Οι τούμπες της Παμβώτιδας…

on .

Αναδρομές

Οι τούμπες της Παμβώτιδας…

   Του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΟΡΑΚΗ

* Στα παλιά Γιάννινα οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές από σήμερα και ιδιαίτερα το χειμώνα και πολλές φορές και την άνοιξη. Οι βοριάδες ήταν πιο δυνατοί, οι βροχές έπεφταν για πολλές μέρες, τόσες, που πολλοί έλεγαν: «ακόμα βρέχει στα Γιάννινα». Τα χιόνια κάλυπταν μια - δυο βδομάδες την πόλη μας και τη γύρω περιοχή, γιατί μετά το «πέσιμό» τους έρχονταν οι παγωνιές και τα διατηρούσαν το χρονικό
διάστημα αυτό με μπόλικα κρύσταλλα, που κρέμονταν από τις στέγες των σπιτιών σαν μαντζούνια. Επίσης οι αντάρες (ομίχλες) και οι πάχνες ήταν περισσότερες και μεγαλύτερης διάρκειας.
Οι δύσκολες και δυσμενείς αυτές καιρικές συνθήκες επηρέαζαν και δυσκόλευαν τη ζωή των κατοίκων της τότε πόλης μας, στις δουλειές τους, στη μετακίνησή τους και στη διαμονή στα σπίτια τους και ιδιαίτερα εκείνων που κατοικούσαν σε φτωχικά, χαμηλά και μικρά κυρίως σπίτια, όπως ήταν τα περισσότερα σπίτια στη γειτονιά μου, όπου ήταν και είναι το σπίτι του Αϊ - Γιώργη του Νεομάρτυρα.
Μεγάλα προβλήματα μας δημιουργούσαν οι πολύ δυνατοί και κρύοι βοριάδες του χειμώνα. Όταν άρχιζαν, η λίμνη άλλαζε όψη και το χρώμα των κατακαθαρών νερών τότε από γαλαζοπράσινο γίνονταν γκρίζο μέχρι μαύρο από το ανακάτεμα τους. Στην αγριεμένη λίμνη τα νερά της γίνονταν πελώρια αφρισμένα κύματα, που ξεσπούσαν με μανία στις ακρολιμνιές της και τις γέμιζαν με σπασμένα καλάμια, ξεριζωμένα νέρατα, πίνες, άλλα οστρακοειδή και λίγα σκουπίδια.
Εκτός όμως απ' αυτά, στις άκρες της λίμνης έβγαιναν και τούμπες. Αυτές ήταν κομμάτια από συστάδες καλαμιών, βούρλων, παπυριών και άλλων υδρόβιων φυτών, των οποίων οι ρίζες ήταν τόσο σφιχτοπλεγμένες, που αποτελούσαν μια αναπόσπαστη μάζα.
Κατά τη διάρκεια των δυνατών βοριάδων οι τούμπες ξεκόβονταν από τις απέναντι από την πόλη μας όχθες της λίμνης κάτω από το βουνό Μιτσικέλι, όπου αφθονούσαν και αφθονούν μεγάλες περιοχές με ψηλά καλάμια και βούρλα.
Έρχονταν με τα κύματα στις ακρολιμνιές των Γιαννίνων, στις οποίες οι καλαμιώνες ήταν λιγότεροι και σχετικά αραιότεροι με πολλά περάσματα ανάμεσά τους (πόρους).
Τούμπες τις είχαν ονομάσει οι παλιοί Γιαννιώτες, ίσως γιατί όταν ξεκόβονταν από τις παραπάνω συστάδες, έκαναν τούμπες, δηλαδή κουτρουβαλιάζονταν εξαιτίας των μεγάλων αφρισμένων κυμάτων, που δημιουργούσαν οι βοριάδες ή γιατί ήταν μικρά κομμάτια από σύμπλεγμα υδρόβιων φυτών, που επέπλεαν στη λίμνη ή προσάραζαν στα ρηχά νερά της ή στις άκρες της, μια και τούμπα λέγεται και ο μικρός λόφος.
Στις άκρες της λίμνης από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου Κοπάνων, της Λιμνοπούλας, του Μάτσικα και του Λειβαδιώτη, δηλαδή μέχρι το Μώλο ήταν τότε τα μποστάνια και ένα απ' αυτά ήταν και το μποστάνι του πατέρα μου, που ήταν σχεδόν κάτω από το σπίτι του Αγίου Γεωργίου του Νεομάρτυρα. Εκτός απ' αυτά, μποστάνια υπήρχαν και στην παραλίμνια περιοχή της Καλούτσανης.
