Τα Γιαννιώτικα Μποστάνια…

on .

Αναδρομές

   Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

* Οι λαχανόκηποι (μποστάνια) παλιότερα ήταν στην παραλίμνια περιοχή και συγκεκριμένα από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου Κοπάνων, πίσω από το σπίτι του Νεομάρτυρα Γεωργίου και μέχρι το δρόμο που οδηγούσε στο Μώλο, μπροστά από το Νοσοκομείο «Γ. Χατζηκώστα», καλύπτοντας και μέρος της περιοχής Μάτσικα.
Επίσης, μποστάνια ήταν και στην παραλίμνια περιοχή της Καλούτσιανης, πίσω από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, που άρχιζαν σχεδόν από τα Ταμπάκικα και έφταναν μέχρι τη διασταύρωση των Γιαννίνων, Κατσικά και Αη-Γιάννη (Ανατολή).
    Επί Τουρκοκρατίας τα μποστάνια αυτά ήταν κυρίως ιδιοκτησίες Τούρκων μπέηδων, εκτός της περιοχής γύρω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου Κοπάνων, που ήταν περιουσία της (βακούφια). Μετά την απελευθέρωση της πόλης μας (1913) τα μποστάνια περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο και πουλήθηκαν στους παλιούς Γιαννιώτες μποσταντζήδες σαν ανταλλάξιμα. Ο πατέρας μου μας έλεγε ότι τα μποστάνια που ήταν στην παραλίμνια περιοχή κάτω από το σπίτι του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα και μέχρι το μεγάλο χάνδακα του Μάτσικα ήταν ιδιοκτησία του Τούρκου μπέη Σέη, ο οποίος σε ένα απ' αυτά είχε το σεράι του. Αυτό το μποστάνι, που περιείχε το σεράι και στη συνέχεια τα ερείπιά του είχε νοικιάσει καταρχήν και στη συνέχεια είχε αγοράσει το έτος 1929 ο πατέρας μου από το Ελληνικό Δημόσιο ως ανταλλάξιμο.
    Τα μποστάνια τότε κάλυπταν τις ανάγκες σε λαχανικά της «μικρής μας πόλης» και των γύρω χωριών και όταν υπήρχε υπερεπάρκεια στέλνανε και στην Αθήνα. Αυτό, όπως μας έλεγε ο πατέρας μου, γίνονταν κυρίως το χειμώνα με πράσα, σέλινα και κουμπορλάχανα (λάχανα, μάπες, κράμβες), γιατί αυτά άντεχαν στο ταξίδι από τα Γιάννινα στην Αθήνα, επειδή γίνονταν με αυτοκίνητο μέχρι Πρέβεζα, με πλοίο απ' αυτή μέχρι Πειραιά κι από κει με αυτοκίνητο για την Αθήνα.
    Όλα τα μποστάνια ποτίζονταν από τη Λίμνη παλιότερα με ροδάνια που τα γυρνούσαν άλογα και ύστερα με ηλεκτρικές μηχανές. Το ροδάνι ήταν πολύ μεγάλο και σε όλο τον κύκλο του ήταν καρφωμένα ή δεμένα με σύρμα τενεκεδένια δοχεία, τα οποία σήκωναν το νερό, όταν το ροδάνι γυρνούσε και βουτούσε σε μια μεγάλη και πλατειά πηγάδα, που με χαντάκι συγκοινωνούσε με τη Λίμνη. Το ροδάνι ετίθετο σε περιστροφική κίνηση με ξύλινα γρανάζια, που ήταν συνδεδεμένα μ' ένα ξύλο - ζυγό, στο οποίο έζευαν το άλογο και γυρνούσε γύρω - γύρω.
    Το νερό από τους τενεκέδες έπεφτε σε τσίγκινη φαρδιά κάνουλα και με ποτιστάδες (μικρά αυλάκια) έφτανε στο ψηλότερο σημείο των μποστανιών κι από κει διοχετεύονταν σε όλα τα σημεία τους.
