Η Ρωμιοσύνη, θεμέλιο της νεοελληνικής ταυτότητας…

on .

Διαπιστώσεις

 Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ

* Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (484/480-420/410 π.Χ.) τα στοιχεία εκείνα που ορίζουν την εθνική ταυτότητα είναι: το ομόθρησκο, το ομόγλωσσο, το όμαιμο και το ομοηθές.
Το πρώτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Βυζαντινής κοινωνίας ήταν το «ομόθρησκο». Η επεξεργασία της ταυτότητας των Βυζαντινών είναι αποτέλεσμα πολλών χρόνων συνεχούς διεργασίας και διαδικασίας μεταλλαγής, μετάβασης, δηλαδή, σε νέα μορφή, του χριστιανισμού σε πλειοψηφία.
Είναι γνωστό ότι στο τέλος του 4ου αιώνα ο Χριστιανισμός θα αναγνωριστεί ως επίσημη θρησκεία του κράτους από τον αυτοκράτοιρα Θεοδόσιο (379-395), ο οποίος χώρισε το κράτος σε ανατολικό και δυτικό (395). Δεύτερο στοιχείο της ταυτότητας του έθνους είναι το «ομόγλωσσο». (Ομόγλωσσοι αυτοί που ομιλούν την ίδια γλώσσα). Για να επικρατήσει στην Βυζαντινή αυτοκρατορία η γλώσσα, η ελληνοφωνία, θα χρειαστεί να περάσουν πολλοί αιώνες.
Τα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα, θα γίνει επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-641). Από τον 7ο αιώνα το Βυζάντιο θα είναι χριστιανικό κράτος με ελληνικά χαρακτηριστικά. Ως προς τη διοίκηση, όμως, πάντοτε θα είναι ρωμαϊκό.
Το όνομα «Έλλην» εκείνη την εποχή είχε χάσει την εθνική του σημασία, σήμαινε τον ειδωλολάτρη. Μέχρι την επικράτηση του Χριστιανισμού η λέξη Έλληνες δήλωνε εθνικό όνομα. Με τον Χριστιανισμό το Έλληνες παίρνει αρχικά την σημασία «Ειδωλολάτρες-Εθνικοί». Μετά την ίδρυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Έλληνας αυτοπροσδιοριζόταν Ρωμαίος (Ρωμιός).
Η Ορθοδοξία (το ομόθρησκο - ίδια θρησκεία) και η Ελληνοφωνία το ομόγλωσσο-ίδια γλώσσα) αποτελούν τα θεμέλια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το «ομοηθές» είναι το ίδιο ήθος, δηλαδή ο ίδιος χαρακτήρας των ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Τα ήθη είναι τα πρότυπα της κοινωνικής συμπεριφοράς.
Το ομοηθές επιτυγχάνεται χάρη στη διοίκηση και τις αποφάσεις της Κεντρικής εξουσίας της Κωνσταντινούπολης. Έτσι στο κράτος υπάρχει ένας νόμος, μία θρησκεία, ένας αυτοκράτορας.
Εκβυζαντινισμό παρατηρούμε όταν ξενόφερτες ομάδες εκχριστιανίζονται, εξελληνίζονται (γίνονται ελληνόφωνες) και εντάσσονται στη Βυζαντινή διοίκηση.
Θα γράψει η Ελένη Αρβελέρ στο βιβλίο της «Σας μιλώ για το Βυζάντιο», (εκδόσεις Ερμής, 2014, σ.19): «Ο Βυζαντινός είναι, όπως λέει ένα κείμενο του 14ου αιώνα «καθαρός το γένος Ρωμαίος» (Ρωμιός, δηλαδή, θα λέγαμε σήμερα), ελληνομαθημένος, ελληνόφωνος, πιστός στον αυτοκράτορα (τον μόνο αντιπρόσωπο στη γη του μοναδικού Θεού), και βέβαια Χριστιανός Ορθόδοξος».
Ο όρος «Ρωμιός» δηλώνει τους Νεοέλληνες, τους άμεσους κληρονόμους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας του μεσαιωνικού ελληνισμού. Το όνομα «Έλλην» που σήμαινε τον ειδωλολάτρη (τον εθνικό) μετά από τον 13ο αιώνα γίνεται εθνικό όνομα των κατοίκων του Βυζαντίου, χωρίς να παρασιωπάται ή να παραμερίζεται το «Ρωμαίος-Ρωμιός». Κατά τον 14ο αιώνα ο αρχαιολάτρης, νεοπλατωνικός φιλόλογος Γεμιστός (ή Πλήθων) (περίπου 1360-1452) θα γράψει: «Έλληνες εσμέν ως η φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Το Βυζάντιο ελληνοποιείται, σε αντίδραση προς τους Λατίνους. Στο τέλος του 9ου αιώνα ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός (περίπου 1360-1452) ταύτισε το γένος των Ρωμαίων (των Βυζαντινών δηλαδή, που πάντα έφερναν το όνομα «Ρωμαίος») με το έθνος των Χριστιανών.
