Η Δημοκρατία μας πενήντα χρόνια μετά…
Με τη μεγαλοπρέπεια που της ταιριάζει, η ελληνική πολιτεία γιόρτασε τον περασμένο Ιούλιο τα πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας ύστερα από την εφτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών. Από τη «γενιά του πολυτεχνείου», όπως ονομάστηκε η γενιά που πρωτοστάτησε στο ξήλωμα της χούντας στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, μέχρι σήμερα, μεσολάβησαν δύο περίπου γενιές. Κρίσιμα ερωτήματα αναφύονται αφενός για το επίπεδο της δημοκρατίας στη χώρα μας σήμερα και αφετέρου για τα στοιχεία ταυτότητας του σημερινού Έλληνα (νεοέλληνα).
Η στήλη μας επιχειρώντας έναν απολογισμό της κρίσιμης αυτής περιόδου για την Ιστορία της νεότερης Ελλάδας, θα επιχειρήσει να την ανατάμει εγείροντας τον σχετικό -γόνιμο, θέλει να πιστεύει- προβληματισμό στους αναγνώστες της, εκμαιεύοντας ωφέλιμες για το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου απαντήσεις. Γιατί κανένα έθνος, κανένας λαός δεν έχει ιστορική συνέχεια όταν του λείπει η πυξίδα προσανατολισμού, όταν δεν έχει με σαφήνεια προσδιορίσει την ταυτότητά του, ποιος είναι και τι θέλει.
Κάνοντας, λοιπόν, έναν απολογισμό των τελευταία πενήντα χρόνων της δημοκρατίας μας, με βάση τη λειτουργία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία απορρέουν από τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, και τέμνοντας την περίοδο αυτή σε δύο επιμέρους περιόδους, 1974- 2010 και 2010-2024, με τη σχετικότητα που ενέχει κάθε υποδιαίρεση, τα απολογιστικά στοιχεία που θα εξαγάγουμε δεν περιποιούν και την μεγαλύτερη τιμή στη σημερινή δημοκρατία.
Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα μεγάλα βήματα που έγιναν κατά τα πενήντα αυτά χρόνια σε ό,τι αφορά την εμβάθυνση της δημοκρατίας και των δημοκρατικών θεσμών. Και πρώτα από όλα σε ό,τι αφορά τις ατομικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα, αυτά που θεωρούνται συνυφασμένα με τη βιολογική ύπαρξη του ανθρώπου και με την έννοια του σύγχρονου πολίτη: να μην διώκεται κανένας για τα φρονήματά του ή τις πεποιθήσεις του∙ να έχουν οι πολίτες το δικαίωμα να διαδίδουν τις ιδέες και τα φρονήματά τους με όλα τα μέσα του λόγου και της πολιτικής, ατομικά ή συλλογικά, μόνοι τους ή σχηματίζοντας ενώσεις και οργανώσεις. O πολίτης να έχει το δικαίωμα να προσφεύγει ή να άγεται στον φυσικό του δικαστή και εκεί να διεκδικεί το δίκιο του. Τέλος, να έχει το ισότιμο δικαίωμα να επιδιώκει την προκοπή του, την ικανοποίηση των φιλοδοξιών του, την ευημερία του, ακόμη και τον πλουτισμό με νόμιμες και αναγνωρισμένες από το κοινωνικό σύνολο δραστηριότητες. Δικαιώματα που σήμερα μπορεί να φαίνονται αυτονόητα, δεν ήταν όμως τέτοια κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας. Οι μεγαλύτεροι έχουν στη μνήμη τους πλείστες τραυματικές εμπειρίες από εκείνη την περίοδο.
Δεύτερη βασική δέσμη θεσμών που άρχισαν από την πρώτη μέρα της Μεταπολίτευσης να αποκαθίστανται ή εξ υπαρχής να διαμορφώνονται, είναι εκείνη που αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία της δημοκρατικής Πολιτείας. Δοκιμασμένοι και καταξιωμένοι από την ιστορία θεσμοί, όπως η ελεύθερη και ακώλυτη λειτουργία κομμάτων και κοινωνικών οργανώσεων, και το αντιπροσωπευτικό σύστημα, αναπτύσσονται μαζί, παράλληλα και αντίστοιχα με τις τάσεις μιας ελεύθερης, ανοιχτής και υγιώς ανταγωνιστικής κοινωνίας. Οι «άρχοντες» εκλέγονται από τον λαό, η πλειοψηφία κυβερνάει και η μειοψηφία, με ίσα δικαιώματα, ελέγχει, η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και το κράτος λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους (κράτος Δικαίου) και όχι σύμφωνα με την αυθαίρετη βούληση των πάσης βαθμίδος οργάνων του.
