Το Βυζάντιο διέσωσε τον αρχαίο ελληνικό θησαυρό!..

on .

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ

* Ο Ελληνικός Πολιτισμός και η προσφορά του στο Δυτικό Κόσμο δεν περιορίζεται στους αρχαίους χρόνους. Συνεχίζεται στους μεσαιωνικούς χρόνους ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία και φθάνει στους χρόνους της Αναγεννήσεως.
Για πολλά χρόνια, η γενική θεώρηση της ιστορίας του Δυτικού Πολιτισμού υποβίβαζε τη σημασία της περιόδου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Θεωρούσαν οι Δυτικοί ιστορικοί ότι ο πολιτισμός της Δύσης ήταν η απ’ ευθείας συνέχεια από την αρχαία Ελλάδα. Δυστυχώς, την εικόνα αυτή φρόντισαν να δημιουργήσουντο Βατικανό και ο Πάπας. Από αιώνες, πριν ακόμη από το οριστικό σχίσμα (1054), εχθρεύονται και μισούν την Ορθοδοξία και κάνουν ό,τι μπορούν, για να μειώσουν το μέγεθος της προσφοράς του Βυζαντίου στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Από τον 17ο αιώνα, μάλιστα, όλοι οι Δυτικοί συγγραφείς (πιστοί στα κελεύσματα του Πάπα) χρησιμοποιούν τον όρο Βυζάντιο σαν να πρόκειται για κάτι το σκοτεινό, το οπισθοδρομικό και το βάρβαρο. Σε τέτοιο σημείο ώστε επηρεάστηκε από αυτή την προπαγάνδα και ο μεγάλος Διδάσκαλος του Γένους Αδ. Κοραής, που ζούσε στο Παρίσι. Σε τέτοιο σημείο ώστε να αποστρέφεται αυτός και οι οπαδοί του κάθε τι το βυζαντινό.
Την απάντηση σε όλα αυτά δίνει ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν στο μνημειώδες ιστορικό Σύγγραμμά του «Βυζαντινός Πολιτισμός», όπου γράφει: «Στις 29 Μαΐου του 1453, ένας πολιτισμός σαρώθηκε αμετάκλητα. Είχε αφήσει μια ένδοξη κληρονομιά στα γράμματα και στην τέχνη. Είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών. Η δύναμή του και η ευφυΐα του προστάτεψαν πολλούς αιώνες την Χριστιανοσύνη. Για έντεκα αιώνες η Κωνσταντινούπολη ήταν το κέντρο ενός κόσμου φωτός».
Η επιγραμματική αυτή αναφορά τυ Ράνσιμαν στην προσφορά του Βυζαντίου τα λέει όλα.
Πρώτη μεγάλη προσφορά του Βυζαντίου είναι η διάσωση της γραπτής κληρονομιάς της αρχαίας Ελλάδας. Κατά τον χρόνο που στη Δύση βασίλευε η άγνοια και η βαρβαρότητα, το Ορθόδοξο Βυζάντιο εργαζόταν πολιτιστικά για την διαιώνιση του πνευματικού θησαυρού της αρχαίας Ελλάδας, την καλλιέργεια των γραμμάτων και την πρόοδο της επιστήμης. Το 357 μ.Χ. ιδρύθηκε στην Κων/πολη βιβλιοθήκη. Σ’ αυτήν λειτουργούσε και «Μέγα αντιγραφικόν εργαστήριον», που το επιχορηγούσε το Βυζ. Κράτος και είχε τον έλεγχο και συντηρούσε παλαιούς και φθαρμένους κώδικες.
Παράλληλα, στο μεγάλο εκείνο εργαστήριο αντιγράφονταν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Δημοσθένης, ο Ισοκράτης και ο Θουκυδίδης. Η καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών Αικατ. Χριστοφιλοπούλου γράφει: «Αυτή είναι η πρώτη προσπάθεια διά την διάσωσιν της πνευματικής παραγωγής του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, από τότε που επικράτησε ο Χριστιανισμός στη δημόσια ζωή».
Κάτι ανάλογο γινόταν και στα μοναστήρια. Ο Μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας φρόντισε να αντιγραφούν ορθά και να διασωθούν έτσι πολλά έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Το παράδειγμά του βρήκε πολλούς μιμητές. Έτσι, στα περισσότερα μοναστήρια του Βυζαντίου υπήρχαν επιτελεία καλλιγράφων μοναχών, οι οποίοι συνεχώς αντέγραφαν αρχαία συγγράμματα σε παπύρους και περγαμηνές. Είναι τα περίφημα Σκριπτόρια (λατ. scribo = γράφω).
