Πόσων άκακων «αμνών» ακόμα θα χύσουν το αίμα;

on .

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

   Γράφει η ΕΛΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ – ΔΟΥΒΛΗ

Πασκαλιά, μακρινή, δεν θυμάμαι πια. Κι εγώ παιδούλα. Λουλουδιασμένα τριγύρω τα χωράφια στο χωριό. Χαρά Θεού. Από μέρες ο πάπης είχε φέρει στο σπίτι ένα αρνάκι δεμένο με μια λιανή τριχιά από το λαιμό, παίζαμε μαζί του ο αδελφός μου κι όλα τα γειτονόπουλα.
Κι αυτό, αφού χόρταινε πρασινάδα έκανε ένα σωρό σκέρτσα ευχαριστημένο. Έτρεχε πάνω – κάτω, χοροπηδούσε, κυλιόταν, κι εμείς μαζί του ευτυχισμένοι. Είχαμε γίνει ένα.
Ώσπου ήρθε το Μεγαλοβδόμαδο. Ο πάπης μια μέρασοβαρός κι αμίλητος -σαν λυπημένος μου φάνηκε- το άρπαξε και κάπου το πήγε παράμερα.
Αναστατωθήκαμε απ’ τα βελάσματά του. Δεν έμοιαζαν χαρούμενα και παιχνιδιάρικα αλλά σπαραχτικά, βραχνά και πονεμένα. Πεταχτήκαμε και τρέξαμε προς τα κει που ακούγοταν οι φωνές.
Τρυφερά μας εμπόδισε η μάκω… «Ελάτι χ’σάμ να φάτι λαλαγκίτες, θα κρυώσουν»!
Ανόρεχτα τραβήξαμε για το μαγειριό. Βιαστικά κι ανήσυχα φάγαμε τις αγαπημένες λαλαγκίτες. Ο νους στα αλλιώτικα και παράξενα βελάσματα του Ασπρούλη. Τρέξαμε στο φράχτη κι εκεί είδαμε το αρνάκι μας να σπαρταρά. Το κεφάλι του σε μια λίμνη από αίμα και τα μάτια του –εκείνα τα μάτια- ανέκφραστα, ακίνητα, γυάλινα να μας κοιτάζουν ικετευτικά.
Ο πάπης απέφυγε το βλέμμα μας. Ριχτήκαμε επάνω του. Τον λατρεύαμε αλλά εκείνη τη στιγμή τον μισούσαμε. «Τι έκανες στον Ασπρούλη; Γιατί τον έσφαξες; Τι σου έκανε; Έσφαξες το φίλο μας. Δεν σ’ αγαπάμε πια»…
Μάταια προσπαθούσε να μας μερώσει… «Έτσι γίνεται την Πασκαλιά, σ’ όλα τα σπίτια σφάζουν, είναι έθιμο. Θα το ψήσει η μάκω να το φάμε».
Θηρία εμείς. Αγκαλιάσαμε το άψυχο ματωμένο κορμάκι, ζεστό ακόμα και κλαίγαμε. Το φιλούσαμε, το κουνούσαμε σαν να μπορούσαμε να τ’ αναστήσουμε όπως ο σταυρωμένος Χριστός που μάθαμε στο σχολείο.
Φαρμακώθηκαν οι γέροντες. Είδαν κι έπαθαν να μας τραβήξουν από κει.
- «Α πα πα δεν το ματακάνω στου σπίτ’ –είπε ο πάπ’ς- στινοχώρησα τα πιδιά, χρονιάρις μέρις».
Αυτή η φοβερή σκηνή με συνοδεύει μια ζωή. Και τον Ασπρούλη μου θυμήθηκα αυτές τις μέρες που η «καλή μας» τηλεόραση δείχνει και μας ξαναδείχνει τέσσερα μέχρι στιγμής αρνιά. Τέτοια αθώα, άκακα αρνιά και μοναχά που ο Ασπρούλης μας είχε κάτασπρη φορεσιά κι αυτά τα τωρινά έχουν πορτοκαλί.
Και ξαναζωντάνεψε ο πάπης μου που ήταν ψηλός με τραγιάσκα, αλλά άκακος, βλέποντας τον μαυροντυμένο κουκουλοφόρο ψυχρό εκτελεστή με το λεπίδι στο γαντοφορεμένο χέρι.
Κι εδώ δεν πρόκειται γι’ αρνιά, αλλά γι’ ανθρώπους, πλάσματα του Θεού, ιδιαίτερα κι ευλογημένα.
Ψυχρός, ανέκφραστος, άκαρδος, σκληρός, εκπαιδευμένος, με μεθοδικές κινήσεις πού και πώς θα χτυπήσει με το φονικό όργανο ο εκτελεστής.
Και τα… αρνιά; Σαν «πρόβατα επί σφαγήν» έφθασαν στη χώρα. Σκοπός τους η προσφορά στην ενημέρωση, στον άνθρωπο, στο μεράκι τους.
Άκακοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, περισσότερο χαρισματικοί κι ευαίσθητοι από εμάς τους πολλούς και βολεμένους!..
Δυσκολεύεται να βρει κανείς λέξεις να εκφράσει τη φρίκη, τη βαρβαρότητα, τη θηριωδία, τη μανία, την απανθρωπιά.
Ίσως οι ειδικοί να πρέπει να αναζητήσουν μια λέξη περισσότερο περιεκτική του αιμοβόρου θηρίου!
Κι είναι άνθρωποι αυτοί, οι ψυχροί εκτελεστές, πλάσματα του Θεού ή τέρατα, λυκάνθρωποι που διψούν για αίμα;
Και πόσο μπορεί να τυφλώνει ο θρησκευτικός ή άλλος φανατισμός ώστε να μεταμορφώνει τον άνθρωπο σε ανήμερο θηρίο;
Και ποιος «θεός» είναι αυτός που ζητά απ’ τους «πιστούς» και αφοσιωμένους του τέτοιου είδους θυσίες για να τον ευχαριστήσουν ή να τον εξευμενίσουν;
Μοιάζει να ξαναγυρίζουμε σ’ άλλες εποχές πρωτόγονες και ξεχασμένες;
Ανθρωποθυσίες σήμερα, στο απόγειο του πολιτισμού!
Και καθώς ο χορός των αθώων θυμάτων, των αρνιών αυξάνει απειλητικά και επικίνδυνα αναρωτιέμαι σε ποια κοινωνία επιτέλους ζούμε;
Ποιες είναι οι αξίες και τα ιδανικά μας;
Δεν μας φταίει η οικονομική κρίση που αδελφώνει τους ανθρώπους. Η κρίση αξιών με φοβίζει που οπλίζει το χέρι…
Μήπως πρέπει να ξαναδούμε, να αναθεωρήσουμε την παιδεία μας και τις προτεραιότητές μας; Μήπως είναι ανάγκη επιτακτική από λυκάνθρωποι να ξαναγίνουμε άνθρωποι;
Τέταρτος αποκεφαλισμός. Η φρίκη ξαναγύρισε στην τηλεόραση. Πόσο τάχα θα μακρύνει ο κατάλογος των άκακων αμνών;
Αναπάντητα ερωτήματα σε μια πολιτισμένη κοινωνία του 21ου αιώνα.