Καθαρή Δευτέρα στα παλιά Γιάννενα...

on .

Αναδρομές

   Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

• Εκείνον τον καιρό που τα μποστάνια των Γιαννίνων κάλυπταν τις ανάγκες της μικρής μας πόλης και των γύρω χωριών σε λαχανικά, πάντα σε γιορτάσιμες μέρες υπήρχε ιδιαίτερος οργασμός σ’ αυτά για τις προετοιμασίες των ζαρζαβατικών της εποχής.
Έτσι και για την Καθαρή Δευτέρα ετοιμάζονταν από την προηγούμενη εβδομάδα τα απαραίτητα γι' αυτή λαχανικά, που ήταν τα μαρούλια, τα χλωρά κρεμμυδάκια και σκορδάκια, τα άσπρα ρεπάνια (καυτερά) για σαλάτα και οι ρέπες (γλυκά ρεπάνια), που τρώγονταν σαν φρούτο. Επίσης, κίνηση παρουσίαζαν τα μποστάνια και κατά τη μέρα της Καθαρής Δευτέρας, γιατί πολλοί παλιοί Γιαννιώτες πήγαιναν σ' αυτά να περάσουν τη μέρα, όπως πήγαιναν και στο Μιλιέτ Μπαχτσιέ, στο καφενείο του Καμπούρη και στη Λεμονιά, ενώ λιγότεροι πήγαιναν μακρύτερα (Μικρό και Μεγάλο Μπιστούνι, Βρύση του Πασιά κλπ.) με παϊτόνια (αμάξια με άλογα) ή με τα λιγοστά αυτοκίνητα της εποχής.
Στο δικό μας μποστάνι έρχονταν αρκετοί συγγενείς και φίλοι να περάσουν μαζί μας την παραπάνω μέρα, γιατί σ' αυτό ήταν και το σπίτι μας, οπότε υπήρχε ευχέρεια για την εξυπηρέτησή τους και ευκολότερη περιποίησή τους από μας.
Πάντα περνούσαμε καλύτερα όταν η μέρα ήταν ηλιόλουστη, γιατί η παραμονή μας και το φαγοπότι γίνονταν έξω από το σπίτι στη μεγάλη αυλή, που ήταν μπροστά του και μέχρι πέρα στο μέρος, που ήταν το πηγάδι, καθώς και στην έκταση που ήταν τα χαλάσματα του σεραγιού του μπέη Σέη, τα οποία, όπως έχω πει, βρίσκονταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού μας.
Θυμάμαι λοιπόν μια τέτοια Καθαρή Δευτέρα, που βγαίνοντας ο ήλιος έδιωχνε σιγά-σιγά το πρωινό κρύο κι ενώ η μάνα με την αδελφή μου ετοίμαζαν τον ταραμά, τους ταραμοκεφτέδες, τις σαλάτες κυρίως με μαρούλι και ρεπάνια κ.λ.π., ο πατέρας με το μεγάλο αδελφό στρώνανε μπροστά στο σπίτι στο χώμα της αυλής τις καινούργιες ψάθες καμωμένες από παπύρια της λίμνης μας.
Εμείς τα τρία μικρότερα παιδιά της οικογένειας βοηθούσαμε τους μεγάλους στις προετοιμασίες για το γιορτασμό της μέρας αυτής, μεταφέροντας σκαμνιά και καρέκλες και τοποθετώντας τες δίπλα στις ψάθες, για να κάτσουν εκείνοι που δεν μπορούσαν να καθίσουν χαμηλά στις ψάθες.
Ο πατέρας κι εγώ στη συνέχεια πηγαίναμε στο φούρνο του κυρ-Αλέξη, που ήταν στη γειτονιά μας, και αγοράζαμε τις λαχταριστές και ζεστές λαγάνες, μπόλικες για να φτάσουν για όλους, δηλαδή την οικογένεια και τους φιλοξενούμενούς μας. Σε λίγο άρχιζαν να έρχονται συγγενείς και φίλοι, οι οποίοι, άλλοι κάθονταν στις καρέκλες και τα σκαμνιά κι άλλοι πάνω στις ψάθες.