Η απασχόληση στα μποστάνια ήταν όλες τις εποχές συνεχής, γιατί πάντα υπήρχαν δουλειές που έπρεπε να γίνουν, κι ενώ μ' αυτές ασχολούνταν όλα τα μέλη της οικογένειας χρειάζονταν πολλές φορές και εργάτες, καθώς και εργάτριες, που ο αριθμός τους αυξάνονταν κατά τη θερινή περίοδο, επειδή οι δουλειές παρουσιάζονταν αυξημένες.
    Οι πιο πάνω εργαζόμενοι στα μποστάνια δούλευαν με φαγητό, εκτός του μεροκάματου, γι' αυτό εγώ κι ο αμέσως μεγαλύτερός μου αδελφός τα πρωινά μεταφέραμε από τον φούρνο του κυρ Αλέξη της γειτονιάς μας, από μια αγκαλιά ψωμιά, της οκάς που ήταν τότε.
   Το ψωμί ήταν μπόλικο για να φτάσει για το κολατσιό και το μεσημεριανό φαγητό της μεγάλης μας οικογένειας και των δυο - τριών, εργατών και εργατριών και να περισσέψει για το βραδινό φαγητό της οικογένειας, καθώς και για το πρωινό της επομένης μέρας, που χρειάζονταν για την «τρίψα» στο γάλα ή στον καφέ από ψημένο κριθάρι.
   Το σκάψιμο των μποστανιών γίνονταν κυρίως με τη μπέλα ή μπέλι (είδος φτυαριού), το δικέλι και το τσαπί, ενώ το ελαφρό σκάψιμο με το σκαλιστήρι. Όταν υπήρχε μεγάλη έκταση των μποστανιών για σκάψιμο, τότε έφερναν από το Πέραμα ζευγά και την όργωνε με το αλέτρι του, που το τράβαγαν δυο γελάδια.
   Θυμάμαι, όταν έπρεπε να οργωθεί κανένα κομμάτι του μποστανιού μας, ο γνωστός μας Περάτης ζευγολάτης έφερνε το αλέτρι του με βάρκα, που την άραζε στα ρηχά νερά του πόρου, που είχε σχηματίσει η Λίμνη στην άκρη του μποστανιού μας, ενώ την άλλη μέρα έφερνε τα βόδια με τα πόδια κι αφού τα έζευε έκανε το όργωμα.
Κάθε εποχή στα μποστάνια είχε τη χάρη της και τις αγκούσες (στενοχώριες), γιατί ήταν χαρά Θεού, όταν όλα πήγαιναν καλά, να βλέπεις το σπόρο που φύτεψες να φυτρώνει, να μεγαλώνει, να βγάζει φύλλα, άνθη και καρπό και ώριμο πλέον να τον μαζεύεις, να τον πουλάς και να κερδίζεις για τους κόπους σου, για να ζήσεις την οικογένειά σου ανθρώπινα και ν' ανταποκριθείς στις υποχρεώσεις σου.
    Ήταν όμως πολλές και οι στενοχώριες, γιατί, αν ο καιρός δεν βοηθούσε για τη σωστή ανάπτυξη των λαχανικών και η παραγωγή τους δεν ήταν έτοιμη στον καιρό που χρειάζονταν, απέβαινε σε βάρος των εσόδων των μποσταντζήδων, έστω κι αν αυτοί είχαν κουραστεί, ιδρώσει και ξοδέψει πολλά για την καλλιέργειά τους.
Οι δουλειές κάθε εποχή ήταν πολλές και διάφορες στα μποστάνια, γιατί έπρεπε ν' αντιμετωπιστούν αυτές, που αφορούσαν τα λαχανικά της εποχής (περιποίηση, μάζεμα του καρπού ή βγάλσιμο, πλύσιμο και δέσιμο σε μάτσα), ανάλογα με το είδος, και να γίνουν οι προετοιμασίες για το φύτεμα των ζαρζαβατικών της επόμενης εποχής.
