Μια ξεχασμένη ακρολιμνιά…

on .

 ➤  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

  Πάσχουμε όλοι από τη νοσταλγία της επιστροφής στα περασμένα και ξαναγυρίζουμε από καιρό σε καιρό στα ίχνη των βημάτων μας, στη ζωή που ζήσαμε. Ο νους, η καρδιά και το βήμα μας νοσταλγημένα γυρίζουν σε γνώριμα μέρη και με κάποια μυστική λεπτή απόλαυση ξαναβρίσκουμε ένα κομμάτι της ζωής και του εαυτού μας όπου η μνήμη με ελαφρά μελαγχολία ξανακοιτάζει μέσα σ' ένα μακρινό διάστημα πίσω να περνά το παρελθόν μας.
Έτσι κι εγώ με ανεπτυγμένη αυτή τη νοσταλγία πήγα ένα δειλινό σ' ένα γνώριμό μου Γιαννιώτικο ακρολίμνι και συλλογίστηκα τι χαρές και τι μέρες μου έδωκε άλλοτε αυτή η άκρη, όπως και σ' όλους τους δικούς μου, τους φίλους και γνωστούς, που έρχονταν τότε σ’ αυτή.
Τούτη η ακρολιμνιά είναι κάτω από το μέρος που απόμεινε, μετά τη ρυμοτομία, από το παλιό μποστάνι του πατέρα μου κοντά στη Λιμνοπούλα, στη γειτονιά του 'Αη-Γιώργη του Νεομάρτυρα στα Γιάννινα, που έχει αλλάξει σήμερα τελείως μορφή, όπως έγινε σε όλη την παραλίμνια περιοχή, αλλά και σ' όλη την πόλη μας.
Κι εκεί καθισμένος σε μια μεγάλη πέτρα θυμήθηκα τι μας έλεγαν τότε οι μεγάλοι, που έχουν φύγει από τη ζωή, ότι με τις αλλαγές που γίνονται στην πόλη μας, να είστε βέβαιοι ότι το αγαπημένο και γνώριμο τούτο μέρος δεν θα το ξαναδείτε πλέον ίδιο, όπως το ξέρατε, θα το ρεμβάζετε μόνο και θα το πονάτε νοσταλγικά.
Και πράγματι σήμερα, αφήνοντας τη σκέψη και τη φαντασία μου να πλανιέται, θυμάμαι πώς ήταν τούτο το κομμάτι της παραλίμνιας περιοχής χρόνια πριν, όταν ήμουνα μικρός κι έπαιζα ανέμελα με άλλα παιδιά κυρίως το καλοκαίρι στη λεγόμενη πατωσιά, δηλαδή το μέρος που ήταν μεταξύ των μποστανιών, που υπήρχαν τότε στη γειτονιά του 'Αη-Γιώργη και της Λίμνης, όταν τα νερά της ελαττώνονταν.
Η όμορφη Λίμνη μας ήταν τότε πιο ωραία, πιο μεγάλη, πιο καθαρή και γεμάτη ζωή. Το νερό της έγλυφε το χώμα του εδάφους γύρω - γύρω σχεδόν και με άνεση έβγαζε, όταν φυσούσε αεράκι ή βοριάς, τα σπασμένα καλάμια της, τα ξεριζωμένα νέρατά της, αλλά και κάθε ξένο σώμα, που τυχόν έπεφτε σ’ αυτή.
Με τον αυτοκαθαρισμό της ήταν πάντα καθαρή, γι' αυτό και πίναμε από τη μισόλιμνη νερό, κάναμε μπάνιο στους πόρους που είχαν σχηματιστεί σε πολλά σημεία της παραλίμνιας περιοχής ανάμεσα από τους καλαμιώνες της και οι γυναίκες έπλεναν και κοπάναγαν τα ρούχα στις άκρες της. Εικόνες αξέχαστες μας δημιουργούσε η Λίμνη Παμβώτιδα. Όταν ήταν ακίνητα τα νερά της έμοιαζε με πελώριο καθρέφτη όπου μέσα του καθρεφτίζονταν τα γύρω βουνά, το Νησάκι, το Κάστρο και τα σιμά σ' αυτή σπίτια των παλιών Γιαννίνων.
Καθισμένος πολλές φορές στο παχύ χορτάρι της πατωσιάς κάτω από τις ιτιές του ακρολιμνιού και δίπλα στο χαντάκι που ανέβαζε το λιμνίσιο νερό μέχρι τις ηλεκτρικές μηχανές με τις οποίες ποτίζονταν τα μποστάνια το δικό μας και του Λέττα, έβλεπα στον πόρο και έξω από τα καλάμια που ήταν στην άκρη της Λίμνης οικογένειες από διάφορα υδρόβια πουλιά (πάπιες, χήνες, φαλαρίδες, βουτηστάρια κ.λ.π.) να διασχίζουν με χάρη τα νερά της, ενώ όταν τα μάτια μου πήγαιναν πιο ξέμακρα σ' αυτή έβλεπα ένα καϊκάκι μ' ανοιχτό το πανί να ταλαντεύεται σαν μια άσπρη πεταλουδίτσα σε γαλαζοπράσινο ατλάζι.
