Αποκριάτικα μασκαρέματα στα παλιά Γιάννινα…

on .

 ➤  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

  Διανύοντας την περίοδο των Απόκρεω, οι παιδικές μου αναμνήσεις ξαναζωντανεύουν και ξαναβρίσκομαι μικρός στη γειτονιά του Αη-Γιώργη του Νεομάρτυρα στα Γιάννινα να ετοιμαζόμαστε όλα τα παιδιά αυτής για τη μεγάλη φωτιά της τελευταίας Αποκριάς, τη λεγόμενη «τζιαμάλα».
Τη τζιαμάλα την ανάβαμε σε ένα οικόπεδο, που ήταν πάνω από το μποστάνι μας, με φάτσα στο δρόμο που οδηγεί στο σπίτι του Αγίου και μεταξύ των σπιτιών, που τότε κατοικούσαν απ' τη μια μεριά η οικογένεια Γεωργίου Πρασσά κι από την άλλη η οικογένεια Βασιλείου Ρωμαϊδη.
Η προμήθεια κυρίως των ξύλων για την παραπάνω φωτιά γίνονταν από τα μποστάνια της γειτονιάς, τα οποία μας έδιναν ξύλα από τα δέντρα που είχαν μέσα σ' αυτά και τα κλάδευαν ή από τις ιτιές, που ήταν στα χαντάκια με το νερό της Λίμνης ή στην άκρη αυτής. Πολλά ξύλα μας έδινε ο πατέρας μου και ιδιαίτερα τα κούτσουρα από τις κομμένες γέρικες συκιές, που ήταν πολλές στο μέρος του μποστανιού μας, όπου, όπως ξαναείπα, υπήρχαν τα χαλάσματα του σεραγιού του Τούρκου μπέη Σέη.
Σ' αυτό το μέρος μάλιστα μαζεύαμε τα ξύλα, επειδή υπήρχε χώρος γι’ αυτά, ήταν κοντά στο οικόπεδο που ανάβαμε τη φωτιά και επειδή εκεί ήταν και το σπίτι μας, οπότε δεν υπήρχε φόβος να μας τα κλέψουν παιδιά από άλλες γειτονιές, γιατί θα γίνονταν αντιληπτά από την οικογένειά μου.
Επίσης, οι μποσταντζήδες μας έδιναν και τις ξεραμένες μελιτζανιές, τις οποίες χρησιμοποιούσαμε στην αρχή για προσάναμμα της τζιαμάλας κι αργότερα, όταν έπεφτε η φωτιά και ήταν μόνο κούτσουρα και κάρβουνα, για το ζωντάνεμά της ρίχνοντας αγκαλιές απ' αυτές. Έτσι συνεχίζονταν το γλέντι γύρω από τη φωτιά με τραγούδια και χορό μέχρι τις πρωινές ώρες της Καθαρής Δευτέρας.
Επίσης, τα μποστάνια συνέβαλαν λίγο και στο μασκάρεμα όσων ήθελαν να ντυθούν αποκριάτικα, γιατί τότε δεν υπήρχε η σημερινή πληθώρα αποκριάτικων στολών και μασκών και οι περισσότεροι αυτοσχεδιάζανε με διάφορα υλικά, υφάσματα, παλιά ρούχα και άλλα. Τα παρακάτω το αποδεικνύουν.
Τότε όλοι οι μποσταντζήδες είχαν, εκτός από τα άλλα κατοικίδια ζώα, και πουλερικά. Έτσι, τις παραμονές της Αποκριάς της κρεοφαγίας (Κρεατινής), για να φτιάξουν οι γυναίκες τους τις γιαννιώτικες κοτόπιτες έσφαζαν κότες και κοκόρια κι εμείς τα παιδιά μαζεύαμε τα μεγάλα φτερά από τις ουρές και τις φτερούγες τους. Τα φτερά αυτά τα ράβαμε πάνω σε υφασμάτινη ζώνη με τη σειρά και με διάφορα χρώματα τοποθετώντας στο μέσον αυτής τα μεγαλύτερα και τα γυριστά από την ουρά των πετεινών.
Έτσι, το βράδυ των Αποκριών στη γειτονιά μας εμφανίζονταν μερικοί μικροί ερυθρόδερμοι με φτερωτά καπέλα και βαμμένοι στο πρόσωπο μαύροι με γάνα καμένου φελλού και στα μάγουλα με γραμμές κόκκινης μπογιάς.
Μια παραμονή Αποκριάς εμφανίστηκε να έρχεται στο σπίτι μας διασχίζοντας το μποστάνι ένας κοντόσωμος αξιωματικός. Η μάνα μου, που τον αντελήφθηκε από το παράθυρο του καθιστικού δωματίου στο μπάσι του οποίου κάθονταν μαζί με τη γειτόνισσά μας κυρά Βασιλική, είπε σε μένα και το μεγαλύτερο μου αδελφό να φωνάξουμε τον πατέρα για να δει τι θέλει.
Δεν προλάβαμε να κινηθούμε κι εκείνος βρίσκονταν ήδη στο δωμάτιο συνοδευόμενος από τη μεγάλη μου αδελφή, η οποία τον ρωτούσε τι θέλει χωρίς να παίρνει απάντηση. Εκείνος χαιρέτισε στρατιωτικά τις γυναίκες χωρίς να πει τίποτε. Φορούσε στρατιωτικά ρούχα με πηλίκιο, χωρίς διακριτικά, δερμάτινα γάντια και μαύρα γυαλιά, που κάλυπταν αρκετά το μελαχρινό του πρόσωπο.
Ενώ όλοι αναρωτιόμασταν φωναχτά ποιος να είναι, τον κοιτάζαμε με λεπτομέρεια και διαπιστώσαμε ότι το πρόσωπο του ήταν πασαλειμμένο με κοπανισμένο καφέ, είχε μουστάκι ζωγραφισμένο από καμένο φελλό και δεν είχε φαβορίτες γιατί τα μαλλιά του ήταν χωμένα στο πηλίκιο. Έτσι, η μάνα και η κυρά Βασιλική είπαν ότι είναι γυναίκα ντυμένη αξιωματικός, ενώ «εκείνος» με νοήματα που έκανε προσπαθούσε να μας πείσει ότι δεν είναι γυναίκα.
Στη συνέχεια, για να δείξει τον ανδρισμό «του», ξεκούμπωσε το πανταλόνι και στα γρήγορα έβγαλε ένα καρότο και δυο στρογγυλά κρεμμύδια κατάλληλα δεμένα μεταξύ τους και με το πανταλόνι.
Στο θέαμα αυτό η μάνα μου ξέσπασε:
- Δεν ντρέπεσαι μωρή ανεμοκαμμένη να κάνεις τέτοια μπροστά στα παιδιά κι εγώ που νόμισα το πρωί, που πήρες το καρότο από το μποστάνι, ότι το ήθελες να κάνεις φασολάδα...
Μετά απ' αυτό όλοι γέλασαν κι ευχήθηκαν και του χρόνου.
Ο «αξιωματικός», που ήταν η καλή μας φίλη και γειτόνισσα κυρά Γιαννούλα μάζευε τα ζαρζαβατικά για να τα χρησιμοποιήσει στη φασολάδα της, που θα έκανε τη Σαρακοστή, που θα έρχονταν.