Η Επανάσταση του 1821 στις πραγματικές της διαστάσεις!

on .

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ

  Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

• Τα τελευταία χρόνια λέγονται και γράφονται τα πιο παράλογα και ακατανόητα πράγματα γύρω από τον μεγάλο αγώνα των προπατόρων μας του 1821. Όλα αυτά, φυσικά, εκπορεύονται και δρομολογούνται από το νεοταξικό πνεύμα της εποχής. Όμως δεν πρέπει να μείνουν αναπάντητα.
Το πρώτο που ακούστηκε και μάλιστα από ειδικά σίριαλ είναι το εξής: «Η ελληνική ταυτότητα δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα. Δημιουργήθηκε έξωθεν σε μια εποχή εθνικισμού, αποικιοκρατίας και επεκτατικού ιμπεριαλισμού». Δηλαδή κάποιοι από το εξωτερικό μας είπαν ότι είμαστε Έλληνες κι εμείς το δεχτήκαμε.
Οι ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα είχαν πλήρη συνείδηση ποιοι ήταν οι πρόγονοί τους και τι πρόσφεραν στην ανθρωπότητα. Θα αναφέρω τι γράφουν μόνον δύο πολέμαρχοι του 1821. Τι γράφει πρώτα ο Μακρυγιάννης: «Και τι σας έκαμεν αυτό το όνομα των Ελλήνων εσάς των γενναίων αντρών της Ευρώπης, εσάς των προκομμένων, εσάς των πλούσιων; Όλοι οι προκομμένοι άντρες των παλαιών Ελλήνων, οι γοναίγοι όλης της ανθρωπότης, ο Λυκούργος, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Λεωνίδας, ο Θρασύβουλος, ο Δημοστένης και οι επίλοιποι πατέρες γενικώς της ανθρωπότης κοπιάζαν και βασανίζονταν νύχτα και μέρα μ’ αρετή, με ‘λικρίνεια, με καθαρόν ενθουσιασμόν να φωτίσουνε την ανθρωπότη και να την αναστήσουν νάχει αρετή και φώτα γενναιότητα και πατριωτισμόν. Όλοι αυτήνοι οι μεγάλοι άντρες του κόσμου κατοικούνε τόσους αιώνες εις τον Άδη σ’ έναν τόπον σκοτεινόν και κλαίνε και βασανίζονται διά τα πολλά δεινά όπου τραβάγει η δυστυχσιμένη μερική πατρίδα τους. Χάνοντας αυτήνοι, εχάθη και η πατρίδα τους η Ελλάς, έσβησε τ’ όνομά της. Αυτήνοι δεν τήραγαν να θησαυρίσουν μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωγή. Και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας.
Κάνουν και οι μαθηταί τους Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς – γύμναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοια αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν. Μια χούφτα απόγονοι εκείνων των παλαιών Ελλήνων χωρίς ντουφέκια και πολεμοφόδια και τ’ άλλα τ’ αναγκαία του πολέμου ξεσκεπάσαμεν την μασκαράτα του Γκραν Σινιόρε, του Σουλτάνου, οπούχε εις το πρόσωπόν του κι έσκιαζε εσένα τον μεγάλον Ευρωπαίον. Και του πλέρωνες χαράτζι εσύ ο δυνατός, εσύ ο πλούσιος, εσύ ο φωτισμένος και τον έλεγες Γκραν Σινιόρε, φοβόσουνε να τον ειπής Σουλτάνο. Όταν ο φτωχός ο Έλληνας τον καταπολέμησε ξυπόλυτος και γυμνός και του σκότωσε περίτου από τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους, τότε πολέμαγε και με εσένα τον χριστιανόν – με τις ενέργειές σου και τον δόλο σου και την απάτη σου κι εφόδιασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων. Αν δεν τα εφόδιαζες εσύ ο Ευρωπαίος, ήξερες πού θα πηγαίναμεν μ’ εκείνη την ορμή. («Απομνημονεύματα» Έκδοση 1957, σελ. 332)
Θα αναφέρουμε και μερικά από όσα είπε ο Γέρος του Μωριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Διά τους παλαιούς Έλληνας σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.
Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοιαν και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι μπορούσαν, διά να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατον να το κατορθώσουν. Τον έναν έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε… Εις αυτήν την κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και οι άλλοι παλαιοί μας και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έγινε και προόδευσεν η Εταιρεία.
Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιτοκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση…
…Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος». (Λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα)
Και όποιοι άλλοι οπλαρχηγοί έγραψαν απομνημονεύματα περίπου με τον ίδιο τρόπο εκφράζονται. Επομένως πού στηρίζονται οι νεοταξίτες και ομιλούν δογματικά ότι η Ελληνική ταυτότητα δεν υπήρχε πριν από τον 19ο αιώνα;
Αλλά, τα συνεκτικά στοιχεία του έθνους είναι «το όμαιμον, το ομόγλωσσον, η κοινή λατρεία και τα ομότροπα ήθη». Όσον αφορά στην κοινότητα της λατρείας, βεβαίως επήλθε ο Χριστιανισμός, αλλά με τον Χριστιανισμό διασταυρώθηκε ο Ελληνισμός και δημιουργήθηκε το νέο, η Ελληνοχριστιανική παράδοση. Υπάρχει επίσης σειρά εθίμων και μάλιστα των πιο σημαντικών, όπως είναι τα έθιμα του γάμου και άλλα τα οποία έχουν την αρχή τους σε παμπάλαιους χρόνους.
Αλλά το κύριο επιχείρημα είναι το επιχείρημα της συνειδήσεως, ότι είμαστε Έλληνες. Οι πρόγονοί μας του 1821, τα ακρόπρωρα των πλοίων τους τα στόλιζαν με ξύλινες προτομές του Θεμιστοκλή, του Περικλή και άλλων, και εν ονόματι της αρχαίας Ελλάδος, εν ονόματι των αρχαίων Ελλήνων έγινε η επανάσταση του 1821.
Ένα άλλο σημείο που προβάλλουν οι Εκκλησιομάχοι είναι το κρυφό σχολείο. Και αυτό για να αποδείξουν ότι η Εκκλησία δεν πρόσφερε τίποτε στο λαό στη διάρκεια της δουλείας. Και σαν πρώτο επιχείρημα προβάλλουν το γεγονός ότι δεν υπήρχε διαταγή που να απαγορεύει τη λειτουργία σχολείων. Ξεχνούν, όμως, ότι οι Οθωμανοί τότε δεν έστησαν κράτος θεμελιωμένο σε οποιεσδήποτε αρχές και αξίες, αλλά μια αυτοκρατορία αυθαιρεσίας, όπου κάθε Πασάς και κάθε Μπέης είχε το δικαίωμα να αδειάζει πάνω στους Γραικούς όλη τη βρωμιά και την κακότητα της ψυχής τους.
Και όπως γράφει ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: «Η διδασκαλία ήταν κρυφή από τον φόβο των Πασάδων, των Μπέηδων και των Αγάδων, όχι όμως οπωσδήποτε παράνομη. Δεν ήταν ο νόμος αυτό που έκανε το σχολείο κρυφό, αλλά ήταν ο φόβος του τυραννισμένου μπροστά στην αυθαιρεσία και τη μοχθηρία του τυράννου.
Ματαίως, λοιπόν, ψάχνουμε για διατάγματα ωσάν οι Οθωμανοί αγάδες να ήταν σύντροφοι του Ροβεσπιέρου, ωσάν να έπαιρναν τις αποφάσεις τους έχοντας «Το πνεύμα των νόμων του Μοντεσκιέ στον οντά τους».
Το ζήτημα δεν είναι αν το σχολείο ήταν κρυφό ή φανερό στους αγάδες, που δεν επέτρεπαν τίποτε χωρίς αφόρητες και ταπεινωτικές ανταποδόσεις, χωρίς ανταλλάγματα. Το ζήτημα είναι ότι η Εκκλησία κράτησε μέσα στο νάρθηκα ακοίμητη λαμπάδα τη γλώσσα την ελληνική. Καθώς γράφει ο επιφανής Λαρισαίος λόγιος Αλέξανδρος Ελλάδιος το 1714, «ιερείς και μοναχοί ως επί το πλείστον, εκπαίδευον την νεολαίαν παρά τοις ναοίς, ή εν τοις οίκοις των».
Εκεί, λοιπόν, στην εκκλησία μάθαιναν τα πρώτα τους γράμματα στα χρόνια της σκλαβιάς τα ελληνόπουλα. Εκεί γίνονταν ελληνόπουλα, εκεί οι λέξεις Γραικός, Γραικία και Ρωμιός, αντικαταστάθηκαν από τις λέξεις Έλληνες και Ελλάδα…
Τελευταία κάποιοι εκκλησιομάχοι προσπαθούν να μειώσουν το ρόλο της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821, αναφέροντας ότι «η επίσημη Εκκλησία ήταν αντίθετη στον αγώνα των Ελλήνων».
