και καλοντυμένες αρχόντισσες. Τα πλούσια κελάρια και τα σεντούκια με τα περίτεχνα κοσμήματα. Τους πολύτιμους λίθους. Και τα σκεύη τα ιερά.
Ο αρχηγός τους ο Χαγάνος ήταν έτοιμος από καιρό. Μα τώρα ήξερε πως η τύχη ήταν με το μέρος του. Η Πόλη ουσιαστικά ήταν αφύλακτη! Ο Ηράκλειος, ο αυτοκράτορας, με το στρατό βρίσκονταν στην Τραπεζούντα.
-Ή τώρα ή ποτέ. Έλεγε και ξανάλεγε κάνοντας αδιάκοπες βόλτες μέσα στο στρατόπεδο.
-Ή τώρα ή ποτέ. Ανάψτε φωτιές. Νυχτώνει.

***
Οι φωτιές θέριεψαν με τον αέρα. Φαίνονταν από παντού. Τις έβλεπαν οι φρουροί, που στέκονταν πάντα ακίνητοι στα τείχη της πόλης, 12 χιλιάδες άντρες όλοι κι όλοι… Ψύχραιμοι, ακαταπόνητοι.
Τις έβλεπαν και οι Πέρσες από την απέναντι μεριά του Βοσπόρου κι ήταν ενθουσιασμένοι, που είχαν αποκτήσει τέτοιους ισχυρούς συμμάχους. Αβάρους και Σλάβους.
Οι φλόγες έπαιζαν παράξενα μέσα στα νερά του Μαρμαρά. Κι όλος ο τόπος φεγγοβολούσε! Γιατί το Αυγουστιάτικο φεγγάρι είχε κιόλας σταθεί πάνω από την Κωνσταντινούπολη και δεν ήταν μυστικό, όλοι το γνώριζαν, πως το φεγγάρι έλαμπε για χάρη ΤΗΣ. Γιατί άλλη Πόλη σαν αυτή δεν υπήρχε κι ούτε ποτέ θα υπάρξει. Μήτε στη Δύση, μήτε στην Ανατολή.

***
Ο Σέργιος σταμάτησε για λίγο σε μια κόχη να πάρει ανάσα. Είχε αποκάμει. Τα ράσα του ήταν λερωμένα κι ο ίδιος λουσμένος στον ιδρώτα. –Βοήθαμε Παναγιά μου, μονολόγησε. Βοήθα με. Ο Πατριάρχης Σέργιος φοβόταν! Ναι, φοβόταν πολύ. Είχε περάσει κι άλλες κακουχίες… Κι είχε ζήσει επιδρομές και πολιορκίες. Μα τούτο ήταν εφιάλτης.
Ένας εφιάλτης που είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν, από το 614, όταν δηλαδή έπεσε η Ιερουσαλήμ στα χέρια των Περσών. Κι όλοι οι Χριστιανοί σφαγιάστηκαν… Κι ο Χορσόης, ο Πέρσης βασιλιάς, άρπαξε το πολυτιμότερο λάφυρο του Πλανήτη, τον ΤΙΜΙΟ ΣΤΑΥΡΟ!
Τα επόμενα χρόνια οι Βυζαντινές επαρχίες πέρναγαν η μία μετά την άλλη στην Περσική κατοχή… Πρώτα η Συρία, μετά η Αίγυπτος… Το Βυζάντιο έχασε τους πλούσιους σιτοβολώνες και μέσα στην Πόλη είπαν το ψωμί – ψωμάκι.

