Τότε που η Παμβώτιδα είχε κρυστάλλινα νερά...

on .

Αναδρομές

➤  Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΑΚΗ*

* Η χιλιοτραγουδισμένη Λίμνη των Γιαννίνων (Παμβώτιδα), το στολίδι αυτό της πόλης μας, που σήμερα έχει πολλά προβλήματα, παλιά ήταν καθαρή, πιο μεγάλη και ζωντανή. Σ' αυτό συνέβαλε το πολύ νερό που είχε, γιατί έπεφταν περισσότερες βροχές και χιόνια εκείνο τον καιρό κι έτσι υπήρχαν άφθονες πηγές και ρυάκια με αναβρυστικό νερό από τις γύρω της περιοχές, που τη γέμιζαν.
Ήταν τόσο καθαρή, που, κυρίως στα ρηχά νερά, φαίνονταν ο πάτος της. Αν δεν υπήρχαν καλαμιώνες ή νέρατα είχε μια ψιλή γκρίζα άμμο όπου περπατούσε κανείς άνετα ή έκανε

μπάνιο χωρίς εμπόδια. Αυτό συνήθως γίνονταν στους πόρους, που είχαν σχηματιστεί σε διάφορα σημεία της παραλίμνιας περιοχής, όπως στο Μώλο, στη Σκάλα, στη Λιμνοπούλα, κάτω από τα μποστάνια κλπ.
Το μπόλικο νερό που είχε η Λίμνη κι αυτό που έπεφτε σχεδόν συνέχεια σ’ αυτή την έκανε τότε πιο μεγάλη, τόσο, που έφτανε στις άκρες των μποστανιών, στα ψηλότερα σημεία του Μώλου, της Σκάλας, της Λιμνοπούλας και άλλων παραλίμνιων περιοχών γύρω απ' αυτή, όπως στο δρόμο από τα Γιάννινα στο Πέραμα, στο Στρούνι (Αμφιθέα), στη Ντραμπάτοβα, στο Μπρακμάδι, στην Αρδομίστα (Λογγάδες) κλπ.
Το ίδιο γίνονταν και στη γύρω περιοχή του Νησιού αυτής, γιατί το νερό ήταν πολύ κι έγλειφε το δρομάκι, που είχε τότε αυτό γύρω - γύρω. Όταν μάλιστα το νερό της Λίμνης μας πλεόναζε, τότε έφευγε από τις «μάνες» του Περάματος προς την τότε λίμνη της Λαψίστας κι από κει στον ποταμό Καλαμά. Στο διάβα του το νερό απ' αυτές παράσερνε, εκτός από καλάμια και νέρατα, που είχε ξεριζώσει ο βοριάς, ψάρια, χέλια, τσίμες, καραβίδες κ.λ.π.
Έτσι οι Περάτες στο πέρασμα του νερού τοποθετούσαν δίχτυα και πιάνανε διάφορες ποσότητες από τα παραπάνω, που όταν ήταν πολλά τα πωλούσαν στους Γιαννιώτες κάνοντας αντίπραξη στους Νησιώτες, που ήταν κυρίως ψαράδες.
Επίσης η Λίμνη μας τότε ήταν ζωντανή, γιατί σ’ αυτή φώλιαζε στην κυριολεξία η ζωή. Εκτός από τα ψάρια, τα χέλια, τις καραβίδες, τις τσίμες, που ήταν μπόλικα σ’ αυτή και μια πλειάδα άλλων μικροοργανισμών ζούσε στα νερά της και έξω απ' αυτά, όπως οι νεροχελώνες, τα νερόφιδα, τα βατράχια (μπακακέοι), που με τις φωνές τους τα καλοκαίρια μας ξεκούφαιναν εμάς κυρίως που ζούσαμε στα μποστάνια.
Η ζωντάνια της επίσης φαίνονταν κι από τη βλάστηση που υπήρχε γύρω απ' αυτή και γύρω από το Νησί της με κύρια επικράτηση των καλαμιών και των παπυριών. Οι καλαμιώνες ήταν τόσο πυκνοί και ψηλοί που όταν κανείς έμπαινε σ’ αυτούς με τα πόδια ή με βάρκα δεν φαίνονταν καθόλου. Αυτά τα καλάμια έκοβαν οι Νησιώτες και έκαναν τις καλαμωτές, που χρησιμοποιούνταν για τις περιφράξεις κήπων και άλλων χώρων και για το κλείσιμο των χελιών κυρίως μέσα στη λίμνη. Επίσης οι Νησιώτες έκοβαν τα μεγάλα παπύρια και έπλεκαν τις ψάθες, που παλιά χρησιμοποιούνταν για στρώσιμο και για κάλυψη φυταριών.
