ΜΕ ΚΑΛΗ ΠΡΟΘΕΣΗ

on .

Δε μας άφησαν οι Εγγλέζοι να διαβούμε τον Ισθμό!..

■  Επιτέλους θα γυρνούσαμαν στην πόλη των γραμμάτων και των τεχνών! Στην πρώτη στ’ άρματα, τα γρόσια και τα γράμματα! Στη χιλιοτραγουδισμένη λίμνη μας... τη λίμνη των θρύλων! Στην πλατεία μας ρεεε... Στο ξεποδάργιασμά μας... στο νυφοπάζαρό μας ντε... (πολλά είπα). Έφτακα με το λεωφορείο στο Βύρωνα και για πότε μαζέψαμαν τα τσιόλια μας... φιλθήκαμαν με τους αντιφρονούντες αγαπημένους συγγενείς μας και κοσιέψαμαν να τσακώσουμε το λεωφορείο για κάτω... ήταν από τους λίγους άθλους της ζωής μου. Φτάκαμαν εγκαίρως για να σκαρφαντζλώσουμε στην καρότσα του φορτηγού, μαζί με άλλα ανθρώπινα ρετάλια... αλλά, τολμηρά ανθρώπινα ρετάλια... και ν’ ακούμε και τους εμπόρους να μας λεν: γρήγορα... γρήγορα... πρέπει να προλάβουμε να περάσουμε τον Ισθμό... πριν απ’ τα μεσάνυχτα! Γιατί μωρές παιδιά; Τι θα γεν’ τα μεσάνυχτα, θα βγουν οι λάμιες σαν στα παραμύθια; Όχι, μας είπαν, δεν βγαίνουν λάμιες πια... αλλά, οι Εγγλέζοι που φυλάν τον Ισθμό δεν επιτρέπουν τη διέλευση ούτε κουνουπιού τσιότσιου πέραν της δωδεκάτης  μ.μ.! Μπα; Με γεια τους με χαρά τους... Τι; Δεν θα μπορέσουμε να περάσουμε του Ισθμό... από τις τρεις που ξεκινήσαμαν... ως τις δώδεκα παρά κάρτο; (παρά τέταρτο... έτσι το λέγαμαν παλιά). Και όμως δεν τον περάσαμαν, παιδάκια μ’ κι αδερφάκια μ’! Σταμάτα εδώ, σταμάτα εκεί, από Αθήνα ως Ισθμό και δείχνοντας τα παπίερ μας (χαρτιά, Γερμανιστί...) πότε σε Έλληνες και πότε σε συμμάχους μας πήραν οι δώδεκα... παρά 1 λεπτό... και όμως, δεν μας άφησαν να διαβούμε... Φαίνεται, δεν τους άρεσαν τα μούτρα μας! Κι απομείναμαν ολομόναχοι καμιά τριανταριά απόκληροι της ζωής... να ικετεύουμε κάτι φλεγματικούς λοχίεδες, όπως τους χαρακτηρίζουν, κοκκινομούτσουνους συμμάχους μας... που έβγαζαν το άχτι τους για τα όσα τράβηξαν με τα ρουφιάνκα τα Δεκεμβριανά μας!.. Αμ, δε σας είπα και τ’ άλλο! Ο δρόμος δεν ήταν αυτός που περνάμε τώρα! Ήταν άκρα-άκρα στη θάλασσα! Στα Μέγαρα περνούσαμαν από μέσα... και θελήσαμαν να κάνουμε τα αστειάκια μας και τους ρωτήσαμαν το θρυλικό... μην είδαταν τον Παναή. Κι όπως ήταν και δειλινό κι ο κόσμος δροσίζονταν όξω απ’ τα μαγαζιά τους αρπάξαμαν ικανές μούντζες και μπινελίκια! Είχαμαν κέφι, ήταν νωρίς ακόμα, σπάγαμαν και πλάκα τρανή, καθώς ταρακουνιόμασταν όσοι στεκόμασταν ορθοί, πιασμένοι από τα σίδερα που υπάρχουν... ή μάλλον υπήρχαν στους ματρακάδες τους τοτινούς, που δέχονταν τον μουσιαμά όταν χρειαζόταν. Όσοι είστε μιας κάποιας ηλικίας, θα τις θυμάστε αυτές τις τεχνοτροπίες του κιαρατά και με το συμπάθειο.
Όσο ήταν μέρα και βλέπαμαν θάλασσα και φύση ήταν μεγαλείο! Είχαμαν κέφι, γιατί γυρίζαμαν στον τόπο μας. Είχαμαν βαρεθεί, δέκα μέρες, ν’ ακούμε το: Καλέ και καλέ... που τόχαν ψωμοτύρι στας Αθήνας... Γυρίζαμαν στον τόπο μας και τα ντούσια μας... η μάνα μου κι εγώ για τους άλλους πού να ξέρω τι σκέφτονταν... Είμασταν μια καρότσα γιομάτη τσιουβάλια... που μάλλον δεν ήταν τυριά, γιατί δεν ζουκουπούσαν... Και δεν μας πολυένοιαζε τι ήταν μέσα, φτάνει που μας άφηναν να κάτσουμε πάνω τους. Και πάνω τους έκατσαν βασανισμένες υπάρξεις επαρχιώτικες! Όλο μαντήλι στο κεφάλι οι γυναίκες... κι όλο τραγιάσκα λιγδωμένη οι άντρες... Χαλασιούλα τς! Θα υποφέρονταν η κατάσταση αν δεν συνταξιδεύαμαν με δύο αδερφές ζαγορίσιες που πήγαιναν να δουν τα γερόντια στο χωριό... Είχαν κλειστεί όλη την Κατοχή, σε μια γειτονιά της πρωτεύουσας και είχαν πονέσει για τς δ’κούς τς!.. Έλα όμως, που η μία είχε και... μαξούμια! Ήταν να ταξιδεύουν μαξούμια σε καρότσες, ως εμπόρευμα γύφτικο; Αμαρτία απ’ το Θεό...

(Συνεχίζεται)
email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.