Οι δύο Ηπειρώτες πρωταγωνιστές από την τριανδρία της Φιλικής Εταιρείας...

on .

 ➤  Γράφει η ΝΑΤΑΛΙΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ-ΜΠΕΝΕΚΟΥ, Φιλόλογος

  Το έτος 2014 που διανύουμε είναι από μια άποψη επετειακό. Πρόκειται για μια ξεχωριστή επέτειο ανάμεσα στις τόσες άλλες, καθώς πολλά και σημαντικά είναι τα γεγονότα που σημάδεψαν τη μακραίωνη ιστορία μας. Πριν από 200 χρόνια (το 1814) και ενώ ακόμα ο ελληνικός λαός στέναζε κάτω από το βαρύ ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τρεις Έλληνες πατριώτες -ο Νικόλαος Σκουφάς από την Άρτα, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από τα Γιάννενα και ο Εμμανουήλ Ξάνθος από την Πάτμο- ίδρυσαν στην Οδησσό της Ρωσίας την περίφημη Φιλική Εταιρεία, η οποία, με ποικίλους τρόπους, ετοίμασε την επανάσταση του 1821.
Ήταν και οι τρεις τους απλοί έμποροι που βρέθηκαν, όπως και πολλοί άλλοι συμπατριώτες τους, στην ξένη χώρα για τις εμπορικές τους επιχειρήσεις. Η πρωτοβουλία τους αυτή δεν ήταν μόνον αποτέλεσμα της φλογερής επιθυμίας τους για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας. Φυσικά αυτό ήταν το μεγάλο κίνητρο. Όμως, για να τελεσφορήσει, χρειαζόταν και η τόλμη μαζί με την έντιμη μεθοδευμένη προσπάθεια. Κι εδώ επιβεβαιώνεται περίτρανα η ρήση του Κάλβου «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία».
Στην Ήπειρο έλαχε η καλή μοίρα να είναι η γενέτειρα των δύο από τους τρεις αυτούς μεγάλους άνδρες. Η ίδρυση μιας τέτοιας εταιρείας, με συνωμοτικά χαρακτηριστικά, όπως απαιτούσε ο συγκεκριμένος ιερός σκοπός, δεν ήταν ασφαλώς εύκολη υπόθεση. Όποιος από τους τρεις κι αν ήταν ο εμπνευστής, συνέβαλαν όλοι από κοινού, ο καθένας με τις γνώσεις του, τις ικανότητές του και το χαρακτήρα του, στην επίτευξη του αποτελέσματος. Ο ακράτητος ενθουσιασμός του Σκουφά, η στερεά φρόνηση του Τσακάλωφ και η αξιοθαύμαστη δραστηριότητα του Ξάνθου, ήταν ο καλύτερος δυνατός συνδυασμός για να οργανωθεί η Εταιρεία και να απλώσει τα πλοκάμια της σε όλο το υπόδουλο γένος συνεγείροντάς το για το μεγάλο ξεσηκωμό.
Στο παρόν δημοσίευμα δε θα ασχοληθούμε ούτε με την πολύπλοκη οργάνωση της Εταιρείας ούτε με τον τρόπο μύησης και τα καθήκοντα των μελών της. Το σημερινό μας θέμα είναι η παρουσίαση, με κάθε δυνατή συντομία, των πορτρέτων των δύο Ηπειρωτών πρωτεργατών της, Σκουφά και Τσακάλωφ.

Ο Νικόλαος Σκουφάς
Ο Νικόλαος Σκουφάς γεννήθηκε στο Κομπότι της Άρτας το 1779. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα από κάποιον μοναχό Θεοχάρη και έπειτα στην Άρτα υπήρξε μαθητής του δασκάλου Κ. Βενδραμή. Το επίθετο Σκουφάς το πήρε από το επάγγελμα που άσκησε, Κατασκεύαζε στην Άρτα ντόπιους σκούφους. Την απόφαση να ξενιτευτεί την πήρε όταν ο Αλή-πασάς μονοπώλησε την κατασκευή των σκούφων, οπότε έπρεπε να υπαχθεί στη δικαιοδοσία του. Δεν ήταν όμως μόνον αυτός ο λόγος. Ίσως ήταν μόνον η αφορμή. Μέσα του έκαιγε η φλόγα της ελευθερίας που την αναζωπύρωναν τα θούρια του Ρήγα καθώς, κυκλοφορώντας μεταξύ των ραγιάδων, μιλούσαν για απαλλαγή από τη σκλαβιά.
Ο Σκουφάς ήθελε να αναπνεύσει ελεύθερο αέρα μακριά από το φόβο και την καταπίεση. Με αυτές τις ιδέες βρέθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας -ήκμαζε εκεί σπουδαία ελληνική παροικία- όπου έκανε δική του επιχείρηση στην οποία όμως απέτυχε και χρεοκόπησε.  