Μέσα στο νερό της Λίμνης φύτρωναν τα νέρατα, που πολλές φορές οι κορυφές τους έφταναν μέχρι την επιφάνεια του νερού και φαίνονταν τα μικρά τους λουλούδια. Επίσης, σε πολλά σημεία της Λίμνης, φύτρωναν και άνθιζαν τα ωραία νούφαρα, που τα βρίσκαμε και τα κόβαμε κολυμπώντας ή με βάρκα. Στις άκρες της Λίμνης και ιδιαίτερα μεταξύ αυτής και των μποστανιών, στις πατωσιές, όπως τις λέγαμε, φύτρωναν και άνθιζαν πολλά και διάφορα αγριολούλουδα μαζί με το παχύ χορτάρι. Τα χρώματά τους ήταν έντονα και ποικίλα και πολλές φορές τα ανθοδοχεία του σπιτιού μας γέμιζαν με την ομορφιά τους.
Εκείνα όμως που έδιναν περισσότερη ζωντάνια στη Λίμνη μας ήταν τα πουλιά που ζούσαν σ' αυτή. Στους πυκνούς καλαμιώνες της φώλιαζαν κάθε λογής μικρά πουλιά και ήταν χαρά Θεού να βρίσκεσαι κοντά τους και ν' ακούς τα τιτιβίσματά τους. Η Λίμνη ήταν γεμάτη και από αγριόπαπιες, αγριόχηνες, φαλαρίδες, βουτηστάρια και άλλων ειδών πουλιά, που έδιναν σ' αυτή μια ιδιαίτερη μορφή και παλιά το κυνήγι τους ήταν συχνό και πιο γνωστό ήταν σ' αυτή την περίπτωση το «κλείσμα», που γίνονταν στη Λίμνη. Τότε το κυνήγι ήταν πλούσιο, γιατί σ' αυτό συμμετείχαν πολλές βάρκες με πολλούς κυνηγούς.
Αισθητή ήταν και η παρουσία στις άκρες της Λίμνης των πελαργών (λελεκιών), που έψαχναν να βρουν και να πιάσουν με το ράμφος τους κανένα ψάρι ή νερόφιδο ή βάτραχο, για να φάνε και να ταΐσουν τα μικρά τους στις φωλιές, που εκείνον τον καιρό ήταν πολλές, κυρίως στις καμινάδες των σπιτιών της μικρής και γραφικής πόλης μας.
Όταν λοιπόν η Παμβώτιδα ήταν καθαρή, οι κάτοικοι των Γιαννίνων χρησιμοποιούσαν το νερό της για όλες σχεδόν τις ανάγκες τους, όπως και το νερό των πηγαδιών και των ελάχιστων στερνών, που είχαν στα σπίτια τους, γιατί δεν υπήρχε ακόμα το δίκτυο ύδρευσης.
Έτσι, πολλοί Γιαννιώτες, όπως κι ο πατέρας μου, πήγαιναν με βάρκες στ' ανοιχτά της Λίμνης (στη μισόλιμνη) και γέμιζαν τα γκιούμια (δοχεία νερού χάλκινα ή τσίγκινα) με νερό, για να πίνουν οι οικογένειές τους, γιατί πολλών τα πηγάδια είχαν «βαρύ» νερό, όπως έλεγαν, και δεν πίνονταν.
Επίσης πολλοί χρησιμοποιούσαν το νερό της Λίμνης για πλύσιμο ρούχων και για λούσιμο ή μπάνιο, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα έκαναν χρήση και του βρόχινου νερού, που μάζευαν από τα σταλάματα ή τις υδρορροές των σπιτιών τους σε τενεκέδες ή καζάνια.
Εμείς, που το σπίτι μας ήταν στο μέσον σχεδόν του μποστανιού μας στα χαλάσματα του παλιού σεραγιού του Τούρκου μπέη Σέη, χρησιμοποιούσαμε πολύ το καθαρό νερό της Λίμνης, αν και κοντά στο σπίτι υπήρχε πηγάδι. Έτσι, εκτός από το νερό που έφερνε ο πατέρας από τη μισόλιμνη για πόσιμο, παίρναμε από την άκρη αυτής και μπόλικο νερό με δοχεία ή τενεκέδες με ξύλινο χερούλι για το πλύσιμό μας ή το πλύσιμο των ρούχων που γίνονταν στο πλυσταριό βράζοντας το νερό σε μεγάλο καζάνι με ξύλα και πλένοντάς τα σε μεγάλη ξύλινη σκάφη.
Εδώ θυμάμαι ότι, ενώ όλοι από το σπίτι μας πλενόμασταν τα πρωινά στην κρεμαστή τσίγκινη βρύση, που είχαμε στον τοίχο του παράθυρου της κουζίνας πάνω από το νεροχύτη ή το καλοκαίρι και σ' εκείνη, που ήταν έξω στην αυλή του σπιτιού μας, ο πατέρας κάθε πρωί, όταν σηκώνονταν, έριχνε την πετσέτα του προσώπου στην αριστερή πλάτη του και κατέβαινε στην άκρη της Λίμνης, όπου πλένονταν με το γάργαρο νερό της.
