Πρωτοχρονιά στα παλιά Γιάννινα…

on .

Αναδρομές

   Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

*  Μετά τα Χριστούγεννα έρχεται η Πρωτοχρονιά, μια ακόμα μεγάλη γιορτή του δωδεκαήμερου. Επειδή η Πρωτοχρονιά και Πρωτομηνιά ή η Αρχιχρονιά και Αρχιμηνιά, όπως λέγεται αλλιώς μπαίνει κι αυτή στο τρελό πανηγύρι της παράδοσης και στριφογυρίζει στο χορό της δεισιδαιμονίας, της πρόληψης και της δοξασίας, ας γυρίσουμε χρόνια πίσω να δούμε πώς γιόρταζαν αυτή στην παλιά, γραφική και απλή πόλη των Γιαννίνων. Το γιορτάσι της ήταν διήμερο, άρχιζε από τα χαράματα της παραμονής και τέλειωνε αργά το βράδυτης μέρας αυτής. Αυτό το διήμερο ήταν γεμάτο από ήθη, έθιμα και συνήθειες, που πολλά έχουν ξεχαστεί ή εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της σημερινής μεγαλούπολης των Ιωαννίνων.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς, το χιόνι που είχε πέσει από μέρες είχε παγώσει από το χειμωνιάτικο κρύο, αυτό όμως δεν εμπόδιζε τα μικρά παιδιά των παλιών Γιαννίνων να ξεχυθούν από πολύ πρωί στους δρόμους τους, ζεστά ντυμένα και κουκουλωμένα, για ν' αποφύγουν τ' αγιάζι, να λένε από γειτονιά σε γειτονιά κι από σπίτι σε σπίτι τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.
Οι πόρτες των σπιτιών άνοιγαν με καλοσύνη και χαρά και τα παιδιά μπαίνοντας στο χαγιάτι τους έλεγαν τα κάλαντα κι ο νοικοκύρης ή η νοικοκυρά τα γέμιζαν, για πληρωμή, με φιλοδωρήματα, που ήταν συνήθως χρήματα, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, ζαχαρκά, ξηροί καρποί και άλλα.
Ύστερα τα παιδιά, αφού ζέσταιναν τα χέρια τους στην αναμμένη με κάρβουνα φουφού που ήταν στο χαγιάτι και έβραζε το δεύτερο φαγητό της οικογένειας, πέραν εκείνου που έβραζε στο μαγειρειό ή ψήνονταν στο φούρνο της γειτονιάς, συνέχιζαν το δρόμο τους για άλλα σπίτια.
Οι παλιές Γιαννιώτισσες από το πρωί συγύριζαν τα σπίτια τους και καθάριζαν και την πιο απόμερη γωνιά «για να τα βρει καθαρά ο 'An Βασίλης», όπως έλεγαν, κι ύστερα ετοίμαζαν τα πρωτοχρονιάτικα φαγητά κι έκαναν τις ωραίες γιαννιώτικες κρεατόπιτες, που όπως ψήνονταν στο φούρνο της γειτονιάς, μοσχοβολούσε όμορφα όλη η περιοχή της. Σ' αυτές τις κρεατόπιτες έκρυβαν τότε το φλουρί κι όλοι περίμεναν την ώρα που θάκοβαν την πίτα του σπιτιού τους για να δουν ποιος θα είναι ο τυχερός. Παλιό κι αγαπητό το έθιμο της πρωτοχρονιάτικης πίτας, που στα παλιά μικρά Γιάννινα ήταν πέρα για πέρα οικογενειακό.
Κι ενώ η μέρα της παραμονής φτάνει στο τέλος της οι άντρες της οικογένειας συμμαζεύονται στο σπίτι απ' τις δουλειές τους κι αφού τακτοποιήσουν και τις τελευταίες εκκρεμότητες αρχίζουν να παίζουν «χαρτιά» έχοντας στην παρέα του σπιτιού μερικές φορές κι άλλα συγγενικά πρόσωπα του στενού τους οικογενειακού περιβάλλοντος.
Σε όλα σχεδόν τα γιαννιώτικα σπίτια έπαιζαν παλιά με την τράπουλα συνήθως τριανταμία για να δουν ποιος θα νικήσει και θα είναι ο τυχερός για ολόκληρη τη χρονιά. Αργότερα προστέθηκε και το «πάρτα όλα» της σβούρας, που γύριζε πάνω στο τραπέζι και τα παιχνίδια αυτά συνεχίζονταν τότε ευχάριστα μέχρι την ώρα που θάκοβαν τη βασιλόπιτα για να βρουν το τυχερό νόμισμα.
Όταν η ώρα πλησίαζε μεσάνυχτα έστρωναν το οικογενειακό τραπέζι με χίλια δυο καλούδια και στη μέση του έβαζαν τη μυρωδάτη πίτα, ενώ ο καθένας κάθονταν στην καθορισμένη θέση του.
Και σαν ήταν όλα έτοιμα, έσβηναν όλα τα φώτα του σπιτιού ακόμα και του καντηλιού στο εικονοστάσι, κι έτσι μόλις η ώρα σήμαινε μεσάνυχτα από παντού ακούγονταν φωνές και χαρές, ενώ η νοικοκυρά άναβε πρώτα την καντήλα κι ύστερα τα υπόλοιπα φώτα. Ύστερα φιλιόνταν όλοι κι έσπαζαν το ρόιδο που φύλαγαν στο σπίτι και τα σπόρια του τα σκόρπιζε ο γεροντότερος στα δωμάτια και στους λοιπούς χώρους του σπιτιού για το καλό της οικογένειας.
