Η Πολιτική μας ηγεσία περί... άλλων τυρβάζει!

on .

 ➤  Γράφει ο ΧΑΡΗΣ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ, Φιλόλογος πρ. Δημοτικός Σύμβουλος Ιωαννίνων

 Σε μια χώρα δημοκρατική η ευθύνη της διαχείρισης των μεγάλων ζητημάτων ανήκει στην αρμοδιότητα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Αυτή κατά το Σύνταγμα χαράσσει τη στρατηγική για να προστατεύονται τα εθνικά δίκαια και τα δικαιώματα των πολιτών της. Και έτσι καθίσταται ο φύλακας όλων των συμφερόντων του έθνους, του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών. Το αξίωμα αυτό της πολιτικής πρακτικής έχω την αίσθηση ότι σήμερα εδώ στη χώρα μας την πολυβασανισμένη και παραβιάζεται και ξεχνιέται από τους πολιτικούς μας.
Γιατί παρατηρούμε καθημερινά όλοι τους να αγωνίζονται ποιος θα τάξει περισσότερα η ποιος θα πει τα πιο ευχάριστα στον πολίτη. Και με θρησκευτική ευλάβεια αποφεύγουν να πούνε την όλη αλήθεια. Οφείλουμε μάλιστα να ομολογήσουμε ότι υποδύονται τον θεατρικό τους ρόλο άριστα από τη σκηνή μπροστά σε θεατές πολίτες. Βεβαίως δείχνουν σπουδαγμένοι «να παίζουν» με τον πόνο, την αγωνία και την αβεβαιότητα των δεινοπαθούντων πολιτών. Συμπεριφέρονται όπως στο παρελθόν και προσποιούνται ότι για όλα φταίει η κυβέρνηση και ότι όλα μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο, αρκεί αυτοί να λάβουν τη δωρεά της εξουσίας.
Οπωσδήποτε σ’ ένα πολυκομματικό σύστημα ο ανταγωνισμός για την κατάληψη της εξουσίας είναι θεμιτός, με την προϋπόθεση η διαχείρισή της να μην είναι ούτε αυτοσκοπός ούτε στη λογική της ιδιοτέλειας. Έχω όμως τη γνώμη ότι σήμερα οι πολιτικοί μας επενδύουν στην απογοήτευση του πολίτη και πρωταρχικά ενδιαφέρονται για την ενίσχυση της πολιτικής τους επιρροής παρά για το συλλογικό συμφέρον.
Γι’ αυτό και συνεχώς καταφεύγουν σε κοκορομαχίες για ζητήματα ήσσονος σημασίας ενώ σιωπούν για τα μέλλοντα του τόπου. Δεν διαφωνώ ότι είναι ένα θέμα αν θ’ ακούγεται ο ύμνος του Ε.Α.Μ στις παρελάσεις και αν θα δείξει το κρατικό κανάλι τον αρχηγό ενός κόμματος. Αλλά υπάρχουν πολύ σοβαρότερα ζητήματα που θα έπρεπε να προβληματίζουν ολόκληρη την πολιτική ηγεσία και με διάλογο ειλικρινή να επιχειρεί την επίλυσή τους.
Σχετικά, λοιπόν, μ’ αυτό εκτιμώ πως στο σύνολό της η πολιτική ηγεσία, από τον  Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέχρι τους αρχηγούς των κομμάτων, περί άλλα τυρβάζει και προτιμάει το «φαίνεσθαι και όχι το είναι» χρήσιμοι στα δύσκολα του τόπου.
Δύο είναι τα κυρίως σοβαρά θέματα σήμερα για την Ελλάδα και των οποίων η λύση αποτελεί προϋπόθεση για να διευθετηθούν τα άλλα ή τέλος πάντων να δρομολογηθούν εξελίξεις σε μια σειρά από προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Αναφέρομαι στην απειλή των εθνικών μας δικαιωμάτων και στον διακανονισμό του χρέους. Χωρίς την επίλυση αυτών όλα τα υπόλοιπα θα ταλαιπωρούν στο μέλλον την κοινωνία με απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Το πρώτο θέμα έχει πάρει σήμερα διαστάσεις επικίνδυνες και προκλητικές. Το τουρκικό πλοίο «ΒARBAROS» αλωνίζει την κυπριακή Α.Ο.