Τι ήταν στ’ αλήθεια ο Γεώργιος Τσολάκογλου...

on .

➤  Του Δρος ΑΧΙΛΛΕΑ Γ. ΛΑΖΑΡΟΥ, Ρωμανιστή – Βαλκανιολόγου

  Γόνος ιστορικής οικογένειας της κωμοπόλεως Ρεντίνα Αγράφων του νομού Καρδίτσας ήταν ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, ο οποίος, όταν η εθνικά καταστροφική Μεταπολίτευση έπνεε τα λοίσθια, ακριβέστερα δε κατά την επιβολή του ανθρωποκτόνου Μνημονίου με τις αμέτρητες αυτοκτονίες ‘’ελευθέρων’’ Ελλήνων πολιτών, καθυβρίσθηκε ραδιοτηλεοπτικά και διαδικτυακά, προφανέστατα από ελλιπή πληροφόρηση.
Ο Π. Σελέκος έχει γνωστοποιήσει ότι ο Τσολάκογλου είχε αρχίσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία ταυτόχρονα με τον κοντοχωριανό του Νικόλαο Πλαστήρα. Κατά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο έφερε τον βαθμό του υποστράτηγου. Ο ιπποκόμος του, έφεδρος λοχίας, Νικόλαος Γ. Παπανικολάου σε συνάντησή μου με πρωτοβουλία του στην κωμόπολη καταγωγής του Καστανιά Πίνδου Νομού Τρικάλων, όπου βρέθηκα προσκεκλημένος από τον τοπικό Μορφωτικό και Ευεργετικό Σύλλογο ‘’Ο ΣΤΙΝΟΣ’’, για να δώσω διάλεξη με θέμα ‘’Οι Βλάχοι’’, με πλησίασε διστακτικά εκφράζοντας την επιθυμία σκιαγραφήσεως του προϊσταμένου του, πλησίον του οποίου έζησε έως την ημέρα της Συνθηκολογήσεως. Στην αφειδώλευτη χρήση επαινετικών λόγων για τον Τσολάκογλου δεν παρέλειψε και τον χαρακτηρισμό ‘’δημοκρατικός’’! Μετέπειτα σε συγγραφή του για την πανέμορφη γενέτειρα Καστανιά αναφέρεται πάλι στον προϊστάμενό του στρατηγό, ιδίως των τελευταίων ημερών συνυπάρξεως: «Το απόγευμα [της Μεγάλης Τετάρτης] προερχόμενος από Βοτονόσι όπου έχει εγκαταστήσει την έδρα του σώματος στρατού, ο Στρατηγός Τσολάκογλου πηγαίνει για την έδρα της Στρατιάς στα Γιάννενα. Πάνω στη γέφυρα όμως τον σταματούν καμιά 300 στρατιώτες φωνάζοντας ‘’τι κάθεστε, υπογράψτε Ειρήνη, τζάμπα σκοτωνόμαστε, οι Γερμανοί μπήκαν στα Τρίκαλα’’, και θυμάμαι εκείνον ορθό πατώντας στο μασπιέ του αυτοκινήτου του να μας λέγει ‘’προς θεού κρατήστε δύο, τρείς μέρες, θα υπογράψουμε Ειρήνη, αλλά να πετύχουμε κάτι, μη παραδοθούμε άνευ όρου’’».
Η Ηπειρωτική Εταιρεία Αθηνών γνωρίζοντας πλήρως τον όλο πολεμικό αναβρασμό στις πρώτες γραμμές του ελληνοιταλικού μετώπου, μάλιστα και την άγρυπνη βίωσή του από τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδων Βλάχο, ο οποίος διόλου δεν έμεινε αδιάφορος, όπως προκύπτει από όσα του καταλογίσθηκαν για τις επανειλημμένες και επίμονες παρεμβάσεις του, ώστε να θεωρείται και ο μεγαλύτερος από τους συντελεστές της συνθηκολογήσεως, έθεσε δημόσια το θέμα με οργάνωση εκδηλώσεως συνεδριακής μορφής. Ο πρώτος σύνεδρος Σπυρίδων Μ. Καλλιάφας, καθηγητής της φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει επικεντρώσει την ομιλία του ως εξής: «Εις εμέ δε παρακαλώ να επιτραπεί να εξάρω εν και μόνον έργον του ανδρός, το κατά την γνώμην μου σπουδαιότερον υπό εθνικήν άπόψιν, την σύναψιν δηλαδή της προς τους Γερμανούς ανακωχής κατά την άνοιξιν του 1941. Εάν δεν είχεν εγκαίρως συναφθή η ανακωχή εκείνη, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της νυν αχαριστίας των τότε συμμάχων μας, πιθανότατα ή μάλλον βεβαίως η ακεραιότης του εδάφους Πατρίδος υπό βαρύτατου πένθους εσπαραγμένης και εις ερείπια κατακείμενης και η πολιτική αυτής ελευθερία θα ανήκον σήμερον εις το παρελθόν».