Οι ακρολιμνιές αυτές «δέχονταν» πολλές τούμπες ύστερα από δυνατούς βοριάδες. Όταν η φουρτούνα και ο βοριάς σταματούσαν, εμείς τα παιδιά των μποστανιών και της γειτονιάς του Αϊ - Γιώργη, κατεβαίναμε στις άκρες των μποστανιών του πατέρα μου και των Αδελφών Λέττα, που ήταν δίπλα στο δικό μας και εκτός από τα σπασμένα καλάμια, νέρατα, οστρακοειδή, κλωνάρια από ιτιές και λίγα σκουπίδια βρίσκαμε μπόλικες τούμπες.
Μερικές ήταν σκαλωμένες στα καλάμια, που ήταν κοντά στην ακρολιμνιά και άλλες επέπλεαν στα νερά του μεγάλου πόρου, που ήταν μπροστά από το χαντάκι, το οποίο χώριζε τα δύο πιο πάνω μποστάνια και συνδέονταν με τη λίμνη και μέσω αυτού πήγαινε το νερό της στην πηγάδα, όπου ήταν οι σωλήνες των ηλεκτρικών μηχανών, που «τράβαγαν» το νερό για το πότισμα των μποστανιών τα καλοκαίρια.
Επίσης, λίγες τούμπες είχαν προσαράξει στα ρηχά νερά της λίμνης και είχαν σφηνωθεί στον πάτο της, ενώ δυο - τρεις ο βοριάς τις είχε πετάξει στη στεριά πάνω στις πατωσιές, που ήταν μεταξύ των μποστανιών και της λίμνης.
Όλες αυτές οι τούμπες συνέχιζαν να «ζουν» στις νέες τους θέσεις και τα υδρόβια φυτά, που τις αποτελούσαν έβγαζαν βλαστούς κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι και φούντωναν δημιουργώντας όμορφες εικόνες εκεί που ήταν.
Αυτές τις τούμπες εμείς τα παιδιά της γειτονιάς του Αϊ - Γιώργη τις χρησιμοποιούσαμε τα καλοκαίρια στα παιχνίδια που παίζαμε κοντά στη λίμνη κάτω από τα μποστάνια.
Σε κείνες που είχαν σκαλώσει σε ξέφωτα των καλαμιών της λίμνης πηγαίναμε με τα πόδια μέχρι το στήθος και ανεβαίναμε πάνω τους κι από εκεί ψαρεύαμε με καλάμι άνετα υπό τη σκιά των ψηλών καλαμιώνων που ήταν γύρω μας, χωρίς να ψαρεύουμε χωμένοι συνέχεια στο νερό.
Εκείνες που επέπλεαν στα νερά του πόρου, τις χρησιμοποιούσαμε όταν πηγαίναμε για μπάνιο. Εκτός από τα παιχνίδια που παίζαμε με τα νερά εκεί που πατώναμε, παίρναμε κολυμπώντας τις τούμπες και σπρώχνοντάς τες βγαίναμε έξω από τα καλάμια, που ήταν βαθιά τα νερά και κει σκαρφαλώναμε πάνω τους και βουτούσαμε στα καθαρά τότε νερά της λίμνης μας. Αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο, γιατί στην προσπάθεια μας να σκαρφαλώσουμε, οι τούμπες «έκαναν τούμπες».
Τις τούμπες που είχαν προσαράξει στα ρηχά νερά της λίμνης και είχαν ριζώσει στον πάτο της, τις είχαμε σαν ιδιόκτητα νησάκια. Περνούσαμε τη μικρή απόσταση, που τις χώριζε από τη στεριά (πατωσιά) με το ρηχό νερό κι ανεβαίναμε πάνω τους κι εκεί καθισμένοι αγναντεύαμε τις ομορφιές της λίμνης, υδρόβια πουλιά να διασχίζουν τα νερά της, καΐκια να περνάν στο πλάτωμα της κ.λ.π. Καθισμένοι πάνω σ' αυτό το ιδιόμορφο νησάκι βγάζαμε φωτογραφίες με φόντο τη λίμνη και το βουνό Μιτσικέλι.
Τέλος, οι τούμπες που είχαν ριζώσει στις πατωσιές μας χρησίμευαν όταν παίζαμε κρυφτό, γιατί οι μεγάλοι θύσανοι τους, κυρίως από καλάμια και παπύρια, ήταν ιδανικοί κρυψώνες.
Σήμερα η περιοχή αυτή της λίμνης μας, που δέχονταν τις τούμπες, έχει αλλάξει τελείως και τα παιχνίδια που κάναμε τότε μ' αυτές είναι για μένα μια γλυκιά, νοσταλγική ανάμνηση.

(Το παραπάνω άρθρο του κ. Κοράκη δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Συλλόγου Παλιών Γιαννιωτών με τίτλο «Γιαννιώτικες Μνήμες» 2010)