Ένας τρύγος σταφυλιών στα παλιά Γιάννινα…

on .

Ο μήνας Σεπτέμβριος είναι ο πρώτος μήνας της εποχής του Φθινοπώρου, γι' αυτό και πολλοί τον λένε Χινόπωρο. Επίσης Σποριάρης για την προετοιμασία της σποράς και Τρυγητής ή Τρυγομήνας, γιατί κατά τη διάρκεια του γίνεται ο τρύγος των σταφυλιών.
Έτσι, τούτον τον μήνα Σεπτέμβρη οι παιδικές μου αναμνήσεις ξαναζωντανεύουν και θυμάμαι με νοσταλγία, όταν σαν παιδί συμμετείχα κι εγώ σε τρύγο εδώ στα Γιάννινα στην τότε γραφική κι όμορφη μικρή μας πόλη. Πάνω από το Μιλιέτ-Μπαχτσιέ στην περιοχή των  Αμπελοκήπων  ήταν  ο  δρόμος  που  οδηγούσεστο τότε Σανατόριο. Στα αριστερά αυτού και σε ψηλό σχετικά ανάχωμα, υπήρχαν τότε, στην αρχή το κτήμα με τις αμυγδαλιές του Γκιζά και στη συνέχεια μερικά αμπέλια, που έφταναν σχεδόν μέχρι τα ριζά του δασυλλίου της πόλης μας.
Ένα απ' αυτά ήταν της χήρας πεθεράς του πρώτου ξάδερφού μου Κώστα. Την εποχή λοιπόν της χαράς του τρύγου μας καλούσαν κι εμάς τα παιδιά της οικογένειας μου και με μεγάλη ευχαρίστηση πηγαίναμε σ' αυτό το πανηγύρι μεγάλοι και μικροί. Ήταν πράγματι σαν πανηγύρι αυτό το αντάμωμα τόσων ανθρώπων, κυρίως νέων, με τις χαρούμενες φωνές, τα γέλια και τα τραγούδια τους. Η συμπεθέρα ζωσμένη με την ποδιά και το μαύρο κεφαλομάντηλο μαζί με ένα από τα παιδιά της, έδιναν στους μεγάλους από ένα καλαθάκι με ψαλίδι ή μαχαίρι, για να μπουν σε λίγο ανάμεσα στα κλήματα και ν' αρχίσουν να κόβουν τα δροσάτα και μοσχομυρωδάτα σταφύλια. Προτού αρχίσει ο τρύγος, όλοι έλεγαν ευχές για καλή σοδειά και ανταμοιβή των κόπων για την καλλιέργεια του αμπελιού μέχρι να φτάσει η χαρούμενη τούτη ατμόσφαιρα του τρύγου. Άρχιζαν δε το μάζεμα των σταφυλιών με το τραγούδι:
«Μπαίνω μες στ' αμπέλι σα νοικοκυρά, να κι ο νοικοκύρης πού ‘ρχεται κοντά.
Έμπα νοικοκύρη, να τρυγήσουμε κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε».
Στη συνέχεια, τραγουδούσαν τραγούδια της εποχής, έλεγαν αστεία μεταξύ τους και γελούσαν και ο ένας πείραζε τον άλλον για το ποιος μαζεύει περισσότερα σταφύλια. Κάθε καλάθι που γέμιζε, το άδειαζαν στις μεγάλες καλάθες, που ήταν στην άκρη του αμπελιού.
Εμείς τα μικρά παιδιά, ο λίγο μεγαλύτερος αδελφός μου, εγώ και άλλα τρία -τέσσερα, καθόμασταν κάτω από μια μεγάλη αχλαδιά και παρακολουθούσαμε με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση την όλη χαρούμενη διαδικασία του τρύγου.
Όταν οι μεγάλοι προχώρησαν αρκετά στο μάζεμα των σταφυλιών ήρθε κοντά μας η συμπεθέρα κι αφού μας εξήγησε ότι δεν μπορούσαμε να συμμετέχουμε ενεργά στον τρύγο, γιατί υπήρχε φόβος να κοπούμε από το ψαλίδι ή το μαχαίρι και να σηκώσουμε το γεμάτο καλάθι, μας είπε να μπούμε ανάμεσα στα κλήματα και να βρούμε τσαμπιά με λίγες ρώγες που έχουν ξεχάσει οι μεγάλοι.
Μας είπε να προσέχουμε όταν βρίσκουμε κανένα μικρό τσαμπί ανάμεσα στα φύλλα του κλήματος και να το κόβουμε αφού δούμε ότι στις ώριμες κιτρινωπές ρώγες του δεν είναι μέλισσες ή σφήκες που πηγαίνουν να ρουφήξουν το γλυκό χυμό τους. Η χαρά μας ήταν μεγάλη όταν ψαχουλεύοντας τα τρυγημένα κλήματα βρίσκαμε μικρά τσαμπιά, τα οποία τα πηγαίναμε στην συμπεθέρα κι εκείνη μας τα ξέπλενε με το νερό μιας χωμάτινης στάμνας και μας έδινε να φάμε τις ρώγες.