Επιλογίζοντας προσθέτει ότι «μόνον το έργον τούτο υπήρξε τοιούτο, ώστε, ως νομίζομεν, είναι επιτετραμμένον να λεχθή, να επιτραπεί ότι «είναι άξιος ανδριάντος τιθεμένου εις περίοπτον τόπον της πρωτευούσης»! Ως προς την πολυσχολιασμένη ανάμειξη του Σπυρίδωνος Βλάχου στην επίσπευση της Συνθηκολογήσεως ο δεύτερος ομιλητής, Αλέξανδρος Βαμβέτσος, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ), του σημερινού Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ιδιαίτερα έχει τονίσει: «Τώρα μετά την πάροδον τόσων ετών ημπορούμεν αφόβως να είπωμεν ότι η συνθηκολόγησης της ανακωχής, εις την οποίαν πράγματι συνέβαλεν, αποκρούσας όμως απολύτως την προσφερθείσαν εις αυτόν πρωθυπουργίαν, υπήρξεν πράξις εθνική και σώφρων και έσωσε και τον τόπον από καταστροφή και την τιμήν των Ελληνικών όπλων, η οποία θα ημαυρούτο αν, ως είχε διαμορφωθεί η στρατιωτική κατάστασης, ηττώμεθα υπό των αναθαρρησάντων μετά την γερμανικήν εισβολήν Ιταλών».
Η τρίτη εισήγηση έγινε από τον πασίγνωστο νομικό δικηγόρο και δημοσιογράφο, συντάκτη και αρχισυντάκτη αθηναϊκών εφημερίδων Έθνος, Πατρίς, Ελλάς, Γεώργιο Βαβαρέτο, ο οποίος ιστορεί την πλέον αποφασιστική δυναμική και επεισοδιακή τελευταία συνάντηση με τους στρατηγούς: «Όταν τις μεγάλες εκείνες ώρες όλα εβάδιζαν τον δρόμο του μοιραίου, τον δρόμο της ολοκληρωτικής καταστροφής, που θα την επέφεραν τα αδυσώπητα πλήγματα της Λουφτβάφε, τον δρόμο της κατερειπώσεως των πόλεων, τον δρόμο του αφανισμού, τον δρόμο της αιχμαλωσίας των 300 χιλιάδων ανδρών του μετώπου, ο Σπυρίδων εστήλωσε τα τρεμάμενα απ’ τη συγκίνηση και την ηλικία πόδια του στο έδαφος, όρθωσε το ανάστημά του και εφώναξε: ΟΧΙ! Φθάνει πια!... Είναι Μ. Τετάρτη όταν εγχειρίζει μακροσκελές υπόμνημα στον στρατηγό Πιτσίκα, στον οποίο τονίζει  ότι δεν πρέπει να αφεθεί  η Ήπειρος στην κατακτητική βουλιμία και την εκδικητική μανία των Αλβανών και Φασιστών.
-Αν, στρατηγέ, έχεις πιθανότητα και 1% να κρατήσεις άμυνα, κράτησε και να πάω και γώ να σκοτωθώ στην πρώτη γραμμή, είπε με σταθερή φωνή στον Πιτσίκα. Αν όμως όχι, τότε…Ο στρατηγός είναι ανένδοτος.
-Δεν μπορώ, έχω διαταγή του Βασιλέως να πολεμήσω.