   Έτσι, π.χ. για το φύτεμα των θερινών λαχανικών, οι προετοιμασίες άρχιζαν σχεδόν από το μήνα Μάρτιο με τη σπορά φυταριών για τις ντοματιές, τις μελιτζανιές και τις πιπεριές. Οι φυταριές δημιουργούνταν σε απάνεμο μέρος των μποστανιών, σε ορθογώνιο σχήμα και οι σπόροι ρίχνονταν σε χωνεμένη φουσκή (κοπριά). Κι επειδή την περίοδο αυτή έκανε κρύο κι έπεφτε παγωνιά, κάθε βράδυ τις σκέπαζαν με ψάθες, καμωμένες από παπύρια της Λίμνης μας, που αγόραζαν από τους Νησιώτες της και τις τοποθετούσαν πάνω σε ξύλα, σε σχήμα σκηνής, για να μη σπάνε τα φύτρα.
    Την ίδια περίοδο σπέρνονταν και οι σπόροι των κολοκυθιών και των αγγουριών κατευθείαν στους τόπους της κανονικής τους θέσης, κι επειδή υπήρχε φόβος να καούν τα φύτρα τους από την παγωνιά που έπεφτε τα βράδια, τις σκέπαζαν με ξερό χορτάρι, τσουκνίδες και άλλα αγριόχορτα, που έβγαιναν στα όχτια των μποστανιών.
    Ας σταματήσω όμως εδώ για τις διάφορες εργασίες που γίνονταν στα μποστάνια των Γιαννίνων, γιατί για την αναλυτική περιγραφή τους θα χρειάζονταν πολλές σελίδες. Εκείνο όμως που πρέπει να γνωρίζει κανείς είναι ότι η ζωή των μποσταντζήδων ήταν ένας συνεχής αγώνας. Η ανταμοιβή τους για το πάλεμα στη ζωή εξαρτιόταν από τις καιρικές κυρίως συνθήκες, οι οποίες, εκείνον τον καιρό, ήταν πολύ διαφορετικές από σήμερα.
    Το καλοκαίρι ήταν πολύ ζεστό κι από το τέλος του Αυγούστου, πολλές φορές, άρχιζαν οι καταιγίδες με χαλάζι μαζί με τα πρωτοβρόχια. Οι βροχές το φθινόπωρο και το χειμώνα ήταν πολλές, οι αντάρες (ομίχλες) ήταν συχνές και μερικές φορές κράταγαν μέρες, οι πάχνες, που έπεφταν τις νύχτες, ήταν σχεδόν καθημερινές και τα χιόνια ήταν πιο συχνά και σκέπαζαν τα πάντα μέρες ολόκληρες.
   Επίσης οι παγωνιές και οι δυνατοί βοριάδες πάγωναν όλη τη φύση και τα κρύσταλλα κρέμονταν από τα γυμνά κλωνάρια των δέντρων και τις στέγες των σπιτιών σαν μαντζούνια από διαυγή καραμέλα. Πολλές φορές ο χειμωνιάτικος καιρός συνεχίζονταν και κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου της άνοιξης, οπότε είχε ανασταλτικό χαρακτήρα για την ανάπτυξη των λαχανικών της εποχής.
    Οι παραπάνω δυσμενείς καιρικές συνθήκες επηρέαζαν τα ζαρζαβατικά των μποστανιών και δυσκόλευαν τη ζωή των μποσταντζήδων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του χειμώνα. Εκείνοι όμως δεν έχαναν το θάρρος τους,πάλευαν, και πολλές φορές δικαιολογούσαν τα καιρικά φαινόμενα ή από την πείρα τους έκριναν αυτά απαραίτητα.
    Η διάθεση των λαχανικών των μποστανιών γίνονταν κυρίως στους λαχανοπώλες της πόλης μας, που ήταν στην περιοχή του Κουρμανιού και σε άλλες γειτονιές. Επίσης, μερικοί μποσταντζήδες ή μεταπράτες πουλούσαν τα ζαρζαβατικά με τα γαϊδούρια τους στις γειτονιές των Γιαννίνων και των γύρω χωριών διαλαλώντας την πραμάτεια τους με δυνατή φωνή. Τέλος, πολλοί Γιαννιώτες κατέβαιναν στα μποστάνια κι αγόραζαν τα απαραίτητα λαχανικά, επί τόπου, για πιο φρέσκα και φθηνότερα.