Όταν οι μεγάλες καλάθες γέμιζαν, δύο γεροδεμένοι άντρες τις κατέβαζαν στο δρόμο και τις φόρτωναν σε μια σούστα που την έσερνε ένα άσπρο άλογο. Οι άντρες αυτοί ακολουθούσαν τη φορτωμένη σούστα για να ξεφορτώσουν τις καλάθες στο σπίτι της νοικοκυράς του αμπελιού που ήταν στην οδό Κομνηνών, σε κοντινή σχετικά απόσταση όπου οδηγούσε το άλογο με τη σούστα ο ιδιοκτήτης της.
Ξεφορτώνοντας τις καλάθες, τις μετέφερναν στο πίσω μέρος του ισόγειου σπιτιού στην πλακοστρωμένη αυλή. Εκεί ήταν και το πατητήρι κοντά στον τοίχο του σπιτιού με στέγαστρο με κεραμίδια, που ήταν συνέχεια της στέγης του σπιτιού.
Δεν θυμάμαι πόσες καλάθες είχαν γεμίσει ολημερίς στο αμπέλι και πόσα δρομολόγια έκανε η σούστα, εκείνο που θυμάμαι, είναι ότι η οικογένεια ήταν χαρούμενη και ικανοποιημένη από τη σοδειά.
Ο τρύγος στο παραπάνω αμπέλι είχε μια διακοπή το μεσημέρι για ξεκούραση και φαγητό. Η φθινοπωρινή φύση και η χαρούμενη ατμόσφαιρα του τρύγου είχαν ανοίξει την όρεξη σε όλους τους παρευρισκομένους και τίμησαν δεόντως τα φαγητά που έφερε η νοικοκυρά και τα παιδιά της.
Το βραδάκι που τελείωσε ο τρύγος και όλες οι καλάθες είχαν μεταφερθεί στο σπίτι, πήγαμε όλοι σ' αυτό και μέσα σε κλίμα χαράς και κεφιού παρακολουθήσαμε το πάτημα των σταφυλιών. Το πατητήρι ήταν ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο ξύλινο δοχείο, που είχε ένα άνοιγμα στο μπροστινό μέρος σαν μικρή κάνουλα απ' όπου έτρεχε σ' ένα χάλκινο καζάνι άφθονος ο χυμός των πατημένων σταφυλιών, ο γνωστός μούστος. Σ' αυτό το πατητήρι ρίξανε δυο - τρεις καλάθες σταφύλια και μέσα μπήκανε τρεις νέοι άντρες με τα ποδονάρια των παντελονιών τους μαζεμένα ψηλά και με τα πόδια, φυσικά καθαρά, άρχισαν το πάτημα των σταφυλιών ενώ ο μούστος έτρεχε στα καζάνι. Όταν γέμιζε το καζάνι μ' ένα δοχείο έπαιρναν το μούστο γεμίζοντας έναν κουβά, τον οποίον άδειαζαν στα καλοπλυμένα βαρέλια που είχαν στο υπόγειο του σπιτιού, για να βράσει και να φτάσει να γίνει το γλυκό σπιτίσιο κρασί. Το πάτημα των σταφυλιών θα συνεχίζονταν μέχρι το βράδυ από τους στενούς συγγενείς του σπιτιού κι αν δεν προλάβαιναν να πατήσουν όλη την ποσότητα των σταφυλιών θα συνέχιζαν την επόμενη μέρα.
Το βράδυ όταν άρχισε να πέφτει στην πόλη μας, τ’ αδέλφια μου κι εγώ ετοιμαστήκαμε να φύγουμε κατενθουσιασμένοι από τις εμπειρίες της ημέρας του τρύγου και του πατήματος των σταφυλιών. Τότε η πεθερά του ξαδέρφου μου μας γέμισε ένα καλάθι με ώριμα διαλεγμένα σταφύλια και μια μεγάλη γυάλινη μπουκάλα με φρέσκο μούστο για το σπίτι μας και μας ξεπροβόδισε φιλώντας και ευχαριστώντας μας για τη συμμετοχή μας στον τρύγο. Την άλλη μέρα θυμάμαι, η μάνα μου έκανε με το μούστο μουσταλευριά που τόσο μας άρεσε.
Πρέπει να πω εδώ ότι η συμπεθέρα μας έφτιαχνε εκτός από μουσταλευριά και μουστοκούλουρα, σμπέκια και πετιμέζι, από τα οποία μας έστελνε να τα γευτούμε. Σήμερα, η πιο πάνω περιοχή έχει αλλάξει τελείως, όπως άλλαξε και η πόλη μας και το μόνο που μένει σε εμάς τους παλιούς Γιαννιώτες όταν θυμούμαστε ευχάριστα γεγονότα και καταστάσεις της τότε πόλης, είναι μια γλυκιά συγκίνηση και νοσταλγία.