Επίσης, ονειρώδη ήταν σ’ αυτή τα ηλιοβασιλέματα, αλλά και οι νύχτες, όταν έβγαινε τ' ολόγιομο φεγγάρι και δημιουργούσε μια ξεχωριστή μαγεία και το φως του σχημάτιζε ένα χρυσαφένιο διάδρομο πάνω στα νερά της.
Στο μπόλικο χορτάρι της πατωσιάς εκτός από τα παιχνίδια, που παίζαμε εμείς τα παιδιά τα καλοκαιρινά κυρίως μεσημέρια, μετά το μπάνιο στη Λίμνη ξαπλώναμε για ηλιοθεραπεία, ενώ εγώ με το φίλο μου και γείτονα Γιάννη προσέχαμε και τ' αρνιά, που μας είχαν πάρει οι πατεράδες μας και είχαμε αναλάβει να τα βοσκάμε σαν μανάρια για το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα.
Πολλές φορές ψαρεύαμε στην άκρη της Λίμνης χωμένοι μέσα σε ξέφωτα των καλαμιώνων της, φτάνοντας το νερό πάνω από τα γόνατά μας και πιάναμε αρκετά ψάρια με τα αγκίστρια των καλαμιών ή των πετονιών, με τα οποία γίνονταν το ψάρεμα. Μερικές φορές πηγαίναμε για ψάρεμα και με τη βάρκα, που είχαμε στον πόρο και από την οποία καμιά φορά βουτούσαμε στο νερό της Λίμνης όταν ο ήλιος μας παραζέσταινε.
Στο χορτάρι αυτό της πατωσιάς και σε συστάδες καλαμιών ή χαμηλών ιτιών, που ήταν σ’ αυτή, άπλωναν οι γυναίκες του σπιτιού μου, της γειτονιάς και των συγγενικών μας οικογενειών τα ρούχα που έπλεναν στη σκάφη με ζεστό λιμνίσιο νερό, που έβραζε στο μεγάλο χάλκινο ή τσίγκινο καζάνι κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης ιτιάς ή τα χοντρά μάλλινα ρούχα, που είχαν κοπανίσει στην άκρη της Λίμνης πάνω σε μεγάλη και χοντρή πέτρα με τον ξύλινο κόπανο.
Μετά το πλύσιμο, το κοπάνισμα και το άπλωμα των ρούχων, οι γυναίκες με τις ρόμπες ή τα φουστάνια, που έκαναν τις δουλειές πήγαιναν πιο βαθιά στη Λίμνη κι αφού λούζονταν και πλένονταν με άσπρη ή πράσινη πλάκα σαπουνιού, βουτούσαν στα καθαρά νερά κι αφού ξεπλένονταν έβγαιναν μουσκεμένες και πήγαιναν στην κοντινή καλύβα του μποστανιού, όπου άλλαζαν ρούχα.
Σε αντίθεση μ' αυτές που έκαναν, κατά κάποιο τρόπο, μπάνιο με τις ρόμπες ή τα φουστάνια έρχονταν στον πόρο μας κάτι μεγάλα κορίτσια (γυναίκες) κι αφού έβγαζαν τα ρούχα και φόραγαν τα μαγιό τους χωμένες σε πυκνά ψηλά καλάμια, που ήταν στην πατωσιά του Λέττα, έμπαιναν στο νερό για μπάνιο με φωνές και γέλια, γιατί τα μεγάλα αγόρια (άντρες) τους έριχναν νερά ή τις έπιαναν και τις βουτούσαν σ’ αυτά.
Εμείς τα παιδιά κάναμε χάζι με το θέαμα, ενώ οι μεγάλες γυναίκες μουρμούριζαν με αποδοκιμασία και η κυραμάνα (γιαγιά) μου έλεγε φωναχτά: «Πάει, χάλασι ου κόσμους, ακούς να βγάλουν τα κριάσια τ'ς ντιπ όξου!».
Στο μέρος αυτό της Λίμνης τα μεσημέρια του καλοκαιριού κατέβαινε ο πατέρας μου μετά το φαγητό κι αφού άπλωνε μια ψάθα από παπύρια στη ρίζα μιας γέρικης ιτιάς δίπλα στο χαντάκι, κάθονταν και ακουμπώντας την πλάτη στον κορμό της τον έπαιρνε ο ύπνος. Ήταν το μόνο μέρος που τον ευχαριστούσε να κοιμάται τα μεσημέρια ύστερα από την πρωινή κοπιαστική δουλειά του.