-Αφού είναι έτσι, δώς’ μου αεροπλάνο να πάω στην Αθήνα να τους τα ψάλλω εγώ.
Ο στρατηγός ηρνήθη να του δώσει αεροπλάνο και ο Δεσπότης έφυγε περίλυπος. Όταν το άλλο βράδυ ο στρατηγός Πιτσίκας άλλαξε γνώμη και του διέθεσε αεροπλάνο, ο Σπυρίδων είπε: - Τώρα είναι αργά. Και το πρωί της Μ. Παρασκευής, όταν με υπόκρουση εκρήξεων βομβών και κροταλισμών των πολυβόλων εψάλλετο στις εκκλησίες η Ακολουθία των Ωρών -των Ωρών της πολυπαθούς Ελλάδος- ο Σπυρίδων κατευθύνεται προς τις πρώτες γραμμές, θέλει να πείσει τους στρατηγούς, που διοικούν τις μονάδες του μετώπου, να συνάψουν ανακωχή.
Στο Βασιλικό συναντάται με τους στρατηγούς Μπάκον και Δεμέστιχαν. Διεξάγει ζωηρή συζήτηση, αλλ’ εκείνοι αρνούνται. Σε μια στιγμή οξύτητος ο Δεμέστιχας φωνάζει:
-Θέλεις, παπά, να προδώσω τον όρκον μου προς τον Βασιλέα!
Ο Δεσπότης μόλις προφθάνει να ψελλίσει:
-Ώστε εγώ, στρατηγέ, είμαι προδότης… και σωριάζεται στο δάπεδο λιπόθυμος.
Οι δύο στρατηγοί τον ανασηκώνουν και προσπαθούν να τον συνεφέρουν.
Σε λίγο είναι έτοιμος να συνεχίσει τη συζήτηση αλλ’ αυτή τη φορά οι στρατηγοί υποχωρούν. Το μέτωπον είχε αρχίσει να διαλύεται. Οι Ιταλοί που ήταν ως την ώρα εκείνη ηττημένοι, θα κυνηγούσαν τον στρατό για να τον αιχμαλωτίσουν. Οι πόλεις θα κατεστρέφοντο από τα αεροπλάνα. Τα γερμανικά τανκς είχαν φθάσει στο δρόμο Μετσόβου – Ιωαννίνων…».
Μεταγενέστερα η Ένωση Επιστημόνων Νομού Καρδίτσας έχει πραγματώσει δημόσια ειδική σύναξη μετακαλώντας ως κύριο ομιλητή τον τότε γενικό γραμματέα της Επιτροπής Ενημερώσεως επί των Εθνικών θεμάτων, ιδρυμένης από τον ακαδημαϊκό και πρώτο μεταπολιτευτικά πρόεδρο της Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινόπουλο, συνάμα δε επί δεκαετία γενικό γραμματέα της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας των εν Αθήναις Θεσσαλών. Από την όλη συζήτηση έγινε παραδεκτό ότι ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου με την επίμαχη συνθηκολόγηση αναδείχθηκε σωστικός για τον ελληνικό στρατό, καθώς ευθύς αμέσως και για το σύνολο του ελληνικού λαού. Το πόρισμα τούτο αποτυπώθηκε στη μνήμη των παρισταμένων και στις σελίδες των εφημερίδων της Καρδίτσας, διαλαλήθηκε δε από τοπικό ραδιόφωνο και ταυτόχρονα προβλήθηκε από επίσης τοπική τηλεόραση. Αποσπάσματα παρατηρήσεων και σχολίων επιδοκιμαστικών αναδημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό του αθηναϊκού Φιλολογικού Συλλόγου  Παρνασσός, ΜΑ’ (1999, 515-516).
