Το μηχάνημα που έγραφε μόνο του...

on .

(Οι πρώτες γραφομηχανές στην Αθήνα του 1898)
➤  Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

  Στην εποχή των κομπιούτερς, των Fax, των e-mail και των internet που ζούμε σήμερα, όταν διαβάζουμε ή ακούμε κάτι για τα πρώτα, τα πρωτόγονα επιτεύγματα της τεχνολογίας γελούμε, γιατί μας φαίνονται αστεία...
Στις αρχές Αυγούστου του 1898, κυκλοφόρησε στην Αθήνα μια παράξενη φήμη που αναστάτωσε κυριολεκτικά τους Αθηναίους. Έξω από το σπίτι του Γάλλου διπλωμάτη Πιερ Λανσενέ, που κατοικούσε στην οδό Ερμού, δημιουργήθηκε μεγάλη συγκέντρωση. Διαδόθηκε η είδηση ότι στο σπίτι αυτό υπήρχε ένα μηχάνημα που έγραφε μόνο του!..
Το είχαν ιδεί κάποιοι άνθρωποι και το είχαν διαλαλήσει παντού. Δεν επρόκειτο για παραμύθι. Ήταν ένα μηχάνημα αρκετά ογκώδες, πολύπλοκο, βαρύ, κακοφτιαγμένο, που τότε όμως φαινόταν έξοχο, με τα 24 γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου χαραγμένα πάνω σε ανάλογα πλήκτρα, με τόνους, τελείες, παύλες, θαυμαστικά και ένα σωρό άλλα απαραίτητα μπιχλιμπίδια που χρειάζονται για να γραφεί ένα κείμενο.
Ήταν Αύγουστος και ο ήλιος την ημέρα εκείνη έκανε τους Αθηναίoυς να μουσκεύουν στον ιδρώτα. Κανένας, όμως, δεν έλεγε να το κουνήσει από εκεί. Όλοι επέμεναν να ιδούν από κοντά το μαγικό μηχάνημα. Ο Λανσενέ αναγκάστηκε να ζητήσει την επέμβαση της Αστυνομίας.
Κι όμως, η Χωροφυλακή που έσπευσε επί τόπου, αντί να διώξει τον κόσμο, τον έβαλε σε μια τεράστια ουρά και του είπε να περιμένει. Ένας αξιωματικός κατόπιν, παρουσιάστηκε στο Γάλλο διπλωμάτη και απαίτησε, σχεδόν, να παρουσιάσει στο πλήθος το μηχάνημά του.
Στην πραγματικότητα ήθελε να το ιδεί και ο ίδιος... Ο Λανσενέ χαμογέλασε και, καθώς ήταν τύπος ευγενικός και φιλέλληνας, ζήτησε τη βοήθεια του αξιωματικού να μεταφέρουν το μηχάνημα στη μεγάλη αίθουσα του σπιτιού. Εκεί, αφού ανέπτυξε στον έκπληκτο αξιωματικό τον τρόπο λειτουργίας του, του είπε να αρχίσει η παρέλαση του πλήθους. Και η παρέλαση άρχισε.
Ο νεαρός διπλωμάτης, αφού έδειχνε στους παρελαύνοντες Αθηναίους τον τρόπο χρήσης του, ρωτούσε το όνομα του καθενός, το έγραφε στη γραφομηχανή και του το έδινε, του το πρόσφερε σαν... αναμνηστικό. Η παρέλαση κράτησε από τις 11 το πρωί ως αργά τη νύχτα. Αυτά γινότανε τον Αύγουστο του 1898 στην Αθήνα, με την πρώτη γραφομηχανή που κουβάλησε ένας Γάλλος διπλωμάτης στην Ελληνική πρωτεύουσα.
Η πρώτη εκείνη γραφομηχανή ήταν ογκώδης και δυσκίνητη. Με την πάροδο του χρόνου έγιναν πολύ κομψές, όπως τις γνωρίσαμε στις ημέρες μας.