Όμως, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν προέκυψαν παθογένειες -σε ορισμένους μάλιστα τομείς σοβαρές- στη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Οι ενστάσεις που συχνά διατυπώνονται για το κατά πόσο η Ελληνική Δικαιοσύνη λειτουργεί ανεξάρτητα, όταν είναι φανερή η με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο εξάρτησή της από το εκάστοτε κυβέρνηση, δεν είναι αβάσιμες. Η έκδοση κατά καιρούς δικαστικών αποφάσεων μη συναδουσών με το αίσθημα δικαίου και πάντως υπηρετουσών την κυβερνητική βούληση, προκαλούν την έντονη λαϊκή δυσφορία, ακόμη και οργή. Όπως και η εξάντληση της δικαστικής αυστηρότητας σε παρανομούντες απλούς πολίτες, σε αντίθεση με τους αντίστοιχους κρατικούς αξιωματούχους. Δίχως, όμως, κράτος δικαίου η δημοκρατία είναι ελλιπής, ανάπηρη θα σημειώναμε. Η δημιουργία, τέλος, από την κυβερνητική εξουσία προσκομμάτων στη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών αποτελεί αναμφίβολα πλήγμα για τη δημοκρατία.
Αβάσιμες δεν είναι και οι αντιρρήσεις για την ολοένα και περισσότερο καθεστωτική, πελατειακή και ανεξέλεγκτη κυβερνητική λειτουργία, καθιστώντας τον κομματισμό και τον συνακόλουθο «ημετερισμό» κυρίαρχο υποκατάστατο της διαφάνειας και της αξιοκρατίας∙ η αντικατάσταση της «αριστοκρατίας» από την «αρεστοκρατία». Το «ιδανικό του ελάσσονος κόπου», δηλ. της μειωμένης προσπάθειας, το οποίο εμπεδώθηκε την περίοδο αυτή, καλλιέργησε στους πολίτες μια νοοτροπία τυχοδιωκτισμού και εύκολου πλουτισμού. Την ίδια περίοδο με τις ευλογίες της ΕΕ συνέβη η προϊούσα απογεωργικοποίηση και αποκτηνοτροφικοποίηση της χώρας, πλήττοντας καίρια των νευραλγικό πρωτογενή τομέα παραγωγής.
Στη χώρα μας, μετά την οδυνηρή εμπειρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2010 και την επί θύραις οικονομική χρεοκοπία εξαιτίας εσφαλμένων οικονομικών πολιτικών και γενικευμένων φαινομένων διαφθοράς που είχαν ως αποτέλεσμα την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την κοινωνικά ανάλγητη παρουσία των «Θεσμών», με τα μέτρα παρατεταμένης λιτότητας να πλήττουν κυρίως τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, αλλά και της γενικευμένης ανασφάλειας που επικράτησε έκτοτε, έχει διαρραγεί η εμπιστοσύνη του κόσμου προς τους θεσμούς που ασκούν ή διαπλέκονται με την πολιτική εξουσία (κυβέρνηση, Βουλή, Δικαιοσύνη, κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κ. ά). Κρίση εμπιστοσύνης η οποία εκφράζεται με απόσυρση από τα κοινά (αύξηση φαινομένων «ιδιωτισμού»), ανησυχητικά υψηλά ποσοστά αποχής από τις εκλογές, άνοδο της αντισυστημικής ψήφου προς νέα κόμματα και ηγεσίες, στροφή σε ακροδεξιά μορφώματα...
Το «όλοι ίδιοι είναι» ή το ακραία πεσιμιστικό «δεν μπορεί να γίνει τίποτε», το ακούει κανείς ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο έντονα, με αποτέλεσμα τη διαβρωτική επικράτηση ενός άκρατου ατομικού δικαιωματισμού -κάνω ό,τι νομίζω, μπορώ και γουστάρω- που οδηγεί νομοτελειακά στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και συλλογικής δράσης.
Αυτές τις παθογένειες, οι οποίες απειλούν την αυθεντικότητα της δημοκρατίας μας, είναι καθήκον τόσο του πολιτικού προσωπικού (εξουσίας και μη) κυρίως, όσο και ημών των πολιτών, ο καθένας στο ποσοστό που του αναλογεί, άμεσα να αποκαταστήσουμε, αντικαθιστώντας τη σημερινή «εικονιστική δημοκρατία» μέσα από τη χρήση τηλεοπτικών και κοινωνικών δικτύων ενημέρωσης με άλλους αποτελεσματικούς θεσμούς συμμετοχής, συλλογικής δράσης και διεκδίκησης. Αλλά αυτό έχει να κάνει με την ταυτότητα που καλούμαστε να διαμορφώσουμε ως κοινωνία, ως λαός και ως έθνος, σε ένα παγκοσμιοποιημένο («αχταρμοποιημένο», επιτρέψτε μου τον νεολογισμό) διεθνές περιβάλλον. Ταυτότητα που βεβαίως ζητείται και που τα στοιχεία της θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε στην επόμενη Επιφυλλίδα μας.