Αφού έτρωγαν το γλυκό της εποχής για το καλό και για τα «χρόνια πολλά», οι γυναίκες έστρωναν τα ολοκάθαρα τραπεζομάντιλα, για τους πρώτους στην τάβλα και για τους δεύτερους πάνω στις ψάθες. Ύστερα άρχιζαν ν απλώνονται πάνω σ' αυτά πιατέλες και πιάτα με όλα τα σαρακοστιανά και κομμάτια λαγάνας για ν' αρχίσει το φαγοπότι.
Αυτά ήταν: ταραμάς, ταραμοσαλάτα, ταραμοκεφτέδες, χαλβάς, ελιές, σαλάτες από μαρούλι και καυτερά ρεπάνια, καθώς και άγρια ραδίκια και βραστά ξερά φασόλια (γρούδια), χλωρά κρεμμυδάκια και σκορδάκια και ποικιλία από τουρσί. Το τουρσί το φκιάνανε στο σπίτι μας ο πατέρας, η μάνα και η αδελφή, βοηθώντας φυσικά και οι υπόλοιποι της οικογένειας και όλα ήταν από τα λαχανικά του μποστανιού μας.
Έτσι είχαμε τουρσί με ντομάτες, με πιπεριές, με αγγούρια  (αγγουραμιά), με μελιτζάνες, που γεμίζονταν με τριμμένα καρότα, σέλινα, σκόρδα, πιπεριές και μαϊδανό και με λάχανα (μάπα ή κράμβη ή κουμπορλάχανο) που λέγονταν λαχαραμιά.
Όλα τα παραπάνω συμπληρώνονταν με ένα καλό σπιτίσιο κρασί από την Καρίτσα, που αγόραζε ο πατέρας. Η μέρα κυλούσε ευχάριστα. Οι μεγάλοι έμπαιναν στο κέφι και άρχιζαν να τραγουδάνε παλιά Γιαννιώτικα τραγούδια και τραγούδια της εποχής, ενώ ενδιάμεσα λέγανε αστεία και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Εμείς οι μικροί, με επικεφαλής τους μεγαλυτέρους, φτιάχναμε μόνοι μας χαρταετούς, σκίζοντας τα ανάλογα κομμάτια του νεροκάλαμου στη μέση κι αφού τα δέναμε ακτινοειδώς και γύρω-γύρω στις άκρες, κολλούσαμε πάνω τους με ζυμάρι τα πολύχρωμα κομμάτια λαδόκολλας.
Όταν ο χαρταετός (σιαμαντούρα) ήταν έτοιμος και στεγνός, δέναμε τα ζύγια με το σπάγκο και στη συνέχεια την ουρά και πηγαίναμε στο πιο ψηλό και ακρινό σημείο από τα παραπάνω χαλάσματα και μόλις φυσούσε ο αέρας, κυρίως από τη λίμνη, τον σηκώναμε και όλοι μας τον παρακολουθούσαμε με ενδιαφέρον καθώς εκείνος λικνίζονταν ψηλά στον ουρανό.
Στη διάρκεια της μέρας έρχονταν κι άλλοι επισκέπτες στο σπίτι μας και στο μποστάνι κι όλοι οι μεγάλοι της οικογένειάς μου τους περιποιούνταν με ευχαρίστηση, ενώ εμείς τα παιδιά, εκτός από το χαρταετό, παίζαμε διάφορα παιχνίδια με τα παιδιά όλων των παραπάνω.
Ο ήλιος πήγαινε προς τη δύση και το βράδυ άρχιζε να πέφτει. Οι συγγενείς και φίλοι έφευγαν κατενθουσιασμένοι κι εμείς, αφού μαζεύαμε απ' έξω όλα τα πράγματα, συγκεντρωνόμαστε στο σπίτι μας.