Η αποτυχία τού δημιούργησε μεγάλο οικονομικό πρόβλημα, αλλά αυτό λιγότερο τον απασχολούσε. Στο μυαλό του είχε ήδη αποκρυσταλλωθεί η πεποίθηση ότι οι Έλληνες έπρεπε μόνοι τους, χωρίς να περιμένουν ξένη βοήθεια, να αγωνιστούν για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Αποτυχημένος λοιπόν και χρεοκοπημένος, χωρίς προσωπικές επιδιώξεις, από εδώ και πέρα ένα μόνον σκέπτεται: πώς να οργανωθεί η προσπάθεια για τον εθνικό ξεσηκωμό. Τότε συλλαμβάνει για πρώτη φορά και την ιδέα για την ίδρυση της Εταιρείας. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Σπύρος Μελάς στο περισπούδαστο βιβλίο του «Φιλικοί. Οι πρόδρομοι του Εικοσιένα», ο Σκουφάς «(…) τότε ήταν ο πλουσιότερος Έλληνας, όταν ακριβώς τα είχε χάσει όλα (..). Ο θησαυρός του ήτανε η ζωντανή ιδέα (…) και η ασάλευτη πίστη του σ’αυτήν…».
Ο ενθουσιασμός του είναι μεγάλος, αλλά τα εμπόδια πολλά. Ο Σκουφάς καταλαβαίνει πολύ καλά ότι πρέπει να συγκεντρωθούν χρήματα. Γι’αυτό και στη Μόσχα, όπου έχει πάει και εργάζεται ως υπάλληλος πια σε μεγαλεμπόρους, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, απευθύνεται σε πλούσιους ομογενείς και, εκθέτοντας τις ιδέες του, προσπαθεί να τους πείσει να ανοίξουν το πορτοφόλι τους… Όμως κανένας δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Η αποτυχία του στην επιχείρηση και η χρεοκοπία τού έχουν στερήσει την κοινωνική υπόληψη. Τον θεωρούν αγύρτη, τυχοδιώκτη και, στην καλύτερη περίπτωση, φαντασιοκόπο και αφελή. Όμως ευτυχώς για τον ίδιο και για το υπόδουλο γένος, η τύχη είναι με το μέρος του. Όταν, απογοητευμένος, θα επιστρέψει στην Οδησσό, θα συνδεθεί φιλικά με τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, θα τους κατηχήσει στις ιδέες του και έτσι θα συμπληρωθεί η σωτήρια τριανδρία.
Οι τρεις πρόδρομοι του ’21 θα δώσουν στη Φιλική Εταιρεία σάρκα και οστά από τη στιγμή που θα ορκιστούν να βαδίσουν μαζί το δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της θυσίας που πιστεύουν ότι θα οδηγήσει το γένος στο ξέφωτο της λευτεριάς. Από εδώ και πέρα αρχίζει, με απόλυτη μυστικότητα, η δράση. Η προσπάθεια έγκειται στο να μυήσουν στις ιδέες και τους σκοπούς της Εταιρείας όσο γίνεται περισσότερους Έλληνες τόσο στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα όσο και μεταξύ των ομογενών της διασποράς. Ο Σκουφάς στον αγώνα αυτόν πρωτοστατεί. Η δράση της Εταιρείας, πότε περισσότερο και πότε λιγότερο έντονη τα αμέσως επόμενα χρόνια, ανάλογα με τις πολιτικές συγκυρίες και τα γεγονότα που διαδραματίζονται και στις άλλες τουρκοκρατούμενες γειτονικές χώρες, έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνονται ολοένα τα μέλη της. Τα περισσότερα βέβαια είναι αφοσιωμένα σ’αυτή μέχρι θανάτου, υπάρχουν όμως κι εκείνοι, λίγοι ευτυχώς, που βάζουν στην πρώτη γραμμή προσωπικές φιλοδοξίες και ατομικά συμφέροντα.
Ωστόσο, ο Σκουφάς δεν χάνει τον ενθουσιασμό του από τις αναπόφευκτες δυσχέρειες. Του περνάει από το μυαλό να προσηλυτίσει ακόμα και τον Καποδίστρια υπολογίζοντας να τον τοποθετήσει αρχηγό της ακέφαλης οργάνωσης. Για το σκοπό αυτόν στέλνει το μυημένο ήδη Νικόλαο Γαλάτη στην Πετρούπολη για να τον συναντήσει και να συζητήσουν το θέμα. Η επιλογή του νεαρού αριστοκράτη από την Ιθάκη, παρ’όλες τις περγαμηνές και τα προσόντα που διέθετε, δεν ήταν ό,τι καλύτερο για την περίπτωση, όπως αποδείχτηκε από τη μετέπειτα συμπεριφορά του σε σοβαρά θέματα της Εταιρείας. Ο έντιμος όμως και ειλικρινής Σκουφάς δεν τον είχε καταλάβει εν αντιθέσει προς τον Καποδίστρια που διέγνωσε αμέσως τον τυχοδιωκτικό και επιπόλαιο χαρακτήρα του. Έτσι η συνάντηση Γαλάτη-Καποδίστρια έληξε άδοξα, χωρίς αποτέλεσμα. Αλλά και όταν αργότερα, το 1820, μετά το θάνατο του Σκουφά, του έγινε επίσημη πρόταση από τον Ξάνθο να αναλάβει την αρχηγεία της Εταιρείας, ο Καποδίστριας αρνήθηκε.