Έτσι, το Βυζάντιο διατήρησε τον πνευματικό θησαυρό των αρχαίων. Με αυτόν τον τρόπο δεν χάθηκε ο πνευματικός θησαυρός των αρχαίων μας προγόνων. Και ασφαλώς θα είχαμε και πολλά άλλα έργα της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, αν οι Τούρκοι κατά την άλωση της Κων/πόλεως, αλλά και των άλλων ελληνικών πόλεων, δεν είχαν παραδώσει στις φλόγες μυριάδες σπάνια χειρόγραφα.
Τα μοναστήρια, καταφύγια θεόπνευστης ειρήνης, αναδείχτηκαν σε εκδοτικούς οίκους έκδοσης των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, έγιναν εργαστήρια καλλιτεχνικών ανατυπώσεων και συνδυασμών του ελληνικού αλφαβήτου. Το αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα όχι μόνον δεν διώχτηκε, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά αντίθετα αποτέλεσε τη βάση της παιδείας στο Βυζάντιο.
Για την προσφορά του Βυζαντίου στον πολιτισμό αξίζει να ομιλήσουν καλύτερα οι ξένοι. Ο Άγγλος ιστορικός Κάρολος Ντηλ (Ch. Diel) γράφει στο σύγγραμμά του «Les Grads Problemes de l’ Histoire Byzantine», σελ. 173-174: «Το Βυζάντιο εδημιούργησε λαμπρόν πολιτισμόν, τον λαμπρότερον ίσως, ο οποίος είδε το φως μέχρι το 1100 στη χριστιανική Ευρώπη. Με αυτόν δε τον πολιτισμό, τον πνευματικό και τον τεχνικό, εξάσκησε ευρεία επίδραση σε όλους τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης.
Αλλά, το Βυζάντιο, όπως γράφει και ο Ράνσιμαν, «είχε βγάλει χώρες ολόκληρες από τη βαρβαρότητα και είχε δώσει σε άλλες την εκλέπτυνση των ηθών».
Σημαντικό γεγονός της βασιλείας του Μιχαήλ Γ’ (842-867) είναι η διάδοση του Χριστιανισμού στους Σλαβικούς λαούς. Δύο ιεραπόστολοι από την Θεσσαλονίκη, οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος, στάλθηκαν στην Μοραβία (Τσεχοσλοβακία), επί Πατριάρχου Φωτίου, μαζί με άλλους συνεργάτες μοναχούς και τεχνικούς. Ο Μεθόδιος ήταν πρακτικότερος. Ο Κύριλλος ήταν πραγματικά σοφός, καθηγητής της Φιλοσοφίας και Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κων/πολης. Εδημιούργησαν το σλαβικό αλφάβητο, το λεγόμενο Κυρίλλειο, με βάση το ελληνικό αλφάβητο με κεφαλαία γράμματα. Έτσι, κατόρθωσαν να μεταφράσουν από την ελληνική στη σλαβωνική το Ευαγγέλιο και τα αναγκαία λειτουργικά βιβλία. Με τη χρησιμοποίηση της ντόπιας γλώσσας προσέλκυσαν την αγάπη του λαού στη νέα θρησκεία και στον βυζαντινό πολιτισμό.
Με τις μεταφράσεις τους οι δύο ιεραπόστολοι δεν διέδωσαν μόνον τον Χριστιανισμό, αλλά έβαλαν και τις βάσεις της σλαβικής φιλολογίας. Αυτοί δίδαξαν και μόρφωσαν πολλούς μαθητές, οι οποίοι συνέχισαν το έργο των διδασκάλων τους στη Βουλγαρία και τη Σερβία.
Ο πολιτισμός στη Γερμανία ήρθε από το Βυζάντιο, χάρη στην Ελληνίδα πριγκίπισσα Θεοφανώ, μητέρα του Όθωνος Γ’. Πραγματικά, στην ιστορία διαβάζουμε: Η Θεοφανώ, Αυτοκράτειρα των Γερμανών (972-983) ήταν αδελφή του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, θυγατέρα του Ρωμανού Β’ και της Θεοφανούς. Παντρεύτηκε τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας Όθωνα τον Β’.
Ήταν ωραία και ευφυής, ανωτέρας μορφώσεως. Άσκησε ευεργετικότατη επίδραση στη Γερμανία. Εισήγαγε την εθιμοτυπία και την πολυτέλεια της Βυζαντινής Αυλής. Στη Γερμανία την συνόδευαν αρκετοί σοφοί άνδρες του Βυζαντίου, οι οποίοι εισήγαγαν την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και της φιλοσοφίας, η οποία αργότερα αναπτύχθηκε πολύ στη Γερμανία.