Απάντηση έχει δώσει ο έγκυρος Ακαδημαϊκός και ιστορικός Κων/νος Δεσποτόπουλος: «Είναι φρονώ, ιστορικά επιπόλαιη μια τέτοια γνώμη. Αγνοείται από τους φορείς της, ότι αποστολή της Εκκλησίας ήταν να σώζει ζωές Ελλήνων και ότι με την έναρξη της Επανάστασης το μέγα πλήθος των Ελλήνων, κατοίκων εκτεταμένων περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βρέθηκαν αυτομάτως σε κατάσταση ομηρίας. Εκινδύνευσε τότε να εξολοθρευθεί μέγα πλήθος Ελλήνων και οι άνδρες της Φιλικής Εταιρείας να καταστούν ολετήρες του Γένους. Ο σουλτάνος έξαλλος όταν έμαθε την Επανάσταση υπέγραψε διάταγμα εξοντωτικό των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χρειαζόταν, όμως, να το προσυπογράψει και ο θρησκευτικός ηγέτης των Τούρκων. Και ο τότε, κάτοχος του αξιώματος αυτού, Χατζή Χαλίλ εφέντης, ανήρ φιλάνθρωπος αρνήθηκε να το προσυπογράψει με το επιχείρημα ότι δεν επιτρέπει το Κοράνι σφαγή αθώων και μυστικά διαμήνυσε προς τον Πατριάρχη να τον ενισχύσει προς τη σωστική άρνησή του… Για να σωθούν οι Έλληνες ο μόνος τρόπος ήταν ο θρησκευτικός τους ηγέτης ο Πατριάρχης να αποκηρύξει την Επανάσταση».
Στον πατριάρχη Γρηγόριο ο πρέσβυς της Ρωσίας και οι φαναριώτες που έβλεπαν την έκβαση των πραγμάτων πρότειναν να τον φυγαδεύσουν, ή στη Ρωσία ή στην Πελοπόννησο, για να τεθεί επικεφαλής της Επανάστασης. Όμως, ο Γρηγόριος δεν ελύγισε και δεν δέχτηκε λύσεις που θα σήμαιναν την αρχή της σφαγής των Ελλήνων. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο ίδιος ο Αλέξ. Υψηλάντης καθησύχασε με επιστολή του, στις 29 Ιανουαρίου 1821 τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη αναφέροντας: «Ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πύλης σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πύλη, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με τη βία και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου».
Στο μεταξύ, ο σουλτάνος υπό την πίεση ακραίων στοιχείων, ζήτησε από τον Σεϊχουλισλάμ Χατζή Χαλίλ να εκδώσει διαταγή (φετφά) σχετικά με τη γενική σφαγή των Ελλήνων της Κων/πολης. Ο Χατζή Χαλίλ, ύστερα από διαβουλεύσεις με τον Γρηγόριο και βασιζόμενος σε ένα εδάφιο του Κορανίου, αρνήθηκε να εκδώσει το φετφά του σουλτάνου και εκείνος εξοργισμένος τον τιμώρησε με θάνατο και θεώρησε υπεύθυνο και τον Γρηγόριο Ε’.
Ας σημειωθεί ότι ο Γρηγόριος, προβλέποντας ότι ο σουλτάνος θα στρεφόταν εναντίον των κορυφαίων του έθνους, έσπευσε στο σπίτι του μεγάλου διερμηνέα Κων. Μουρούζη και τον προέτρεψε να φύγει, ώστε να σωθεί, λέγοντάς του, σύμφωνα με όσα γράφει ο Φιλήμων: «άφετέ με να πληρώσω εγώ την εκδίκησιν του τυράννου. Είμαι γέρων, καταβαίνω τον τάφον. Το σχήμα μου, η λειτουργία μου, με καλούσιν εις θυσίαν υπέρ του ποιμνίου. Σωθείτε όμως υμείς, διότι έχετε και ηλικίαν και ικανότητα και θέσιν κοινωνικήν, να υπηρετήσετε την πατρίδα».
Ο ίδιος ο Γρηγόριος ο Ε’ είχε διακηρύξει προς τον επίσκοπον Δέρκων τα εξής, όπως τα διασώζει ο αγωνιστής Ν. Σπηλιάδης: «Και εγώ ως κεφαλή του Έθνους και υμείς η Σύνοδος οφείλομεν να αποθάνωμεν διά την κοινήν σωτηρίαν. Ο θάνατος ημών θα δώσει το δικαίωμα εις την χριστιανοσύνην να υπερασπίσει το Έθνος εναντίον του τυράννου».