Εύλογο ενδιαφέρον για την καταξίωση του στρατηγού Γ. Τσολάκογλου επέδειξε πρωτίστως ο δήμαρχος Ρεντίνας Κων. Μιλτικούτρας οργανώνοντας και διάλεξη στην περίπυστη  Μονή Ρεντίνας, αφού διασφάλισε στον ίδιο ομιλητή δυνατότητες πολυσχιδούς διερευνήσεως. Εκτός του εφ. Λοχία Ν. Γ. Παπανικολάου, ιπποκόμου του στρατηγού Τσολάκογλου και απλός στρατιώτης, που συμμετείχε στην Εποποιία του 40, δημοσιοποιεί τη μαρτυρία του υπογράφοντας Ζ.Ε. Τζογκαράκις πρ. Νομάρχης: «Μετά την επίθεσιν των Γερμανών την 6 Απριλίου 1941 εναντίον της Ελλάδος, μαχομένης στην Αλβανίαν κατά των επιδρομέων Ιταλών, η ισχύς του στρατού  μας αγωνιζόμενου εναντίον δύο γιγάντων εκάμφθη. Ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου ως αρχαιότερος, αλλά μετά σύμφωνον γνώμην όλων των διοικητών Σωμάτων Στρατού, απεφάσισε την συνθηκολόγηση με τιμητικούς όρους, ο σπουδαιότερος των οποίων ήτο ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν εθεωρείτο αιχμάλωτος πολέμου (όπως εθεώρησαν οι ηττηθέντες Γάλλοι, Πολωνοί, Βέλγοι, Ολλανδοί κ.λπ.). Έτσι εμείς οι χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες, απεφύγαμεν την μεταφοράν εις Γερμανίαν και την φθοράν μας εις τα γερμανικά εργοστάσια.
Η συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου ήτο πράξη αληθινού στρατιωτικού ηγέτη.
Ανέλαβε εν συνεχεία ο Τσολάκογλου τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως πιεζόμενος όταν οι Γερμανοί απέρριψαν τον προσταθέντα, τότε Μητροπολίτην Ιωαννίνων Σπυρίδωνα Βλάχον. Και ανέλαβε την πρωθυπουργίαν ελπίζοντας ότι θα βοηθήσει τον καταδυναστευόμενον ελληνικόν λαόν, πράγμα που δεν επέτυχε έναντι του σκληρού ναζιστικού κατακτητή.
Από τον ηρωικό δημοκράτη στρατηγόν και υπουργόν του Πλαστήρα, τον Λεωνίδα Σπαή, συνάδελφον του Τσολάκογλου, πληροφορήθηκα, όταν ήμουν νομάρχης στην πατρίδα του Άρτα, ότι αναλαμβάνοντας την κατοχικήν διακυβέρνηση, ο Τσολάκογλου είπε: «Ανέλαβα το επαχθές έργον του πρωθυπουργού, δια να καταστήσω ηπιωτέραν την κατοχήν. Ας νικήσουν οι Άγγλοι και ας με τουφεκίσουν εμένα». Εν τέλη ο Τσολάκογλου δεν τουφεκίσθηκε αλλά απέθανε εις την φυλακήν. Και αληθινός Έλληνας πατριώτης, ο διασώσας τις χιλιάδες των Ελλήνων μαχητών από την αιχμαλωσίαν, απέθανε εις την φυλακήν καθυβριζόμενος…»    
Στη διδακτορική διατριβή της Ελένης κ. Δημητρίου «Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος ως προσωπικό βίωμα», (Ημερολόγια Ελλήνων στρατιωτικών, Αθήναι 2010, 6.467), ο Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος εξομολογείται: «Δεν είμαι σε θέση τη στιγμή αυτή να τους ονομάσω προσωπικά και ποιοι ακριβώς πήραν την ιερή αυτή απόφαση της συνθηκολογήσεως απέναντι του Βασιλέως και του Παπάγου, αλλά από όσα κυκλοφορούσαν και άκουσα και εγώ, χρεωστώ χάριτας στον Τσολάκογλου-Μπάλον-Κατσιμήτρον και Δεσπότην Σπυρίδωνα Ιωαννίνων που με τη σωστή αυτή χειρονομίαν της εθνικής προσφοράς των την ανακωχήν γυρίσαμε επαναλαμβάνω πάλιν ζωντανοί πλέον των 300.000 Έλληνες και κατά συνέπειαν η ανακωχή αυτή απετέλεσε κατά την ταπεινήν μου γνώμην την μεγαλυτέραν  στρατηγικήν Νίκην όλων των Ελλήνων. Ζήτω η αθάνατη Ελλάδα. Ιούνιος 1941».