Εκεί τα καλοκαίρια είχαμε επισκέψεις κι από τους πελαργούς (λελέκια), που τότε ήταν μπόλικοι στα Γιάννινα. Κατέβαιναν στην ακρολιμνιά και υπομονετικά έψαχναν να βρουν κανέναν βάτραχο (μπάκακα), κανένα ψαράκι ή νερόφιδο, για να φάνε αυτοί και να πάνε και στα μικρά τους, που περίμεναν μ' ανοιχτό το στόμα στις φωλιές τους, οι οποίες ήταν κυρίως στις καμινάδες των παλιών μεγάλων Γιαννιώτικων σπιτιών.
Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι της κατοχής, ο μεγάλος μου αδελφός, βλέποντας έναν πελαργό να περπατάει καμαρωτός στην άκρη της Λίμνης, αισθάνθηκε ένα ανακάτεμα στο στομάχι του. Όταν τον ρωτήσαμε τι συμβαίνει, μας είπε ότι οι Ιταλοί που είχαν στρατοπεδεύσει στο Μιλιέτ Μπαχτσιέ, πάνω από τη Λιμνοπούλα, αγοράζοντας λαχανικά από το μποστάνι του πρότειναν να φάει κρέας με «παστασιούτα» (μακαροτσίνια με διάφορα λαχανικά, όπως καρότα, σέλινα κ.λ.π.), αυτός δέχτηκε και έφαγε ένα νόστιμο φαγητό, που δεν είχε ξαναφάει. Χορτάτος και ευχαριστημένος από το γεύμα, ευχαρίστησε τον Ιταλό, που τον σέρβιρε και σηκώθηκε να φύγει. Εκείνος όμως φεύγοντας του είπε ότι το κρέας του φαγητού ήταν από πελαργό!
Εκτός από τα λελέκια οι Ιταλοί τότε έπιαναν και τα μεγάλα βατράχια, τα οποία έτρωγαν. Έρχονταν στο παραπάνω χαντάκι, που ήταν γεμάτο βατράχια κι αφού έβαζαν ένα μεγάλο φακό αναμμένο πάνω σε κομμένα καλάμια που τα στερέωναν στο νερό, περίμεναν να συγκεντρωθούν οι βάτραχοι. Πράγματι, μετά από λίγο μαζεύονταν τα βατράχια και κάθονταν μπροστά από το φακό σαν υπνωτισμένα από το φως του.
Τότε οι Ιταλοί πλησίαζαν στην όχθη του χαντακιού μ' ένα μεγάλο σχετικά καλάμι από την άκρη του οποίου κρέμονταν ένα γερό σχοινί, που κατέληγε σ’ ένα αγκίστρι με τρεις άκρες, ήταν δηλαδή σαν μικρή άγκυρα καραβιού και έφερναν τ' αγκίστρι αυτό κάτω σχεδόν από το σώμα του βάτραχου και με δύναμη σήκωναν το καλάμι ψηλά κι έτσι γραπώνονταν στ' αγκίστρι ο βάτραχος. Ύστερα, μ' ένα μαχαίρι, τον καθάριζαν και κράταγαν για φαγητό τα πόδια του.
Μετά την κατοχή, ένα πρωινό κι ενώ βρισκόμασταν στο μέρος αυτό του μποστανιού και της Λίμνης, ακούσαμε γυναικείες φωνές που έρχονταν από την πατωσιά του διπλανού μποστανιού και καλούσαν σε βοήθεια γιατί η Πίτσα είχε μπει στη Λίμνη κι απειλούσε ν' αυτοκτονήσει. Τρέξαμε προς εκείνο το σημείο και την είδαμε χωμένη μέσα στο νερό μέχρι τα γόνατα να κρατάει την άκρη του φουστανιού της, για να μη βραχεί και χωρίς ν' αποφασίζει να πέσει σ' αυτό, έστεκε εκεί ακίνητη και κοίταζε τη μάνα της, που φώναζε στην ξηρά ότι το κορίτσι της θα πνιγεί.
Η Πίτσα ήταν μια γειτόνισσά μας, η οποία είχε ερωτευτεί σφόδρα ένα νέο, που οι δικοί της και ιδιαίτερα η μάνα της δεν τον ήθελαν για γαμπρό, το κόλπο όμως του «πνιγμού» της στη Λίμνη έπιασε!
Τέλος, θα πρέπει να πω ότι η άκρη αυτή της Λίμνης άλλαζε όψη, όπως κι όλη η Λίμνη και οι υπόλοιπες παραλίμνιες περιοχές της πόλης μας, όταν τότε φύσαγε βοριάς. Με το βοριά αγρίευε και τα νερά της γίνονταν πελώρια αφρισμένα κύματα, που ξεσπούσαν στις παραλίες της και τις γέμιζαν με καλάμια, νέρατα και ότι άλλο επέπλεε σ' αυτή. Το χρώμα του νερού της από γαλαζοπράσινο γίνονταν γκρίζο μουντό και τα πουλιά που ζούσαν σ' αυτή κρύβονταν στις φωλιές τους στους πυκνούς καλαμιώνες της, ενώ το μεγάλο αυτό φυσούνι εμπόδιζε τις βάρκες και τα καΐκια να κυκλοφορούν στη Λίμνη.