Ας απαλλαγούμε από τη ματαιοδοξία (κ. Φο Μπιζού)!

on .

 ➤  Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ Β. ΔΕΒΕΛΕΓΚΑΣ

  Ο Δημήτρης άναψε τον Χριστουγεννιάτικο φωτισμό και πήρε θέση πίσω από τον πάγκο σερβιρίσματος για να υποδεχθεί τους πρώτους πελάτες. Ήταν ήδη πολύ κουρασμένος από τις προετοιμασίες του πρωτοχρονιάτικου ρεβεγιόν και τον πόναγε αφάνταστα η μέση του. «Όμως η δουλειά, δουλειά», σκέφτηκε και πρόβαρε το χαμόγελό του στον τεράστιο καθρέφτη που κρεμόταν από την οροφή.
Τελευταία η οικογένειά του τα έφερνε βόλτα με δυσκολία και δεν μπορούσε να τον στηρίξει οικονομικά, έτσι, θεωρούσε πολύ τυχερό τον εαυτό του που βρήκε αυτή τη δουλίτσα στο γωνιακό μπαράκι της πλατείας Ηρώων. Η μόνη του έννοια αυτή την εποχή, ήταν να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα με τις σπουδές του στην Φιλοσοφική Σχολή.
Ευτυχώς, το κατάστημα που δούλευε δεν το είχε ακουμπήσει ακόμη η οικονομική κρίση. Είχε καλή θέση στο κέντρο με ιδιόκτητο πάρκινγκ και περιστοιχιζόταν από μεγάλες γυάλινες επιφάνειες που παρείχαν στους πελάτες καλή «οπτική» από και προς τον πολυσύχναστο δρόμο. Δηλαδή όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα και τις προϋποθέσεις που αποζητούσαν οι «δήθεν» της μικρής επαρχιακής πόλης, που έσπευδαν να ικανοποιήσουν εκεί την ανάγκη τους για επίδειξη και προβολή, αδιαφορώντας αν στο σπίτι, τους έκοβε λόρδα!
Μόλις είχε ολοκληρώσει ο νεαρός φοιτητής μια τελευταία επιθεώρηση για να βεβαιωθεί πως όλα ήταν στην εντέλεια, όταν εμφανίστηκαν στην είσοδο οι πρώτοι πελάτες. Ανάμεσά τους όπως πάντα και η φανταχτερή κυρία Φο Μπιζού, όπως την αποκαλούσε περιπαιχτικά το προσωπικό του καταστήματος. Παρέδωσε το πανωφόρι της στην γκαρνταρόμπα και κατευθύνθηκε επιδεικτικά προς το μπαρ. Φθάνοντας εκεί, άφησε το κατάλευκο γούνινο ετόλ  που κάλυπτε τους γυμνούς της ώμους να γλιστρήσει στο πλάι, αποκαλύπτοντας, τόσο την πληθωρική της θηλυκότητα, όσο και το απαστράπτον κολιέ που στόλιζε τον ψηλόλιγνο λαιμό της. «Ένα διπλό Ντράι Μαρτίνι Δημητράκη», παρήγγειλε καθώς ακουμπούσε το καλυμμένο με κατάμαυρα στρας τσαντάκι της, πάνω στον πάγκο.   
Το μαγαζί ήταν ήδη γεμάτο και οι θαμώνες μετά το δεύτερο και το τρίτο ποτό αρκετά χαλαροί, όταν εμφανίστηκε στην είσοδο ένας θηριώδης ηλικιωμένος άνδρας με απεριποίητη γενειάδα και κάτασπρα μακριά μαλλιά. Η κυρία Φο Μπιζού δεν μπόρεσε να κρύψει την ταραχή της όταν τον αντιλήφθηκε. Τον αγριοκοίταξε για μια στιγμή και ύστερα γύρισε το κεφάλι της από την άλλη πλευρά για να τον αποφύγει. Εκείνος ωστόσο κινήθηκε κατευθείαν προς το μέρος της και έπιασε το διπλανό σκαμπό.
- Μην προσπαθείς άδικα να με αποφύγεις, της είπε με υπερβολική δόση στωικότητας στον τόνο της φωνής του ο ηλικιωμένος άνδρας. Ξέρεις πως δεν μπορείς να απαλλαγείς από την παρουσία μου. Αυτές τις ώρες που τελειώνει ο χρόνος και κάνουν όλοι οι άνθρωποι τον απολογισμό και την αυτοκριτική τους, αντιλαμβάνονται λίγο - πολύ, πως η ευτυχία που βασίζεται πάνω σε πράγματα μάταια και επιφανειακά, μπορεί να θρέφει εσένα, αλλά είναι επίπλαστη και επιζήμια για όσους σε κρατούν κοντά τους.  