Ύστερα σκουπίζοντας το κεφάλι και τα χέρια του έφτανε στο ψηλότερο σημείο των παραπάνω ερειπίων και γυρίζοντας προς την ανατολή έκανε το σημείο του σταυρού, ψιθυρίζοντας κάποια προσευχή και μετά έρχονταν στο σπίτι όπου, αφού μας καλημέριζε, έπινε τον πρωινό του καφέ, για να φύγει στη συνέχεια για τις δουλειές του μποστανιού.
Μεγάλη χρήση του καθαρού νερού της Λίμνης γίνονταν τα καλοκαίρια και σε όλους σχεδόν τους πόρους που είχε σχηματίσει αυτή σε διάφορα μέρη της παραλίμνιας περιοχής πήγαιναν πολλοί Γιαννιώτες και έκαναν το μπάνιο τους. Ο μεγάλος πόρος που υπήρχε στην άκρη της Λίμνης και μεταξύ των μποστανιών του δικού μας και των αδελφών Λέττα συγκέντρωνε τα καλοκαίρια πολλούς γείτονες, φίλους και συγγενείς για μπάνιο. Σ' αυτό πρωτοστατούσαμε εμείς τα παιδιά των δύο μποστανιών και της γειτονιάς.
Τα καλοκαίρια η μάνα και η αδελφή μου έκαναν μπουγάδα κοντά στη Λίμνη για να παίρνουν εύκολα νερό απ' αυτή και τοποθετούσαν το μεγάλο σκαφίδι πάνω σε δύο σιδερένιες «γαϊδάρες» στη σκιά κάτω από τις μεγάλες ιτιές, που υπήρχαν τότε στην άκρη του μποστανιού μας. Κοντά στο σημείο που πλένανε τα ρούχα είχανε και το καζάνι, όπου βράζανε νερό, τοποθετημένο πάνω σε μεγάλη πυροστιά και πολλές φορές φώναζαν σε μας τα παιδιά να σιμώσουμε τη φωτιά βάζοντας σ' αυτή ξύλα ή καλάμια, που υπήρχαν στην πατωσιά ξερά, όπως τα είχε πετάξει έξω από το νερό ο βοριάς του χειμώνα.
Επίσης στον πιο πάνω μεγάλο πόρο, αλλά και σ' ένα μικρό, που ήταν ακριβώς κάτω από το μποστάνι μας, οι γυναίκες του σπιτιού, όπως και πολλές γειτόνισσες ή συγγενείς μας, έπλεναν τα χοντρά μάλλινα ρούχα (κουβέρτες, βελέντζες κλπ.) κοπανίζοντάς τα με ξύλινους κόπανους πάνω σε μεγάλες πέτρες και τ' άπλωναν για να λιαστούν πάνω στα χορτάρια και στα βάτα της πατωσιάς.
Το πλύσιμο και το κοπάνισμα των χοντρών ρούχων γίνονταν και σε άλλα μέρη της παραλίμνιας περιοχής των Γιαννίνων, όπου τα πήγαιναν οι παλιοί Γιαννιώτες με χαμάλες και μ' αυτές πάλι τα γύριζαν το βραδάκι στα σπίτια τους.
Πολλές οικογένειες των Γιαννίνων πλήρωναν βαστάζους, για να τους μεταφέρουν το καθαρό νερό της Λίμνης στα σπίτια τους για όλες τις ανάγκες τους. Αυτοί με βάρκα γέμιζαν τα ειδικά τσίγκινα δοχεία από τη Λίμνη με νερό και στη συνέχεια τα κρεμούσαν στις δυο άκρες ενός γερού ξύλου, το οποίο έβαζαν στην πλάτη τους και πήγαιναν στα παραπάνω σπίτια το νερό. Αυτό γίνονταν για τα σπίτια που ήταν κοντά σχετικά στη Λίμνη, ενώ οι οικογένειες, που τα σπίτια τους ήταν σε μακρινές συνοικίες απ' αυτή, ειδοποιούσαν για λιμνίσιο νερό τους χαμάληδες, οι οποίοι το μετέφεραν σε κλειστά δοχεία με τις χαμάλες τους, που τις τραβούσαν άλογα.
Ένας απ' αυτούς, θυμάμαι, ήταν και ο μπάρμπα - Σωτήρης, ο λεγόμενος Τήρης - Τήρης, που όταν, παιδιά εμείς, πλησιάζαμε στο πίσω μέρος της χαμάλας του για να πηδήξουμε πάνω της, για καμιά βόλτα, εκείνος, αντί να μας χτυπήσει με το μακρύ καμτσίκι του, όπως έκαναν άλλοι, έκοβε ταχύτητα για να μπορέσουμε ν’ ανέβουμε εύκολα σ’ αυτή χωρίς να πέσουμε.
Οι παιδικές μου αναμνήσεις είναι πολλές για τη Λίμνη μας εκείνου του καιρού, που ήταν καθαρή, περιορίζομαι σήμερα σε όσα ανέφερα πιο πάνω και λυπάμαι αφάνταστα για τη σημερινή της κατάντια, που οφείλεται σε πολλούς και διαφόρους λόγους.

* (Από το βιβλίο του Δημήτρη Κοράκη «Ιστορίες από τα παλιά Γιάννινα»)