Πίστευε ο μεγάλος αυτός πατριώτης ότι οι Έλληνες δεν ήταν ικανοί να ελευθερωθούν μόνοι τους. Είχε ακόμα τη γνώμη, όπως και πολλοί άλλοι λόγιοι, ότι για να αποκτήσουν οι Έλληνες τη λευτεριά τους, έπρεπε πρώτα να μορφωθούν, να φωτιστούν, αλλά και να εξασφαλίσουν τις κατάλληλες συνθήκες για μια τέτοια μεγάλη απόφαση. Οι ιδέες του αυτές τον είχαν οδηγήσει στην ίδρυση της «Φιλομούσου Εταιρείας» στη Βιέννη, η οποία είχε σκοπό την εξύψωση του πνευματικού επιπέδου των ραγιάδων. Λέει χαρακτηριστικά ο Σπύρος Μελάς: «…Η ιδέα του Καποδίστρια ήτανε πολιτική. Του Σκουφά ηρωική. Ο πολιτικός θέλει πάντα τις περιστάσεις ευνοϊκές. Και όταν δεν είναι, προσπαθεί να τις ετοιμάσει. Ο ήρωας τις βιάζει. Δημιουργεί. Αυτό ήταν το έργο της Φιλικής…Ένωσε με το μυστικό δεσμό της μεγάλης ιδέας της όλα τα εθνικά στοιχεία, πολιτικούς, διανοούμενους, προεστούς, λαό. Τους έκανε να χειροκρατηθούν και να ριχτούν σαν ένας άνθρωπος στο σωτήριο αιματηρό χορό…».
Ανάμεσα στους σπουδαίους Έλληνες που κατήχησε ο Σκουφάς ήταν και ο Άνθιμος Γαζής, διακεκριμένος κληρικός και λόγιος, ο οποίος, ενώ στην αρχή ήταν διστακτικός και αρνήθηκε να αναμειχθεί στα της Εταιρείας, έπειτα έγινε ένα από τα πιο ένθερμα μέλη της, δραστηριοποιήθηκε έντονα και το 1818 – στο ταξίδι του στους Δελφούς – μύησε τους αρματωλούς και κλέφτες της Στερεάς Ελλάδος. Στις ενέργειες επίσης του Σκουφά οφείλεται και η μύηση τριών σπουδαίων Πελοποννησίων, του Παναγιώτη Παπαγεωργίου-Αναγνωσταρά, του αξιωματικού Ηλία Χρυσοσπάθη και του υπαξιωματικού Παναγιώτη Δημητρόπουλου, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στα τάγματα της Επτανήσου επί ρωσικής προστασίας. Ήταν οι πρώτοι στρατιωτικοί που μπήκαν στην Εταιρεία.
Ο ίδιος ο Σκουφάς δε διστάζει να μεταβεί στη καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην Κωνσταντινούπολη για τους σκοπούς της Εταιρείας. Εκεί έχει μεταφερθεί και η έδρα της. Όμως δε θα τελειώσει το έργο που με τόση λαχτάρα οραματίστηκε. Η κουρασμένη από τις ταλαιπωρίες, τις πολλαπλές ευθύνες και τις συγκινήσεις καρδιά του ραγίζει και στις 31 Ιουλίου του 1818 θα πάψει να χτυπάει. Ωστόσο, έχει προφτάσει να εκθέσει στους φίλους και συνεργάτες του τα σχέδιά του,  αλλά και τους φόβους του για τη συμπεριφορά μερικών Φιλικών που μπορούσε να μετατρέψει σε ναυάγιο το μεγάλο έργο. Σκόπευε να μεταφέρει την έδρα της Εταιρείας στη Μάνη ή στο Πήλιο, κατήρτισε στην Κωνσταντινούπολη για πρώτη φορά κατάλογο των Φιλικών και επινόησε το θεσμό των «αποστόλων» για την αρτιότερη οργάνωση της Εταιρείας με την κατήχηση των προυχόντων και αρχιερέων στις διάφορες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως ακέραιος και γενναίος άνθρωπος δεν παρέλειψε ακόμα, μπροστά στο διαφαινόμενο τέλος, να κάνει και την αυτοκριτική του επισημαίνοντας τα λάθη του. Τάφηκε στο ελληνικό νεκροταφείο του Αρναούτκιοϊ στην Κωνσταντινούπολη.
Ο μεγάλος αυτός Έλληνας έσβησε πριν από την Επανάσταση. Όμως του ανήκει η τιμή ότι, με τη φλογερή πίστη στην ιδέα της, έκανε το παν για να την ετοιμάσει.
(αύριο το β’ μέρος)