    Η μεταφορά των λαχανικών από τα μποστάνια στους λαχανοπώλες γίνονταν με γαϊδούρια ή με κάρα, που τα τραβούσαν άλογα ή με βάρκες μέχρι το Μώλο και από κει με καρότσι (χειράμαξα).
   Τα μποστάνια, την περίοδο του πολέμου και ιδιαίτερα τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της πείνας, έσωσαν τους κατοίκους της πόλης μας, όπως κι αυτούς που κατόρθωσαν και ήρθαν σ’ αυτή, κυρίως από την Αθήνα. Σ' αυτά βρήκαν κάθε λογής λαχανικά, τα οποία μαγειρεύοντάς τα με διαφόρους τρόπους γέμιζαν το τραπέζι και χόρταιναν όλων την πείνα.
    Επίσης, τα ψάρια της Λίμνης μας, που τότε ήταν πολλά, συμπλήρωναν το φαγητό των Γιαννιωτών και των κατοίκων των γύρω χωριών τις πιο πάνω δύσκολες περιόδους.
    Επειδή τότε δεν υπήρχαν στην αγορά της πόλης μας σιτηρά, αλλά και οι κάτοικοι των γύρω χωριών δεν πουλούσαν πλέον απ' αυτά, πολλοί μποσταντζήδες, για ν' αντιμετωπίσουν την έλλειψη του ψωμιού, περιόρισαν την καλλιέργεια των ζαρζαβατικών κι έσπειραν σε κομμάτια των μποστανιών τους σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κλπ. Έτσι, θυμάμαι, στο πάνω μέρος του μποστανιού μας είχαν σπαρεί δημητριακά κι αυτό είχε πάρει τότε όψη χωραφιού χωριού.
   Ύστερα από την ωρίμανση του σιταριού και του κριθαριού άρχισε ο θερισμός τους, το αλώνισμα, με δάρτες όμως (χτύπημα με ξύλα ειδικά δεμένα) γιατί δεν υπήρχαν αλώνια, και το λίχνισμα στο ψηλότερο σημείο των χαλασμάτων του παλιού σεραγιού, που ήταν στο μποστάνι μας, για να έχει περισσότερο αέρα. Ακολουθούσε το μάζεμα του καλαμποκιού, το ξεφλούδισμά του, το στέγνωμα και τέλος το ξεσπείρισμά του. Στις δουλειές αυτές μας βοηθούσαν και συγγενείς, φίλοι και γείτονες στους οποίους οι γονείς μου έδιναν λίγα κι απ' όλα, όπως και λαχανικά.
    Μετά το πέρασμα των περιόδων του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου πολέμου τα μποστάνια επανήλθαν στην προηγούμενη κατάστασή τους και αντιμετωπίζονταν οι δουλειές με τον ίδιο ρυθμό.
    Προστάτης Άγιος των μποσταντζήδων ήταν ο Άγιος Τρύφωνας, τον οποίο τιμούσαν με μεγάλη ευλάβεια κατά την ημέρα της γιορτής του, την 1η Φεβρουαρίου. Οι μποσταντζήδες των Γιαννίνων από παλιά είχαν ιδρύσει ισνάφι (σύλλογο) για την από κοινού αντιμετώπιση των προβλημάτων του επαγγέλματος τους. Τελευταία ο σύλλογος τους λέγονταν «Σύλλογος ακτημόνων λαχανοκηπουρών Ιωαννίνων» και περιελάμβανε 64 περίπου οικογένειες με πρόεδρο τον κ. Χρήστο Στούκα.
    Τώρα η περιοχή των μποστανιών των Γιαννίνων έχει αλλάξει τελείως μορφή μετά από τη ρυμοτομία, που έγινε σ’ αυτή, για το δρόμο αποσυμφόρησης της πόλης μας και τα μποστάνια της έγιναν παρελθόν. Μόνο στις θύμησες πλέον υπάρχουν των παλιότερων Γιαννιωτών και ιδιαίτερα σ' εμάς τους απογόνους των τότε μποσταντζήδων, που ζήσαμε κοντά τους σαν μέλη των οικογενειών τους.