Μποστάνια, τα πρώτα καταφύγια κατά τον πόλεμο

on .

Αναδρομές

   Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ

* Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος είχε αρχίσει στις 28 Οκτωβρίου 1940 και οι Γιαννιώτες ζούσαν έντονα κείνες τις μέρες βλέποντας τις κινήσεις των στρατιωτών, που έφευγαν για το μέτωπο, κι ενώ σκέπτονταν τα παιδιά αυτά, που πολεμούσαν στα βουνά της Ηπείρου, με αγωνία προσπαθούσαν ν' αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, που είχε δημιουργήσει αυτός και θα δημιουργούσε στη συνέχεια.
   Είχε γίνει γνωστό σε όλους ότι, σε διάφορα σημεία της πόλης μας είχαν τοποθετηθεί σειρήνες κι όταν αυτές θα σημαίνουν συναγερμό θα πρέπει όλοι να πηγαίνουν να κρυφτούν σε καταφύγια.
Οργανωμένα καταφύγια δεν υπήρχαν κι ο κόσμος, με το άκουσμα της σειρήνας, έτρεχε να κρυφτεί οπουδήποτε.
   Έτσι, θυμάμαι, όταν η σειρήνα, που ήταν τοποθετημένη στο Γηροκομείο, ούρλιαζε (γιατί έτσι την άκουγα εγώ, που σαν μικρό παιδί φοβόμουν κι ανατρίχιαζα στο άκουσμά της) όλοι οι γείτονες της συνοικίας του Άη-Γιώργη του Νεομάρτυρα έτρεχαν στα μποστάνια της γειτονιάς μας και προσπαθούσαν να κρυφτούν στα καλύβια, στα χαντάκια και κάτω από τα μεγάλα δέντρα αυτών.
Περισσότεροι έρχονταν στο δικό μας μποστάνι, γιατί σ' αυτό υπήρχαν τα χαλάσματα του παλιού σεραγιού του Τούρκου μπέη Σέη.
   Πολλοί πήγαιναν στη μεγάλη καλύβα μας, που ήταν στον παραπάνω χώρο, άλλοι σε γωνίες των χοντρών τοίχων των ερειπίων και κυρίως στα υπολείμματα αυτών, τα οποία καλύπτονταν από μεγάλα δέντρα (συκιές, καρυδιές, φρουξλιές κ.λ.π.), έστω κι αν δεν είχαν πολλά φύλλα, λόγω του φθινοπώρου, και μερικοί στα χαντάκια, που χώριζαν τα μποστάνια.
Εμείς εκείνο τον καιρό της αρχής του πολέμου μέναμε στο μποστάνι μας, όπου οι μεγάλοι κυρίως της οικογένειας έκαναν δουλειές σ' αυτό, όπως πρώτα, γιατί έπρεπε ν' αντιμετωπιστούν τα έξοδά της.
    Ζούσαμε δε με το φόβο του συναγερμού και της επιδρομής στην πόλη μας εχθρικών αεροπλάνων, τα οποία πολλές φορές βομβάρδιζαν τα μεγάλα συνήθως κτίρια αυτής.
    Στο άκουσμα της σειρήνας όλη η οικογένειά μας έτρεχε στο πάνω μέρος του μεγάλου χαντακιού, που ήταν μεταξύ του μποστανιού μας κι αυτού των αδελφών Λέττα και στην πλαγιά του από την πλευρά τη δική μας μαζευόμασταν ο ένας πλάι στον άλλον έχοντας από ένα χάλκινο σκεύος στο κεφάλι μας.
    Είχανε πει ότι, με το να κρατάς ένα χάλκωμα πάνω στο κεφάλι σου γλύτωνες από τα βλήματα της βόμπας, που θα έπεφτε τυχόν κοντά σου, γιατί αυτά γλιστράνε στο χαλκό!
    Σε μένα οι γονείς μου είχανε δώσει ένα χάλκινο μικρό νταβά, τον οποίο έπαιρνα ξεκινώντας από την καλύβα για το χαντάκι.
   Στο σημείο εκείνο το χαντάκι δεν είχε νερό της Λίμνης, όπως ήταν παρακάτω, όπου ήταν οι ηλεκτρικές μηχανές, με τις οποίες τραβούσαν το νερό το καλοκαίρι και πότιζαν τα μποστάνια, αλλά στο μέσον αυτού έτρεχε μόνο το νερό, που ανάβλυζε από την κορυφή του.