Πάντως δύο χρόνια ακριβώς αργότερα (1900), η Εθνική Τράπεζα έφερε τρεις γραφομηχανές και δύο μήνες αργότερα άλλες πέντε. Ο κόσμος, όμως, δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή την εισαγωγή. Προέκυπτε το ερώτημα: «Τι θα γινόταν οι υπάλληλοι;». Αφού θα σταματούσαν να γράφουν, θα έπρεπε να απολυθούν. Έτσι έφθασε μία εποχή που η γραφομηχανή είχε καταντήσει ο αληθινός εφιάλτης, αν όχι για όλους τους Έλληνες, οπωσδήποτε όμως για το μεγαλύτερο μέρος των Αθηναίων. Οι μόνοι που συμφωνούσαν κάπως με την «πρόοδο» ήταν οι διανοούμενοι και γενικά οι πνευματικοί άνθρωποι. Αλλά, και αυτοί έκαναν ένα χοντρό λάθος: Επίστευαν δηλαδή, ότι θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν τα βιβλία τους δακτυλογραφημένα... Στις δημόσιες υπηρεσίες η γραφομηχανή εισήχθη το 1903. Το νεωτερισμό τον εισήγαγε η κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη. Γιατί κρίθηκε ότι με τη μηχανή οικονομείται όχι μόνον ο χρόνος και ο κόπος, αλλά και ότι γλιτώνουν οι διάφορες υπηρεσίες από την κακογραφία, που δημιουργούσε τόσες παρεξηγήσεις.
Πρώτα-πρώτα, εισήχθη στο Υπουργείο Οικονομικών. Ήταν τότε Υπουργός στο υπουργείο αυτό ο Ανάργυρος Σιμόπουλος. Λίγο αργότερα μπήκαν οι γραφομηχανές και στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Στην αρχή, γράφανε σ’ αυτές οι... εύζωνοι! Αυτό κράτησε κάμποσα χρόνια, γιατί πολύ αργότερα άρχισαν να διορίζονται κορίτσια στο δημόσιο και μάλιστα στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Οι πρώτες κοπέλες, μάλιστα, που έπιασαν δουλειά εκεί, βρήκαν κυριολεκτικά το μπελά τους.
Δεν ήταν μόνον τα πειράγματα των γαβριάδων. Ήταν και οι διάφορες επιθεωρήσεις στα θέατρα, που με τα διάφορα νούμερα τις σατίριζαν με τον χειρότερο τρόπο. Τέλος, από το 1910 και πέρα, η Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου εισήγαγε τη χρήση της γραφομηχανής και στα άλλα Υπουργεία, στο πολιτικό γραφείο και στα άλλα κρατικά Γραφεία. Στην αρχή στις γραφομηχανές έγραφαν μόνον άρρενες υπάλληλοι, που έπαιρναν ειδικό επίδομα για τις λοιδωρίες του κόσμου... Με τον καιρό, όμως, άρχισε ο διορισμός γυναικών γι’ αυτή τη δουλειά. Στη Βουλή η πρώτη γυναίκα δακτυλογράφος διορίστηκε το 1910.
Η πρώτη γραφομηχανή που προμηθεύτηκε το Υπουργείο Οικονομικών το 1903 αποτελεί ιστορικό κειμήλιο και ήταν μέσα σε ένα ντουλάπι του Υπουργείου μέχρι το 1940. Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει ακόμη. Ήταν μάρκας «Ρόντο» και πρόσφερε τις υπηρεσίες της στο Κράτος κάπου 18 χρόνια. Το 1921 μπήκε σε αποστρατεία και από τότε φυλαγότανε σε εκείνο το ντουλάπι «σαν άγιο λείψανο», όπως αναφέρει παλαιός χρονικογράφος.
Από το 1920, που άρχισαν να διορίζονται γυναίκες στις γραφομηχανές και γενικά στις δημόσιες υπηρεσίες, τα κορίτσια έπεσαν με τα μούτρα να μαθαίνουν γραφομηχανή, για να εξασφαλίσουν μια θέση. Μέχρι το 1930 έμαθαν γραφομηχανή πάνω από δεκαεφτά χιλιάδες κοπέλες. Ήταν το μαγικό μηχάνημα που έφερε μια μικρή «επανάσταση».

