Προσκήνιο - Παρασκήνιο
ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΙ… ΥΠΕΡΗΛΙΚΕΣ!..
Διασχίζοντας επωχούμενος και καλά προφυλαγμένος, από αέρηδες, βροχές κ.τ.λ. την αποτελειούμενη Λεωφόρου Νιάρχου και στη συνέχεια μέχρι την Κοσμηρά, αναθυμήθηκα την αντίθετη διαδρομή πεζή και φορτωμένος με έναν βαρύ τορβά γεμάτο με το ψωμί και τα φαγητά της εβδομάδας κάθε Κυριακή απόγευμα 1940-1948 και σε ηλικία 10-18 ετών. Η διάρκεια της διαδρομής κυμαίνονταν από 3-3.30 ώρες, ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες.
Το καλό όλης αυτής της διαδρομής ήταν ότι πραγματοποιούνταν από ομάδα 10-15 ατόμων αυτών των ηλικιών και πιθανώς επιπλέον 2-3 μεγαλύτερους εργαζομένους στα Γιάννινα.
Από την αρχή της διαδρομής συναντούσαμε την τοποθεσία «Χαλίκια», όπου σήμερα βρίσκεται το γήπεδο της Κοσμηράς. Εκεί στις βροχές απλωμένα κυλούσαν τα νερά του κεντρικού ρέματος ώσπου να συγκεντρωθούν και πάλι παρακάτω σε έναν λάκκο στη θέση «Σιαφάκα τ’ μάντρα». Ως εκεί, όπως αντιλαμβάνεται κάποιος, το βάδισμα μέσα στα χαλίκια (παρασυρμένες πέτρες διαφόρων μεγεθών) ήταν βασανιστικό, ενώ από την προαναφερθείσα μάντρα μέχρι «τ’ Μπλέτσα τ’ γκορτσιά» ο δρόμος ήταν ομαλός και στεγνός. Λίγο πιο κάτω όμως ήταν η ένωση των δυο μεγάλων ρεμάτων της Κοσμηράς, την οποία έπρεπε να περάσουμε δυο φορές στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας. Ύστερα στρίβαμε αριστερά για να περάσουμε από τις παρυφές των «Σιντέικων της Πεδινής» μέχρι την καλύβα του Σδράλαγκα και τον Πλάτανο. Από εκεί άρχιζε η περιοχή «Μάρες» της Πεδινής με τα καπνοχώραφα ένθεν και ένθεν, χορτολίβαδα παραμέσα δεξιά και αμπέλια αριστερά. Δρόμος στεγνός και ομαλός. Η Πεδινή διέθετε επιπλέον κάρα και σούστες. Αυτά μέχρι το αχούρι του Αλεξίου, επειδή από εκεί και πέρα μπαίναμε στην περιοχή των… λαγκατσών!
Οι λαγκάτσες ήταν όλα τα ρέματα από την ορεινότερη περιοχή του Νεοχωρόπουλου, της Δουρούτης, του Σταυρακίου, των Μαρμάρων, της Βουνοπλαγιάς κ.λπ., τα οποία κατέληγαν στο λεκανοπέδιο του κάμπου, μετατρέποντάς τον σε έλος την εποχή των βροχών, δύσκολα διαβατό, ακόμα και με ζώα, λόγω της δημιουργούμενης λάσπης.
Ήταν η διαδρομή της «Μέσης», όπως την αποκαλούσαν οι διερχόμενοι για την πόλη των Ιωαννίνων, από τα χωριά Πεδινή, Αμπελιά, Επισκοπικό, Μπιζάνι, Κοσμηρά, Μανωλιάσα, Δωδωνοχώρι και Λάκας Σουλίου, μεταφέροντας οι τελευταίοι κυρίως ξύλα για τους φούρνους της πόλης και άλλα προϊόντα για ν’ αγοράσουν αλάτι και λίγο λάδι και άλλα από τα μπακάλικα.
Αυτή η διαδρομή ήταν μαρτύριο τον χειμώνα και άρχιζε λίγο πριν από το μεγάλο λιβάδι του Γκανή με το αχούρι του στη μέση (όπου σήμερα το S/M Σκλαβενίτη) και τελείωνε στη «βρύση του Τσαπόγκα» στις παρυφές του Ακραίου (όπου το στρατόπεδο Βελισαρίου), στη συνέχεια τ’ αμπέλια με πιο χαρακτηριστικό το περιφραγμένο του «Τσίκα» με τον φύλακα-σκύλο μέσα. Εκεί πλέον μπαίναμε στην πόλη περνώντας το πέτρινο φυλάκιο του «Φόρου» για έλεγχο των εισερχομένων αγαθών, κυρίως όμως για τον έλεγχο των καπνικών προϊόντων, των οποίων από τότε άνθιζε η λαθραία διακίνηση.
Έτσι περνούσε η εβδομάδα μας με την φοίτηση στα ξακουστά σχολεία της πόλης (Γυμνάσια, Ζωσιμαίας, Αρρένων και Θηλέων και Εμπορικής Σχολής). Τα Σάββατα βέβαια υπήρχε η αντίστροφη διαδρομή, την οποία κάναμε γεμάτοι χαρά, που θα περνούσαμε το διήμερο στα σπίτια μας για καθαριότητα, άλλαγμα και προπαντός σπιτικό φαγητό. Την κάναμε και χωρίς βάρη επειδή τα Σάββατα έρχονταν από το χωριό οι άνθρωποι με τα ζώα, στα οποία φορτώναμε όλα τα… κουτσιμπράγκαλα που μαζεύονταν και φυσικά τα βιβλία για… κάποιο διάβασμα.
Γι - Πας