    Το χαντάκι το κάλυπταν πυκνά και ψηλά νεροκάλαμα, που φύτρωναν στις άκρες ψηλά των δύο πλευρών αυτού κι έτσι γίνονταν αθέατη η παρουσία όλων όσων κατέφευγαν σ' αυτό.
    Το θέαμα, που παρουσίαζαν οι γείτονες, όταν μετά από συναγερμό έτρεχαν να κρυφτούν στα χαλάσματα, στην καλύβα και στο χαντάκι του μποστανιού μας ήταν τραγικό, γιατί στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένα ο φόβος και η αγωνία. Καμιά φορά γίνονταν κωμικοτραγικό απ' ό,τι συνέβαινε στο δρόμο, που πήγαιναν για τις κρυψώνες - καταφύγια.
    Θυμάμαι μια μέρα, μεταξύ των γειτόνων που έτρεχαν προς τα χαλάσματα, κατέβαινε φορτωμένη με μια κόκκινη βελέντζα η γριά Τότσκουβα, η οποία κατοικούσε μόνη της σ' ένα σπιτάκι στη μάντρα της γειτονιάς μας.
   Αυτό προκάλεσε την αγανάκτηση μερικών και ιδιαίτερα του γείτονά μας κυρ' Μιχάλη, ο οποίος βγήκε από την κρυψώνα του και της φώναζε άγρια ότι, με την κόκκινη βελέντζα δίνει στόχο στ' αεροπλάνα.
    Εκείνη ατάραχη συνέχισε το δρόμο της λέγοντας: «Τι λες ψ'χή μ', αν πέσ' μπόμπα στου σπίτι μ' ιγώ μι τι θα σκιπαίνουμι τα βράδια;».
    'Άλλο παρόμοιο περιστατικό έγινε όταν ο Αλέκος, το δεκάχρονο παιδί μιας οικογένειας της γειτονιάς, που έτρωγε τα μεσημέρια στο πρόχειρο καταφύγιο των ερειπίων για να μην τρέχουν σε κάθε συναγερμό, μετέφερε από το σπίτι του, που ήταν κοντά και πάνω από το μποστάνι, τα σαγόνια (χάλκινα πιάτα), τα κύπελλα και τα κουταλοπήρουνα σ' ένα χάλκινο ταψί, ενώ η μάνα του ακολουθούσε με την κατσαρόλα με το φαγητό, που είχε μαγειρέψει στο σπίτι τους.
    Ερχόμενος λοιπόν ο Αλέκος στον παραπάνω χώρο διασχίζοντας την μικρή σχετικά απόσταση του πάνω μέρους του μποστανιού, το ταψί κουνιόνταν και τα σκεύη έκαναν θόρυβο, οπότε ένας από τους γείτονες του φώναξε δυνατά: «Σιγά ρε Αλέκο μην κάνεις θόρυβο, γιατί θα τον ακούσουν τ' αεροπλάνα και θα μας βομπαρδίσουν».
    Περνώντας οι μέρες διαπιστώθηκε σχεδόν απ' όλους ότι, τα παραπάνω καταφύγια των μποστανιών δεν είναι ικανά να προφυλάξουν ανθρώπινες ζωές.
Αυτό έγινε ιδιαίτερα αντιληπτό ύστερα από το βομβαρδισμό του τότε Αγροτικού Οικοτροφείου, που είναι κοντά στη γειτονιά μας, από τα ιταλικά αεροπλάνα.
    Με τις εκρήξεις των βομβών η γύρω περιοχή σείστηκε φοβερά, όπως κι εμείς, που είμασταν κρυμμένοι στο χαντάκι κ.λ.π., ενώ τα βλήματά τους είχαν τρυπήσει τους τοίχους του πιο πάνω κτιρίου.
    Έτσι πολλοί γείτονες, που είχαν από τους γονείς τους σπίτια σε χωριά έστειλαν τις οικογένειες τους σ' αυτά, ενώ ο πατέρας μου κανόνισε και πήγαμε σ' ένα δωμάτιο του φιλικού μας σπιτιού του Θωμά Πόλκα μέσα στο Κάστρο, οπότε, όταν σήμαινε συναγερμός όλη η οικογένειά μας με τους άλλους πηγαίναμε στα καταφύγια του Κάστρου των Ιωαννίνων.
      Εκεί καθίσαμε όλη την υπόλοιπη περίοδο του πολέμου, ενώ οι μεγάλοι της οικογένειας έτρεχαν απ' εκεί στο μποστάνι να κάνουν στα γρήγορα τις απαραίτητες σ' αυτό δουλειές.
     Φοβερές κι άσχημες οι καταστάσεις του παραπάνω πολέμου, τις οποίες προσπαθώ να μη τις θυμούμαι, αλλά δυστυχώς είναι κι αυτές μέσα στις παιδικές μου αναμνήσεις.