Τα λαμπιόνια της «χαράς»

on .

➤  Της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΖΙΑΛΛΑ - ΜΑΝΤΖΙΟΥ

● Οι μέρες πλησιάζουν. Και τα φώτα άρχισαν να λάμπουν στην πόλη μας. Παλαιότερα αυτό γινόταν λίγες περίπου ημέρες πριν από τη γέννηση του Χριστού μας. Τώρα οι άνθρωποι βιάζονται να χαρούν τα γεγονότα πολύ πιο πριν. Είναι μια μόδα που έφτασε κι αυτή από τις βόρειες χώρες. Στη Βιέννη π.χ., στις 8 Νοέμβρη του 1998, η πόλη ήταν καταστόλιστη από χριστουγεννιάτικα δέντρα, είδη, παιχνίδια, λαμπιόνια στους δρόμους και τις πλατείες. Και τα σπίτια έβγαζαν, σαν πυγολαμπίδες που αναβόσβηναν  φωτάκια χαριτωμένα. Το έθιμο δεν άργησε να τροποποιηθεί κι εδώ... Καλό; Κακό; …Δεν υπάρχει σχόλιο.
Καταδεικνύει όμως σαφώς την ψυχική μας ανεπάρκεια -ως κοινωνία- για τις χαρές που περιμένουμε αδηφάγα και που εκείνες, όταν έρχονται, δεν έχουν καταφέρει να επιτελέσουν τον προορισμό τους… Ίσως είναι η γνώση που κατακτήσαμε όλοι, λόγω της παγκοσμιοποίησης. Που επικοινωνήσαμε με όλο τον πλανήτη, χωρίς να το αντιληφθούμε!
Κι έτσι η Παράδοση δέχτηκε κι αυτή την υπερ-ρεαλιστική επίδρασή της καθώς είδα και στην Πλατεία μας κάποιο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο σε μεταμοντέρνα γραμμή, που με τη σειρά του, πρόδωσε το έθιμο….
«-Φέτος  δεν θα τα πω...» μου είπε ο εγγονός μου.
-Ποια;
-Τα κάλαντα.
-Γιατί;
-«Όλα αυτά τα χρόνια παρατηρούσα ότι στα σπίτια οι άνθρωποι ήταν αφιλοξενοι, σκυθρωποί, σαν να μας βαριόταν. Και συ μας έλεγες να κρατήσουμε το έθιμο. Κινούσαμε, όλο χαρά,  με το τριγωνάκι, για να τα πούμε, με τα παιδιά. Αλλά σιγά-σιγά καταλάβαινα ότι κάτι δεν μου άρεσε. Και το βρήκα. Το βρήκα τώρα, αυτές τις μέρες που σκεφτόμουν πάλι τα κάλαντα.
Πολλοί, μας άνοιγαν την πόρτα κι ενώ εμείς ρωτούσαμε; «Να τα πούμε;», δεν παίρναμε απάντηση. Και όλοι μας έριχναν ένα νόμισμα στον κουμπαρά του ταμία της παρέας με περιφρόνηση και μας έκλειναν την πόρτα. Τελικά, φεύγαμε λυπημένοι από τα σπίτια των  νοικοκυραίων γιατί οι περισσότεροι δεν άκουγαν τα κάλαντα.
Και συ μου λες: «Είναι η παράδοση να τα λέμε. Να χαίρονται οι νοικοκυραίοι…
Ποια χαρά; Ένιωθα σαν  να ήμασταν, με τους φίλους μου, επαίτες. Σαν να πηγαίναμε για ελεημοσύνη. Ενώ εμείς, όλο χαρά, νομίζαμε ότι θα μεταδώσουμε τη χαρά μας και στους μεγάλους της πόλης. Φέτος δεν θα τα πούμε!».
Έμεινα άναυδη. Τι να έλεγα στο παιδί; Ότι δεν έχει δίκιο;
Οι κάτοικοι γέμισαν τα σπίτια και τους δρόμους με λαμπιόνια και πέταξαν την ψυχή τους στο καλάθι των αχρήστων. Και καθώς διατρέχω την πόλη και βλέπω τα όμορφα λαμπιόνια, που θεωρώ ότι δεν βλέπουν πια τα παιδιά, μου κεντάει την καρδιά η φράση «Δεν θα τα πούμε».
Γιατί, το να καλύπτουμε τη μελαγχολία και να επιδεικνύουμε ευδαιμονία και χαρά χωρίς να υπάρχει, είναι το ψέμα  για να ξεγελάσουμε την πείνα μας. Μια πείνα που σ’ αυτή την περίπτωση, δεν είναι τα υλικά γεύματα και αγαθά αλλά η πενία της ψυχής, να μην νοιαζόμαστε για τα παιδιά, για την μικρή -μεγάλη- περηφάνια τους και τη χαρά  τους, τα όνειρά τους και τη προικοδότηση της μνήμης τους. Γιατί όλα τούτα  θα μείνουν στα συρτάρια της μνήμης και θα επισκέπτονται, τους ενήλικες πλέον, στην εστία της ψυχής τους.
Και οι άνθρωποι θα περπατούν σαν ξένοι μέσα  στον ίδιο τον εαυτό τους.
Δεν χρειάζονται τα παιδιά να βαρύνει ο κουμπαράς τους. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Θέλουν, όμως, πολύ να τα ακούσουμε, να απολαύσουμε τη μελωδική τους φωνή, να τα χαρούμε, να επικροτήσουμε την προσπάθειά τους να κρατήσουν τα έθιμα, όσο κι αν κρυώνουν τα χεράκια τους κρατώντας στο χειμωνιάτικο δρόμο το τριγωνάκι των Χριστουγέννων.
Γιατί, αν «Δεν τα πούμε φέτος», δεν θα τα πούμε και του χρόνου και ούτω καθ’εξής.
Και η ζωή μας θα γίνει μια ασπρόμαυρη γραμμή και θα εκλείψουν για πάντα τα Χρώματα και τα λαμπιόνια της χαράς...