Ζ, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο. Ενώ ο Ερντογάν, εγκατεστημένος στο Λευκό Μέγαρο συμπεριφέρεται σαν νέος σουλτάνος και αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου. Προσπαθεί να δείξει ότι είναι δύναμη περιφερειακή και οφείλουν οι άλλοι ισχυροί να τον έχουν συνομιλητή τους στα σχέδιά τους. Ταυτόχρονα με την επιθετική του πολιτική επιχειρεί να εξαγάγει την εσωτερική κρίση της Τουρκίας λόγω Κούρδων και Τζιχανιστών. Η ελληνική κυβέρνηση μόνη της στο εσωτερικό προσπαθεί να δημιουργήσει μέτωπο αντίστασης με την Κύπρο και την Αίγυπτο, ελπίζοντας και στη συνδρομή της Ευρώπης λόγω ταύτισης συμφερόντων. Είναι τουλάχιστον θλιβερό που ως τώρα οι πρώην ηγέτες της χώρας δεν αντιλήφθηκαν την σοβαρότητα των Α.Ο.Ζ. και δε βρήκαν λύση στην οριοθέτησή τους με την Αίγυπτο και τη Λιβύη.
Στο ίδιο θέμα η Αλβανία δε χάνει ευκαιρία να προκαλεί με τη θεωρία του αλυτρωτισμού και με το μεγαλοϊδεατισμό της. Μιλάει με αλυτρωτική υστερία για Μεγάλη Αλβανία, που θα φτάνει ως την Πρέβεζα και το Μέτσοβο! Αυτή η πρακτική έχει εφαρμοστεί απ’ όλες τις κυβερνήσεις της Αλβανίας, φασιστικές, κουμμουνιστικές και κοινοβουλευτικές. Αν διαβάσει κανείς το κείμενο του Mustafa Kruja, πρωθυπουργού της Αλβανίας το 1941 με διορισμό από τον Μουσολίνι το οποίο δημοσίευσε στον «Π.Λ.» πρόσφατα ο πρ. βουλευτής Μιχ. Παντούλας, θα διαπιστώσει ότι το πνεύμα αυτό έχει στοιχειώσει στη γειτονική χώρα.
Αλλά και τα Σκόπια συνεχίζουν τις ανιστόρητες προκλήσεις: Προ καιρών ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός αυτού του νεοσύστατου κρατιδίου έστειλαν μήνυμα στο λαό τους για τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την έναρξη «του Μακεδονικού Αγώνα» και μίλησαν για μια ενιαία και αδιαίρετη Μακεδονία.
Πώς αντιδρά η δικιά μας πολιτική ηγεσία σ’ αυτές τις προκλήσεις; Η κυβέρνηση προσπαθεί να αξιοποιήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μέλος της. Ενώ τα άλλα κόμματα ή αδιαφορούν παντελώς ή αρκούνται σε μια βαρύγδουπη δήλωση ρουτίνας, σαν να πρόκειται για ένα τυχαίο γεγονός.
Στο δεύτερο μεγάλο θέμα της πατρίδας, το δημόσιο χρέος, φαίνεται η γύμνια της πολιτικής μας ηγεσίας. Ο καθένας κινείται όπως νομίζει ότι εξυπηρετεί το κομματικό συμφέρον. Και ενώ δείχνει η Ε.Ε τη διάθεση για μια ευνοϊκή ρύθμιση, τα κόμματα επιδίδονται σε επαναστατικές δηλώσεις, λες και οι άλλοι μας έχουν ανάγκη και όχι εμείς. Κοντεύουμε να πιστέψουμε ότι εμείς κρατάμε όλον τον κόσμο στο χέρι μας και απαιτούμε να μας προσκυνήσουν κιόλας. Μία είναι η αλήθεια: χωρίς δανεικά η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβιώσει.
Μπροστά, λοιπόν, σ’ αυτά τα δύο τόσο μεγάλα ζητήματα με εθνικές διαστάσεις όφειλε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να καλέσει το Συμβούλιο των Αρχηγών και να απαιτήσει εθνική συνεννόηση και κοινή στάση όλων. Και τα δύο ζητήματα είναι εθνικά και καθορίζουν το μέλλον των Ελλήνων. Επομένως, από τη στιγμή που ο καθένας ακολουθεί το δρόμο του, είναι λογικό εμείς οι πολίτες να έχουμε πλείστα ερωτηματικά για τις επιδιώξεις της πολιτικής μας ηγεσίας. Γιατί αν οι εκπρόσωποι του έθνους και της λαϊκής βούλησης δε μπορούν να εφαρμόσουν στην πράξη την αναγκαία εθνική πολιτική, τι μπορεί να περιμένουμε από τον απλό πολίτη, τον πεινασμένο, τον αποκλεισμένο και τον απογοητευμένο;