***
Πόνεσε πολύ ο πατριάρχης Σέργιος όταν οι Πέρσες κατάκτησαν τη Συρία. Ήταν, βλέπεις, η πατρίδα του. Το μέρος που γεννήθηκε. Εκεί ζούσαν ακόμα οι γονείς του. Κι ύστερα… Ύστερα ο εχθρός πλησίασε κι άλλο. Έφτασε στην καρδιά της Μ. Ασίας. Μπήκανε θριαμβευτές στη Χαλκηδόνα. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, Άβαροι και Σλάβοι από το βορρά αποθρασύνθηκαν! Πλιατσικολογούσαν τις Βυζαντινές επαρχίες, απειλούσαν και ξεφτίλιζαν με ανείπωτες κοροϊδίες τον αυτοκράτορα. Τότε ήταν που ο Ηράκλειος λύγισε. ΝΑΙ, ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο γενναίος, ξανθός κι όμορφος σαν τον Απόλλωνα, Ηράκλειος με τα μεγάλα τίμια μάτια, που είχαν το χρώμα του ουρανού, το φαρδύ στέρνο και την πλούσια γενειάδα… λύγισε. Και σκέφτηκε να φύγει. Να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους στην Καρχηδόνα! Και να οργανώσει από κει την επίθεσή του.
Μόλις μαθεύτηκε τούτη η απόφαση μέσα στην Κωνσταντινούπολη, άρχισε ένας αβάσταχτος θρήνος… Ακούγονταν από τις γειτονιές μοιρολόγια κι όλες οι συνοικίες, φτωχές και πλούσιες ερήμωσαν! Γιατί όλοι έτρεξαν να βρουν ελπίδα και παρηγοριά, εκεί που πάντα ο άνθρωπος προστρέχει, είτε ζει στον 7ο αιώνα, είτε στον 21ο. ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!

***
Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Πατριάρχης Σέργιος το πήρε όλο επάνω του. Πήρε αυτός μόνος την τύχη του Βυζαντίου στα χέρια του.
«-Βασιλιά μου, δεν θα μας αφήσει η Παναγία να χαθούμε. Η Αγιά Σοφιά είναι ο οίκος του Θεού. Τον Θεό θα έχεις στο πλάι σου. Θα τους πολεμήσεις και θα τους νικήσεις. Και θα φέρεις πίσω τον ΤΙΜΙΟ ΣΤΑΥΡΟ! Μην διστάζεις, πράξε το θέλημά ΤΟΥ. Κι από μένα ό,τι ζητήσεις. Όλο το χρυσάφι, όλος ο πλούτος της εκκλησιαστικής περιουσίας κι όλη μου την ψυχή τ’ αφήνω στα χέρια σου. Ήρθε η ώρα οι Χριστιανοί να διώξουν τους Ζωροάστρες…».
Οι εύστοχες συμβουλές, η ηθική εμψύχωση αλλά και η υλική βοήθεια, είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ο Ηράκλειος σήκωσε κεφάλι!
Τη Δεύτερη μέρα της Αναστάσεως, στις 5 Απριλίου του 622 ύστερα από μια πανηγυρική Θεία λειτουργία, έφυγε με το στρατό του, για την Μ. Ασία αφήνοντας την Πόλη στα χέρια του Πατριάρχη Σέργιου και του μάγιστρου Βώνου.

***
Τώρα ο Πατριάρχης καθισμένος σε μία κόχη κοντά στην Πύλη του Ρωμανού, τάφερνε όλα τούτα στο μυαλό του και προσπαθούσε να αντλήσει κουράγιο, κυριολεκτικά από το τίποτα. Οι Άβαροι φάνταζαν πανίσχυροι με τις πολιορκητικές τους μηχανές, τις χελώνες, τους πύργους, τους καταπέλτες… και τα πολυάριθμα Σλαβικά πλοιάρια –τα μονόξυλα- που είχαν πλημμυρίσει το Βόσπορο.
Μια ολόκληρη βδομάδα ο εχθρός τους σφυροκοπούσε αλύπητα… Στα προάστια δεν άφησαν τίποτα. Σάρωσαν όλη τη συγκομιδή, πυρπόλησαν ναούς, κατέστρεψαν ακόμα και το υδραγωγείο του Ουαλέντερ.
Μια βδομάδα κι ο Πατριάρχης ξεπέρναγε το ανθρώπινο. Αλώνιζε ασταμάτητα τα τείχη της Πόλης, τα πανώρια τείχη με τους 96 πύργους και τις 10 πύλες…
Κήρυττε, ευλογούσε, έκανε λιτανείες, ολονυχτίες… Προσεύχονταν αδιάκοπα κι η βροντερή του φωνή έφτανε μέχρι έξω στο στρατόπεδο του εχθρού. Και οι δεήσεις του έφταναν πολύ ψηλά και εύρισκαν τον αποδέκτη Τους… Γι’ αυτό κι η Πόλη βάσταγε.
Σήμερα όμως ημέρα Πέμπτη, 7 Αυγούστου έγινε το χειρότερο. Ο στρατός των επιδρομέων συγκεντρώθηκε αρχικά γύρω από τον ναό της Παναγίας –έξω από τα τείχη- στην περιοχή των Βλαχερνών, δίπλα στο Χρυσό Κέρας και στη συνέχεια οχυρώθηκαν μέσα στην εκκλησία.
Ο Σέργιος την ίδια στιγμή εμφανίστηκε στα τείχη της Πόλης κρατώντας στα χέρια του την αχειροποίητη εικόνα της Παναγίας. Γύρναγε από φρουρά σε φρουρά, ώρες ατέλειωτες, με την εικόνα αγκαλιά, για να την ασπασθούν όλοι… να την αγγίξουν… να πάρουν δύναμη… Μέχρι που νύχτωσε και εξαντλημένος από την υπερπροσπάθεια, για μια στιγμή μόνο, έκατσε να ξαποστάσει, σιμά στην Πύλη του Ρωμανού.
Φοβόταν, ναι φοβόταν για το ποίμνιό του, για την τύχη της Βασιλεύουσας, μ’ αυτό δεν θα το μάθαινε ποτέ κανένας.