Εξάλλου, εντυπωσιάζουν ομολογουμένως και αποκαλύψεις επιστημόνων ιστορικών, όπως του Χάγκεν Φλάισερ: «Σύμφωνα με τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα Μ. Πάλερετ ‘’ούτε ο Γεώργιος [ο βασιλιάς] ούτε ο Τσουδερός [ο πρωθυπουργός] πίστευαν ότι ο Τσολάκογλου ήταν προδότης». Ο δε Heinz Bitchter ιστορεί τα ακόλουθα: «Πιο χαρακτηριστική απ’ όλες ήταν η κατάθεση του Θεμιστοκλή Σοφούλη. Όταν ερωτήθηκε αν πρόδωσαν την Ελλάδα οι κατοχικές κυβερνήσεις’’, απάντησε: ‘’Δεν μπορώ να δεχθώ την υπόθεση αυτήν. Γνωρίζω όλους τους κατηγορούμενους. Είναι καλοί Έλληνες. Αγαπούν την πατρίδα τους και τους σέβομαι’’».
Περιεργότατα απαρατήρητη πέρασε η εγκυρότερη ιστορική μαρτυρία: «Ένας Ναύαρχος θυμάται… Απομνημονεύματα του Ναυάρχου Αλεξάνδρου Σακελαρίου». Τόμος πρώτος, σ. 332: «Το συμπέρασμα ήτο ότι μέσα εις όλα τα άλλα κρίσιμα προβλήματα που εδημιούργησεν η εξέλιξης των πολεμικών επιχειρήσεων, προσετέθη  τότε και το πρόβλημα της ακυβερνησίας, με υπουργεία χωρίς υπουργούς…»! Μάλιστα, προηγουμένως είχε ομολογήσει (σ. 329): «…η τραγικότης της κυβερνητικής ανεπαρκείας…». Ολοκληρώνει δε (σ.333-4) την πληροφόρηση με τα επόμενα: «Όταν επί τέλους συνήλθε το Υπ. Συμβούλιον παρουσία του Βασιλέως, ο Κορυζής και ο αείμνηστος στρατάρχης Παπάγος, ανεκοίνωσαν την τραγικήν θέσιν του στρατού μας εις Αλβανίαν, ο οποίος ευρίσκετο κυκλωμένος υπό των Γερμανών. Μάλιστα, ο υφυπουργός των Στρατιωτικών ανέγνωσε τηλεγραφήματα των Σωμαρχών, τα οποία επεσήμαιναν το αδύνατον της αντιστάσεως και εζήτουν ανακωχήν, αφ’ ου ο νικητής Ελληνικός Στρατός δεν θα ηδύνατο να ανεχθεί τον εξευτελισμόν να συλληφθεί αιχμάλωτος από τους ηττημένους Ιταλούς!... Συνεπώς, η κυβέρνησις δέον να θεωρηθεί αποτυχούσα και να παραιτηθεί»!  
Εν τούτοις «Εντολή» Α.Μ. Βασιλέως ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως Υποναύαρχος Αλ. Σακελλαρίου απέστειλε την ημέρα της Συνθηκολογήσεως, 20 Απριλίου 1941 «Προς τον Διοικητήν Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου την υπ’ Αριθμ. Έμπ. Πρωτ. 102 διαταγήν». «Δεν είναι ατίμωσις και αυτή η αιχμαλωσία μετά την εξάντλησιν και της τελευταίας ανθρωπίνης ή και υπεράνθρωπου προσπαθείας. Εν ω εγκατάλειψις των Συμμάχων μας θα έσβηνεν ό,τι κεφάλαιον διά την Πατρίδα εννεσώρευσε μέχρι τούδε το αίμα των ηρωικών μας νεκρών»! (σ. 338).
