Η Μαρία Ρεπούση και οι «καυτές» τοποθετήσεις της…

on .

 ➤  Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΟΓΚΑ

*  Με ενδιαφέρον διάβασα το άρθρο του συνεργάτη του  «Πρ. Λόγου»  Αθανάσιου Δέμου (10-10-14) σχετικά με την μεγίστη σπουδαιότητα  της γνώσης των Αρχαίων Ελληνικών, ως της «μόνης παγκόσμιας γλώσσας».
Το άρθρο αυτό μας θύμισε  τη λυσσώδη προσπάθεια που είχε καταβάλει η  βουλευτής της ΔΗΜΑΡ και καθηγήτρια της Ιστορίας Μαρία Ρεπούση, σε σχετικό Νομοσχέδιο, ώστε να μην είναι υποχρεωτική η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στα Γυμνάσια και στα Λύκεια παρά μόνο γι’ αυτούς που  θα ακολουθήσουν κλασσικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο (σελ. 1244 των πρακτικών της Βουλής 9-10-2013).
Φυσικά τα Αρχαία είχαν καταργηθεί στο Γυμνάσιο το 1976 από τον Γεώργιο Ράλλη, επανήλθαν όμως το 1990 με τη Κυβέρνηση Μητσοτάκη και παραμένουν. Το 1984, οκτώ χρόνια μετά την κατάργηση των Αρχαίων στα Γυμνάσια, ο γνωστός δημοτικιστής  καθηγητής Ιωάννης Κακριδής έγραψε ότι «η γλώσσα μας αργοπεθαίνει. Της λείπει το οξυγόνο, δηλαδή τα Αρχαία. Μόνο όποιος γνωρίζει τα Αρχαία μπορεί να μιλά και να γράφει σωστά τη νεοελληνική  δημοτική». Όμως  η κ. Ρεπούση σε σχετική παρέμβασή της στη Βουλή (σελ. 1183 9-9-2013) αναφέρει: «Θέλουμε ένα Λύκειο που να διαμορφώνει πολίτες που σκέπτονται» και μάλιστα χαρακτήρισε τα αρχαία Ελληνικά νεκρή γλώσσα, από την άποψη ότι δεν μιλιούνται στην καθημερινή επικοινωνία των ανθρώπων.
Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε στη κυρία καθηγήτρια ότι ο Ι. Θεοδωρακόπουλος, φιλόσοφος Ακαδημαϊκός είπε: «Η γλώσσα των Ελλήνων από  τη εποχή του Ομήρου είναι μία και αδιαίρετη».
Αυτά τα λίγα για την παρέμβαση της κ. Ρεπούση στο θέμα των Αρχαίων ελληνικών. Αλλά η παρέμβαση αυτή της  κ. βουλευτού της ΔΗΜΑΡ μας φέρνει στη μνήμη και μια άλλη δραστηριότητά της  με το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, το 2007 που με τις  «ιστορικές της  τοποθετήσεις» είχε εξεγείρει το πανελλήνιο εναντίον της.
Στο  βιβλίο αυτό η κ. Ρεπούση  τη σφαγή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στην παραλία της Σμύρνης την αποδίδει στο «συνωστισμό των κατοίκων» καθώς επιβιβάζονταν στα πλοία. Το ανιστόρητο αυτό  βιβλίο η τότε Υπουργός Παιδείας  κ. Μαριέτα Γιαννάκου, αντί να το αποσύρει από τα σχολεία, το παρέπεμψε στην Ακαδημία Αθηνών και ζήτησε την γνωμοδότησή της. Η Ακαδημία Αθηνών το απέρριψε  «ως  ανιστόρητο και αποκλείει τη λύση των διορθώσεών του». (Η 12/σέλιδη γνωμοδότηση της Ακαδημίας Αθηνών δημοσιεύτηκε ολόκληρη σε 3 σελίδες της Εφημερίδας  «το ΠΑΡΟΝ»  την  Κυριακή 18 Μαρτίου 2007).
Και όμως η κ. Υπουργός δεν το πέταξε από τα σχολεία, αλλά δέχτηκε το διόρθωσή του  ως εξής: «Οι Έλληνες  αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους  σε δραματικές συνθήκες…»! Ποια σπίτια εγκατέλειψαν κυρία καθηγήτρια, αφού ήδη είχαν γίνει παρανάλωμα της φωτιάς  και οι κάτοικοί τους όσοι πρόλαβαν  τη σφαγή, τη δήωση,  τον βανδαλισμό, το βιασμό των  κορασίδων, όσοι το ομαδικό  ξεκλήρισμα, αυτοί οι Έλληνες πρόλαβαν; Τίποτε για όλα αυτά  δεν έμαθε η κ. Ρεπούση;
Αλλά δεν αρκέστηκε στις  παραπάνω ιστορικές καταγραφές η κ. καθηγήτρια. Τόλμησε να αποκαλέσει τον ανεπανάληπτο εκείνο χορό του Ζαλόγγου  «ε θ ν ι κ ό   μ ύ θ ο»! Μάλιστα, ο χορός του Ζαλόγγου είναι εθνικός μύθος για την κ. Ρεπούση…