Αυτή γύρισε και τον κοίταξε απειλητικά, χωρίς να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια να συγκρατήσει τον θυμό της.
- Τα έφαγες τα ψωμιά σου γέρο Χρόνε, τον ειρωνεύτηκε και χάιδεψε αμήχανα τα χρυσαφένια βραχιόλια που σκέπαζαν τα χέρια της από τους καρπούς ως τους αγκώνες. Σε λίγη ώρα θα σε έχουνε ξεχάσει όλοι, θα είσαι παρελθόν, ένας απλός αριθμός, ένα νούμερο στα παλιά ημερολόγια, ένα τίποτα!  
Όταν η ώρα έφτασε δώδεκα παρά κάτι, ο Δημήτρης για να τραβήξει την προσοχή των θαμώνων, χτύπησε επανειλημμένα το μπρούτζινο αναδευτήρι του κοκτέιλ πάνω σε ένα ανοξείδωτο σέικερ.
- Χρόνια πολλά! Καλή χρονιά! Φώναξε με δύναμη για να τον ακούσουν όλοι και αναβόσβησε τα φώτα.
Αυτό ήταν και το σύνθημα, για να γεμίσει η αίθουσα αγκαλιές, φιλιά και άπειρες ευχές για τον καινούριο χρόνο.
- Πού πήγε ο κύριος που μιλούσατε πριν λίγο; Ρώτησε ο Δημήτρης την κυρία Φο Μπιζού.
- Αυτός Δημητράκη ήταν ο Παλιός ο Χρόνος, του απάντησε εκείνη χαιρέκακα. Μας απάλλαξε επιτέλους από την παρουσία του. Μην δίνεις σημασία. Δεν βλέπεις γύρω μας που γίνεται ένας χαμός; Ήρθε ο Καινούριος Χρόνος τώρα και χορεύει εκεί στην πίστα με τη μόνιμη συνοδό του, την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου, την Ελπίδα! Τώρα όλοι εδώ μέσα ζούμε σε ένα όνειρο! Είμαστε οι κυρίαρχοι του κόσμου!
Το γλέντι κράτησε μέχρι πρωίας. Κι ο Δημήτρης το ευχαριστήθηκε. Μόνο όταν έφευγε και ο τελευταίος πελάτης κατάλαβε πως δεν τον κρατούσαν άλλο τα πόδια του από την κούραση. Ωστόσο έτρεξε και άνοιξε ευγενικά την πόρτα στην κυρία Φο Μπιζού που έφευγε σιγά - σιγά κι εκείνη.
- Ποιο είναι αλήθεια το όνομά σου; Την ρώτησε όλος περιέργεια.
- Ματαιοδοξία με λένε και είμαι κόρη της Αλαζονείας, του αποκρίθηκε εκείνη, επιτρέποντας στον σαρκασμό της να εμφανιστεί θριαμβευτικά πάνω στα βαμμένα χείλη της.
Η Ματαιοδοξία ήταν λοιπόν αυτή που έκανε συντροφιά σ’ όλο τον κόσμο εκεί μέσα, σκέφτηκε ο Δημήτρης. Και αμέσως συνειδητοποίησε τον λόγο που η παρουσία της του φαινόταν πάντοτε τόσο οικεία. Ήταν γιατί την είχε συναντήσει κι αλλού, με άλλη μορφή, με άλλο παρατσούκλι. Την είχε δει στον χώρο της δουλειάς, στο πανεπιστήμιο και στην αγορά, όπου οι άνθρωποι φθείρονται από έναν ανεξέλεγκτο καταναλωτικό παροξυσμό.
Την είχε αντιμετωπίσει στον ανταγωνισμό που είχε με τους φίλους, τους συμφοιτητές και τις παρέες του. Την είχε αναγνωρίσει στους πολιτικούς που κυβερνούν τη χώρα και στους δημόσιους λειτουργούς. Σε εκείνους που ασκούν την εξουσία σαν να επρόκειτο να ζήσουν χίλια χρόνια. Την είχε συναντήσει παντού, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό όταν έκανε την αυτοκριτική του και διαπίστωνε τα λάθη του και την ματαιότητα των πράξεών του. Είχε παλέψει μαζί της ανελέητα, όσες φορές προσπάθησε να αποκαθαιρέσει τον εγωισμό του για να γίνει καλύτερος άνθρωπος και να κερδίσει την αληθινή ευτυχία.
Με αυτές τις σκέψεις επέστρεψε στην αίθουσα όπου είχε μαζευτεί εν τω μεταξύ όλο το προσωπικό για τις ευχές.  
Καλή χρονιά και με υγεία, ευχήθηκαν όλοι και ο Δημήτρης πρόσθεσε: «Ν’ απαλλαγούμε απ’ τη ριμάδα την ματαιοδοξία που μας κατατρώει την ψυχή»! Και όλοι συμφώνησαν με την ευχή του και τον χειροκρότησαν! Όλοι, εκτός από το μεγάλο αφεντικό της επιχείρησης!