Στα βυζαντινά χρόνια η Κωνσταντινούπολη αντιπροσώπευε τη συνείδηση όλων των κατοίκων της αυτοκρατορίας. Ήταν η Βασιλεύουσα με τη Μεγάλη Εκκλησία, την Αγία Σοφία, με τον Ιππόδρομο και το Ιερό Παλάτι.
Από τον βυζαντινό πολιτισμό κληροδοτήθηκαν αρκετά κατάλοιπα στον νεοελληνικό πολιτισμό, δεδομένου ότι οι Νεοέλληνες είναι οι συνεχιστές της βυζαντινής κληρονομιάς. Μένουν από το Βυζάντιο πάρα πολλές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, όπως: Τα βαφτιστικά ονόματα, η Κυριακή αργία, οι ημερολογιακές γιορτές, τα πανηγύρια, όπως επίσης και πολλές λαϊκές ρήσεις: «Έφαγα τον περίδρομο» (από το γεμισμένο πιάτο, δηλαδή έφαγα και τον περίγυρο του πιάτου), «το παίζω στα δάκτυλα» (ξέρω καλά το μάθημα της δωδεκαδικής αριθμητικής). Ακόμη πολλές πολυχρόνιες ευχές: Ο νίκες κατά των Βαρβάρων, ο «Αήρ» των βυζαντινών στρατευμάτων και πολλές άλλες.
Να θυμηθούμε ακόμη τους αγιασμούς, τα κάλαντα, τους ανυπέρβλητους χαιρετισμούς της Θεοτόκου (έργο του Ρωμανού του Μελωδού), τις συνήθειες του γάμου, αλλά και τη νεκρώσιμη ακολουθία. Εκτός από αυτά, οι άλλες εικόνες, τα φυλαχτά των σπιτιών στο εικονοστάσι κάθε σχεδόν οικογένειας και πολλά άλλα.
Οι πληθυσμοί της πολυεθνικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν ελληνόφωνοι, όπως μαρτυρείται από τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη η βυζαντινή γραμματεία αλλά και ο κώδικας της Καινής Διαθήκης, ελληνικά τα Ευαγγέλια, εκτός από το κατά Ματθαίον (το οποίο πολύ γρήγορα μεταφράστηκε στα ελληνικά), οι πράξεις των Αποστόλων, Επιστολές των Αποστόλων, η Αποκάλυψη και άλλα.
Ο πολιτισμός ελληνοπρεπής, συνέχεια του ελληνιστικού πολιτισμού. Χάρη στη γλώσσα και στον χριστιανισμό το Βυζάντιο αφομοίωσε ποικίλους λαούς της αυτοκρατορίας, αφήνοντας τα πολιτιστικά ίχνη του μέχρι σήμερα.
Διάφορα φολκλορικά δρώμενα, χορευτικοί τρόποι, είδη μουσικών οργάνων, αλλά και ενδυματολογικές συνήθειες παραπέμπουν στη βυζαντινή αυτοκρατορία, όπως και ο δικέφαλος αετός, που είναι σύμβολο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Το Βυζάντιο είναι η πολιτισμική συνέχεια της γλώσσας του ελληνιστικού ελληνισμού, χωρίς να γνωρίσει το σκοτάδι του δυτικοευρωπαϊκού Μεσαίωνα.
Η Ευρωπαϊκή Αναγέννηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μπολιασμένη από βυζαντινούς λογίους που αυτοεξορίστηκαν στη Δύση. Επομένως, από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νεοελληνικής ταυτότητας είναι η ορθοδοξία και η ελληνοφωνία.
Όπως αναφέρθηκε, όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής γράφτηκαν στα ελληνικά εκτός από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο που γράφτηκε στα αραμανικά αλλά πολύ γρήγορα μεταφράστηκε στα ελληνικά, στην «Κοινή Αλεξανδρινή». Η γλώσσα του λαού και όχι η γραπτή γλώσσα των λογίων, που προσπαθούν να αττικίζουν είναι ακόμη και σήμερα κατανοητή χωρίς να υπάρχει ανάγκη μετάφρασης.
Να σημειώσουμε επίσης τα λαϊκά αναγνώσματα: τους βίους των Αγίων, την εξιστόρηση θαυμάτων τους, άλλα έγγραφα, αγοραπωλησίες, διαθήκες, συμβόλαια, συμβουλευτικοί λόγοι των γονιών προς τα παιδιά τους. Αυτό ισχύει και για τη γλώσσα της Θείας λειτουργίας, που μέχρι σήμερα διατηρεί αναλλοίωτη τη βυζαντινή έκφραση.
Η Ρωμιοσύνη είναι το θεμέλιο της νεοελληνικής ταυτότητας. Το Βυζάντιο είναι ζωντανό στις καθημερινές μας συνήθειες και στη συνείδηση των Νεοελλήνων.
Συμπερασματικά, να πούμε ότι η γλώσσα και η Ορθοδοξία, στοιχεία βυζαντινής καταγωγής, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της νεοελληνικής ταυτότητας, της ταυτότητας που νοσταλγικά στρέφεται προς την Κωνσταντινούπολη και την Αγια-Σοφιά.