Ομολογουμένως οι σύμμαχοι πολεμιστές στρατολογημένοι από τις αποικίες της πονηράς Αλβιόνος προστατεύθηκαν αποφασιστικά και αποτελεσματικά από τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας G. Eraser έχει εκφράσει τις ευχαριστίες και τους επαίνους προς την Κοινότητα των Μεγάλων Λιβαδιών Αλμωπίας Κιλκίς για την αυτοθυσία των κατοίκων, όπως ανακοινώθηκε από τον πρόεδρο της συγκεκριμένης Κοινότητας καθηγητή Φώτη Κιλιπίρη. Αντίθετα, η Βρετανία, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος ναύαρχος Σακελλαρίου, αρνήθηκε στην Ελληνική κυβέρνηση χώρο εγκαταστήσεως στην Κύπρο με αιτιολογικό εξοργιστικό: «Η Κύπρος αποτελεί μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας». Συνεπώς «η κυβέρνηση της Αγγλίας δεν ηδύνατο να λάβει την απόφασιν εκχωρήσεως τμήματος της Κύπρου προς την Ελλάδα…»! Παρέπεμψε δε την ελληνική κυβέρνηση στην Κρήτη. Ενώ δε οι Κρητικοί και όχι μόνον διακινδύνευσαν τη ζωή και τις περιουσίες τους κατά την ένδοξη αντίσταση εναντίον των Γερμανών, Βρετανός αξιωματικός, δήθεν σύνδεσμος, προπαγάνδιζε την απόσχιση της Μεγαλονήσου από την Ελλάδα, την ανεξαρτητοποίησή της, όπως είχε αποκαλύψει ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς, αρχηγός της Εθνικής Αντίστασης της Κρήτης!
Καιρός είναι πλέον για την παρουσίαση και εκείνων, που έγραψε και ο πρέσβης ε.τ. Αννίβας Βελλιάδης: «ο Γεώργιος Β’ και ο Παπάγος γνώριζαν την πραγματική κατάσταση του μετώπου, αλλά ο καθένας για δικό του λόγο, δεν ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη της συνθηκολόγησης. Είχαν σιωπηρά συμφωνήσει αυτήν να την κάνουν οι στρατηγοί του μετώπου, και η μόνη διαφορά που παρέμεινε ήταν το χρονικό σημείο πραγματοποιήσεώς της. Σε αυτό διαφωνούσαν, και ο Τσολάκογλου επέσπευσε την ειλλημένη απόφαση της συνθηκολόγησης με γνώμονα την αποφυγή ακόμη πιο καταστρεπτικών συνεπειών». Κατά δε τον Γεώργιο Θ. Γιαννόπουλο, εκδότη-διευθυντή της Εφημερίδας «Φιλολογική - Πολιτική των Πατρών» (Νοέμβριος 2001,3), «Η συνθηκολόγηση υπήρξε τιμητική. Απήλλαξε από την αιχμαλωσία τον στρατό, ο οποίος αφέθη ελεύθερος να επιστρέψει στις εστίες του. Αυτό υπήρξε μοναδική εξαίρεση κατά το β’ παγκόσμιο πόλεμο εν σχέσει προς όλους τους αντιμαχομένους».
Οπωσδήποτε έχει τη θέση της και η υπόμνηση του χαρακτηρισμού του Τσολάκογλου ως δημοκράτη από τον ιπποκόμο του! Διότι μετά την άρνηση πρωθυπουργοποιήσεως από τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα Βλάχο αρχικά και έπειτα από τους συναδέλφους του στρατηγού επωμίσθηκε και την ευθύνη διακυβερνήσεως της υπόδουλης πατρίδας. Πάραυτα έκαμε έκκληση συμπαραστάσεως προς όλους τους αρχηγούς των παροπλισμένων από τον Ι. Μεταξά πολιτικών κομμάτων, Σοφούλη, Τσαλδάρη, Παπανδρέου, Καφαντάρη, Μυλωνά, Σοφιανόπουλο. Σε διεθνές δε συνέδριο ανακοινώθηκε ότι αρχές Μαΐου 1941, πριν ακόμα αρχίσει η μάχη της Κρήτης, ο Τσολάκογλου είχε συνάντηση «μετά των παλαιών πολιτικών αρχηγών ως και άλλων σημαινουσών πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων». Στην ανακοίνωση τονίζεται: «Πάντες ανεγνώρισαν ότι η κυβέρνησις Εθνικής Ανάγκης είναι επιβεβλημένον  να υποστηριχθεί εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ επιφυλάξεων και ειλικρινώς».
(αύριο το β’ μέρος)