Ας καταγράφει ο σχεδόν σύγχρονος με τα γεγονότα ιστορικός Χριστόφορος Περαιβός ότι «εσυνάχθησαν έως εξήκοντα γυναίκες επάνω εις ένα πετρώδη κρημνόν και αποφάσισαν ότι καλύτερα να ριφθούν κάτω από τον κρημνόν… και αρπαξαντες με τας ιδίας των χείρας τα  άκακα βρέφη τα έρριπτον κάτω εις τον κρημνόν και έπειτα η μία μετά την άλλη πηδούσαν και αυτές εις τον κρημνόν…».
Ούτε έλαβε υπόψη της τον πρώτο ιστορικό του  τραγικού αυτού γεγονότος, τον Πρώσο  διπλωμάτη Ιάκωβο Μπατρόλντυ , ο οποίος  στο βιβλίο του «Ταξίδιον εις την Ελλάδα» γράφει: «Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους, που μερικά ακόμα βύζαναν…». Ούτε  τον ιστορικό Γουλιέλμο  Μαρτίνο Λήκ, ούτε τον ιστορικό Χ. Χόλαντ που έγραψε σε σύγγραμμά του με εντυπώσεις του από την  Ελλάδα ότι «μια ομάδα  Σουλιώτισσες μαζεύτηκαν σε ένα από τα κοντινά βάραθρα και έριξαν  εκεί τα βρέφη τους». Φυσικά αγνοούσε ή ηθελημένα αγνόησε και τις ιστορικές καταγραφές του Φραγκίσκου Πουκεβίλ και  του Κλωντ  Φωριέλ, αλλά  απεφάνθη  ότι ο χορός του Ζαλόγγου ήταν ιστορικός μύθος.
Αυτά θα αρκούσαν για να χαρακτηρίσουν όπως της πρέπει την καθηγήτρια και βουλευτή της ΔΗΜΑΡ  κ. Ρεπούση.
Και όμως  δεν έφταναν όλα τα  παραπάνω. Τον περασμένο Σεπτέμβριο η Βουλή ψήφιζε τον  «Αντιρατσιστικό Νόμο», τον οποίο καταψήφισαν  οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και η κυρία Μαρία Ρεπούση. Μάλιστα, η κ. Ρεπούση, αντί άλλης δικαιολογίας, παρέπεμψε  σε άρθρο του  κ. Λιάκου, καθηγητή της Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που γράφει: «Η γενοκτονία των Ποντίων και των Μικρασιατών δεν συνιστούν από μόνες τους αδικήματα. Το ζήτημα δεν είναι αν η διαδικασία της εξόντωσης έχει ως θύματα αμάχους χωρών που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή η μελετημένη εξόντωση πληθυσμών με κριτήριο τη φυλή ή το θρήσκευμα. Ένα γεγονός δεν συνιστά από μόνο του γενοκτονία. Ονομάζεται εκ των υστέρων έτσι, κάτω από συγκεκριμένες νομικοπολιτικές προϋποθέσεις που αφορούν το παρόν της αναγνώρισης και όχι το παρελθόν της διάπραξης. Η γενοκτονία δηλαδή δεν είναι ένα αντικειμενικό γεγονός. Η χρήση του όρου εξαρτάται από το ποιες συνέπειες επιδιώκουμε να έχει ο τρόπος που αναφερόμαστε στο γεγονός». Αρνήθηκε λοιπόν η κ. Ρεπούση να χαρακτηρίσει ο Νόμος  τη σφαγή και την εξόντωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας γενοκτονία  ή ολοκαύτωμα για  ιστορικούς και δικούς της λόγους. Και ασφαλώς θυμούμαστε την αιτιολόγηση του αφανισμού των Ελλήνων στα παράλια της  Σμύρνης ως  «συνωστισμό».
Ύστερα από όσα  καταγράψαμε για μερικές από τις  δραστηριότητες της κ. Ρεπούση  θα ρωτούσε κάποιος  καλόπιστα: Γιατί  μια καθηγήτρια  Ιστορίας στο  Παιδαγωγικό  του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και βουλευτής τοποθετείται με   αυτόν τον τρόπο που  ξεσηκώνει θύελλες; Τι επιδιώκει;
Εδώ  η σκέψη μας γυρίζει πίσω στον  4ο αιώνα π.Χ., όπου στην Έφεσο ο Ηρόστρατος, επιδιώκοντας να γίνει διάσημος, έβαλε φωτιά στο Ναό της Αρτέμιδος. Φυσικά τιμωρήθηκε με θάνατο και απαγορεύτηκε  η μνεία του ονόματός του. Παρά ταύτα, παρέμεινε διάσημος επί 2.400 χρόνια. Η κ. Ρεπούση βέβαια δεν ανατίναξε τον Παρθενώνα, ούτε έκαψε τη Μητρόπολη των Αθηνών. Αλλά με όλες τις παραπάνω  τοποθετήσεις της,  ο νους μας πηγαίνει στον Ηρόστρατο…