Στη συνέχεια ο νοικοκύρης του σπιτιού έκοβε το πρώτο κομμάτι της βασιλόπιτας, μέσα σε ατμόσφαιρα αμοιβαίων ευχών για τον καινούργιο χρόνο, που ήταν για το σπίτι.
Μετά τη βασιλόπιτα δίνονταν δώρα στους παρευρισκόμενους με ιδιαίτερη μέριμνα για τα μικρά παιδιά, λέγοντάς τους, ότι τα έστειλε ο 'Αη-Βασίλης. Σε πολλά γιαννιώτικα σπίτια συνεχίζονταν, ύστερα απ' όλα αυτά, το «παίξιμο» χαρτιών μέχρι τις πρωινές ώρες, ενώ άλλοι πήγαιναν για ύπνο. Αρκετοί ήταν εκείνοι, που το πρωί της Πρωτοχρονιάς πήγαιναν στην εκκλησία της γειτονιάς τους και παρακολουθούσαν με κατάνυξη τη θεία λειτουργία και τον αγιασμό που γίνονταν για τη μέρα αυτή.
Την πρωτοχρονιάτικη μέρα μόλις ξυπνούσαν, πλένονταν όλοι με φρέσκο νερό για να διώξουν μακριά τα «κακά πνεύματα», φρόντιζαν δε να μη μαλώνουν και γενικά να φέρονται καλά και πρόσχαρα για να περάσει όλη η χρονιά έτσι.
Πρόσεχαν πολύ ποιος θα τους κάνει ποδαρικό πρώτος στο σπίτι τους και ήθελαν να είναι καλός και τυχερός άνθρωπος, γι' αυτό συνήθως έλεγαν σε κάποιο παιδί συγγενών ή φίλων να τους κάνει ποδαρικό, γιατί τα παιδιά είναι καλόκαρδα κι αθώα.
Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρός, με ζητούσαν να τους κάνω ποδαρικό αρκετοί γείτονες και ιδιαίτερα ο νουνός μου και μια θεία μου, οι οποίοι μάλιστα έλεγαν να πάω πρωί για να μην τους επισκεφτεί κανένας άλλος.
Μια άλλη συνήθεια που είχαν οι παλιοί Γιαννιώτες ήταν ν' ανταλλάσσουν ευχές και δώρα. Έτσι έστελναν με τα παιδιά τους συνήθως σε συγγενείς, φίλους και γείτονες από ένα πιάτο με γλυκά, που έφτιαχναν μόνοι τους ή ζαχαρωτά για το καλό της χρονιάς. Αυτοί που τα δέχονταν ευχαριστούσαν και φιλοδωρούσαν τα παιδιά και γέμιζαν ξανά το πιάτο με τα δικά τους δώρα.
Μέσα σ’ αυτό το ευχάριστο και γεμάτο αγάπη αλισβερίσι περνούσε μέρος της Πρωτοχρονιάς στα παλιά Γιάννινα και γέμιζε με ανθρώπινη ζεστασιά τις καρδιές των απλών ανθρώπων τούτης της πόλης, που μαζεμένοι στα μαντζάτα των χαμηλών σπιτιών τους απολάμβαναν με κουβέντες, τραγούδια κι ιστορίες τη μέρα αυτή γύρω από το μαγκάλι.
Στο σπίτι μας θυμάμαι, το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς, ενώ μας έψηναν οι μεγάλοι τις παπαδίτσες (τα κίτσιρ, όπως τα έλεγαν τότε στα Γιάννινα) από λιανοσπύρικο καλαμπόκι πάνω στην πυροστιά, που ήταν στ' αναμμένα κάρβουνα του μαγκαλιού ή κάστανα στη χόβολή του, μας έλεγαν, μεταξύ των άλλων και την ιστορία για το έθιμο της βασιλόπιτας, σύμφωνα με μια χριστιανική παράδοση.
Όταν, λέει, ο Άγιος Βασίλειος ήταν επίσκοπος της Καισάρειας αναμένονταν η επιδρομή του Έπαρχου της Καππαδοκίας επικεφαλής του στρατού του με πρόθεση να λεηλατήσει την πόλη. Τότε ο Άγιος κάλεσε τους πλούσιους κατοίκους και ζήτησε να προσφέρουν νομίσματα και τιμαλφή για να τα δώσει στον Έπαρχο και να σωθεί η πόλη από την καταστροφή και τη λεηλασία. Αυτό έγινε, γιατί οι πλούσιοι υπάκουσαν στο κάλεσμά του.
Ο Έπαρχος όμως δεν δέχτηκε τα νομίσματα και τα τιμαλφή, που του πρόσφερε ο επίσκοπος ως λύτρα και έφυγε με το στρατό του χωρίς να ενοχλήσει την πόλη και τους κατοίκους της.
Ο Άγιος Βασίλειος προκειμένου να επιστρέψει στον καθένα των κατοίκων τα νομίσματα και τα τιμαλφή και επειδή δεν γνώριζε τι πρόσφερε ο καθένας τους, έδωσε εντολή στην υπηρεσία της επισκοπής και παρασκεύασαν μικρούς άρτους, στον καθένα από τους οποίους τοποθέτησαν ένα νόμισμα ή τιμαλφές.
Την επομένη μετά τη λειτουργία ο Άγιος Βασίλειος μοίρασε τους άρτους στο εκκλησίασμα και ο καθένας βρήκε ό,τι η τύχη του πρόσφερε.

***
Έτσι περίπου περνούσε η παραμονή και η μέρα της Πρωτοχρονιάς στα παλιά Γιάννινα, κι είναι νομίζω καλό να θυμούμαστε οι παλιοί και να μαθαίνουμε οι νεότεροι το παρελθόν και την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας μας σε κάθε φάση και περίπτωση της ζωής της.