* * *
Δυστυχώς, το λαμπροφορεμένο και με την πατροπαράδοτη στολή του μηχάνημα είχε ημερομηνία λήξεως. Πατροπαράδοτη στολή του είναι αυτά που αναφέρονται στις πρώτες παραγράφους του παρόντος: Τόνοι, τελείες, πνεύματα, όλων των ειδών που στόλιζαν ένα κείμενο. Όλα αυτά καταργήθηκαν αυτομάτως μια χειμωνιάτικη νύχτα. Ήταν 11-1-1982, τότε που «εθριάμβευσε η Δημοκρατία». Όλα αυτά έγιναν γύρω στα μεσάνυχτα παρουσία 30 βουλευτών ως τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο... Είναι η επιβολή του μονοτονικού σαν να πρόκειτο για κάτι ασήμαντο. Την αμέσως επομένη ο τότε Γεν. Γραμματέας της Ακαδημίας Επιστημών Αθηνών και καθηγητής της Φιλοσοφίας Ιω. Θεοδωρακόπουλος εδήλωσε: «Την γλώσσα την αναπτύσσον μόνον εκείνοι οι οποίοι έχουν να ειπούν κάτι, δηλαδή οι πνεματικοί άνθρωποι, και όχι οι απνευμάτιστοι γλωσσοπλάστες και νομοθέτες... Οι γλωσσικοί νομοθέτες δεν έχουν καμία αρμοδιότητα και ανακόπτουν απλώς την εξέλιξη του γλωσσικού μας πολιτισμού».
Η Ελληνομαθής καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και Ακαδημαϊκός Ζακλίν Ντε Ρομιγύ που έζησε και πέθανε ερωτευμένη με την Ελλάδα, το 1995 από το βήμα της Πνύκας είπε: «Ήταν λάθος η κατάργηση των τόνων».
Ο μεγάλος διανοητής και φιλόσοφος, αλλά και μαρξιστικών ιδεολογιών Κορνήλιος Καστοριάδης ετόνισε με έμφαση: «Αν δεν θέλετε, κύριοι του Υπουργείου, να κάνετε φωνητική ορθογραφία, τότε πρέπει ν’ αφήσετε τους τόνους και τα πνεύματα, διότι αυτοί που τους βάλανε ξέρανε τι κάνανε. Δεν υπήρχαν στα αρχαία ελληνικά, διότι απλούστατα υπήρχαν μέσα στις ίδιες τις λέξεις (προσωδία). Αυτοί, οι Κριαράς και οι άλλοι (...) που έκαναν αυτές τις μεταρρυθμίσεις, δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα. Δεν ξέρουν αυτό που γνώριζε η κόρη μου στα τρία της χρόνια. Μάθαινε μία λέξη και μετά έψαχνε για τις άλλες συγγενείς της. Αυτό είναι μία γλώσσα. Ένα μάλγμα, ένα πλέγμα, όπου οι λέξεις παράγονται οι μεν από τις δε, όπου οι σημασίες γλιστράνε από τη μία στην άλλη, είναι μία οργανική ενότητα από την οποία δεν μπορείς να βγάλεις και να κολλήσεις πράγματα καθισμένος σ’ ένα γραφείο στο Υπουργείο Παιδείας. Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η καταστροφή της συνέχειας».
Την επομένη 12-1-1982 η κατάργηση της ορθογραφίας, όπως την ονομάζει ο Καστοριάδης ήταν οριστική και αμετάκλητη. Ως διά μαγείας οι γραφομηχανές με το πολυτονικό σύστημα γραφής εξαφανίστηκαν από την αγορά απανταχού της Ελλάδος. Όπου και να πήγαινε κανείς σε όποιο σημείο της χώρας σε καταστήματα που πουλούσαν γραφομηχανές δεν έβρισκε παρά μόνον γραφομηχανές με το μονοτονικό σύστημα γραφής... Ακμή και παρακμή!