Στα μέσα του 10ου αιώνα οι Ρώσοι ασπάζονται τον Χριστιανισμό. Η αδελφή του αυτοκράτορα Βασιλείου Άννα έλαβε σύζυγο τον ηγεμόνα των Ρώσων Βλαδήμηρο Α’, ο οποίος είχε βαπτισθεί χριστιανός στην Χερσώνα της Ουκρανίας. Ο Βλαδήμηρος διέδωσε τον Χριστιανισμό στη χώρα του κατά χιλιάδες ο ρωσικός λαός, ακολουθώντας το παράδειγμα του ηγεμόνα του, βαπτίστηκε στον ποταμό Βορυσθένη (σήμερα Δνείπερο).
Την Ρωσική Εκκλησία διοικούσε Μητροπολίτης, ο οποίος διορίζονταν από το πατριαρχείο της Κων/πόλεως και είχε την έδρα του στο Κίεβο, το οποίο θεωρήθηκε ιερή πόλη των ρώσων. Με τον εκχριστιανισμό των Ρώσων διαδόθηκε ο βυζαντινός πολιτισμός και επήλθε εξημέρωση και ανάπτυξη του Ρωσικού λαού. Άλλωστε πολλοί λαοί, που εκχριστιανίστηκαν από το Βυζάντιο, οφείλουν τα πρώτα σπέρματα του πολιτισμού τους στο Βυζάντιο, όπως και οι Ρώσοι την πρώτη τους ανάπτυξη χρεωστούν στον Ελληνικό πολιτισμό και τα ελληνικά Γράμματα του Βυζαντίου.

***
Την ώρα που οι Ευρωπαίοι ζούσαν ημιβάρβαρο βίο μέσα σε παχυλή αμάθεια και σκοτεινή δεισιδαιμονία, στη Βασιλεύουσα και στις Ελληνικές πόλεις της Ανατολής, η ζωή κυλούσε μέσα στις λεπτότερες καλλιτεχνικές απολαύσεις και τις υψηλότερες πνευματικές πτήσεις.
Ενώ οι μεγάλες σημερινές Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είτε δεν υπήρχαν καθόλου, όπως το Βερολίνο, είτε ήταν ελεεινά χωριά, όπως το Παρίσι και το Λονδίνο, η Κων/πολη ήταν «η αληθινή Ευρωπαϊκή μεγαλούπολη, που μέσα στα τείχη της περιέκλειε περισσότερα βιβλία και αριστουργήματα τέχνης από όσα ολόκληρη η άλλη οικουμένη».
Όταν η «πόλις εάλω», την ευεργετική της επίδραση την αισθάνθηκαν όλοι οι λαοί και πρώτη η Δυτική Ευρώπη, η οποία φωτίστηκε από το φως της Αναγεννήσεως, που δεν ήταν άλλο από το φως του Βυζαντίου.
Με την άλωση της Κων/πολης αρχίζει η μεγάλη έξοδος των πνευματικών ανθρώπων του Βυζαντίου προς τη Δύση, όπου και μετέφεραν τους πνευματικούς θησαυρούς που δημιούργησε επί χίλια χρόνια ο Ελληνισμός της μεγάλης αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Φέρουν μαζί τους και τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα αντίγραφα από τα σκριπτόρια των μοναστηριών του Βυζαντίου μαζί με τα σχόλια των Ελλήνων λογίων…
Το ελληνορθόδοξο πνεύμα κατακτά τη Δυτική Ευρώπη και γίνεται η μαγιά που θα φέρει την Αναγέννηση στον Δυτικό κόσμο. Όλα αυτά, βέβαια, από το… «σκοτεινό Βυζάντιο».
Η πρώτη ομάδα Ελλήνων διανοουμένων του Βυζαντίου που κατέφυγαν στη Δύση, όπου και μετέφεραν τους πνευματικούς θησαυρούς ήταν: Ο Μιχαήλ Χρυσολωράς, ο Γεώρ. Τραπεζούντιος, ο Γεώρ. Πλήθων – Γεμιστός, ο Θεόδ. Γαζής, ο Ιω. Αργυρόπουλος, ο Δημ. Χαλκοκονδύλης, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και άλλοι (Σημείωση: Το Λαόνικος είναι αναγραμματισμός του Νικόλαος: Λαο+Νικο+ς).
Όλοι αυτοί, όταν εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία, μετέφεραν μαζί τους τους καρπούς των μελετών τους και άρχισαν να διδάσκουν με ενθουσιασμό τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων. Για να επιτύχουν το σκοπό τους ίδρυσαν την Πλατωνική Ακαδημία της Φλωρεντίας, όπου γινόταν μελέτη των κειμένων σε συνδυασμό προς το πνεύμα του Χριστιανισμού, σύμφωνα με το πρότυπο των Ελλήνων Πατέρων της Ανατολής.
Έτσι, άρχισε η εποχή της Αναγεννήσεως στη Δυτική Ευρώπη, στην οποία τον βασικότερο ρόλο έπαιξε το Βυζάντιο με την διάσωση του αρχαίου Ελληνικού θησαυρού!..