***
Σηκώθηκε πάλι όρθιος, κρατώντας με χέρια σταθερά την εικόνα. Διψούσε τόσο πολύ και στραφηκε προς την κρήνη της Πύλης. Τότε ήταν που άκουσε ένα περίεργο σούσουρο από τις επάλξεις του εσωτερικού τείχους.
Ο Σέργιος στην αρχή δεν κατάλαβε. Πίστεψε πως γίνονταν κάποια αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση…
Έτρεξε προς το μέρος που ακούγονταν οι φωνές και τότε την είδε! Ολόλαμπρη, περιβαλόμενη από ένα απόκοσμο νεφέλωμα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της…
Η Παναγία στέκονταν στο ψηλότερο μέρος των τειχών. Οι στρατιώτες έπεσαν στα γόντα. Τα γυναικόπαιδα σήκωναν τα χέρια εκστασιασμένα στον ουρανό.
Οι Άβαροι και οι Σλάβοι σιώπησαν. Κι ο Σέργιος έννιωθε τα δάκρυα να κυλούν ποτάμι από τα μάτια του.
Την ίδια στιγμή ακούστηκε βοή τρομερή. Κι ήταν σαν να ξέσπασε αυτό το ήσυχο Αυγουστιάτικο βράδυ τυφώνας φονικός.
Ο άνεμος ούρλιαζε ανατριχιαστικά. Και στη θάλασσα τα κύματα σηκώθηκαν θεόρατα.
Τα Σλαβικά πλοιάρια μέσα σε λίγες ώρες αφανίστηκαν. 4.000 Σλάβοι – πληρώματα, πνίγηκαν. Ο Βυζαντινός στόλος κυνήγησε ό,τι απέμεινε από τους εισβολείς.
Η 10η Αυγούστου ήταν η μέρα της λύτρωσης. Οι Άβαροι πήγαν στον αγύριστο. Οι Πέρσες που είχαν φτάσει μέχρι το Βόσπορο, για να συμπράξουν μαζί τους, οπισθοχώρησαν πανικοβλημένοι.
Ο Ηράκλειος στις 21 Μαρτίου του 630 αναστήλωσε τον Τίμιο Σταυρό, που είχε ανακτήσει από τους Πέρσες μέσα στην Ιερουσαλήμ.

***
Η Πόλη σώθηκε. Γιατί είχε γενναίους υπερασπιστές. Αξιόμαχο στόλο. Απόρθητα τείχη. Έναν ωτισμένο – ήρωα Πατριάρχη. Αλλά πάνω απ’ όλα είχε την προστασία από την μεγαλύτερη στρατηγό της οικουμένης. Τη Υπερμάχω Στρατηγώ. Την Παναγία μας. Αλήθεια; Ποια άλλη χώρα στον κόσμο… Ποια αυτοκρατορία… Ποιος λαός… Ποιο κράτος, μικρό ή μεγάλο, ισχυρό ή ευάλωτο… είχε ποτέ τέτοια τιμή;
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.