Η ιστορική αλήθεια για τους B/Hπειρωτικούς πληθυσμούς
Από την άποψη των πληθυσμιακών δεικτών η Βόρειος Ήπειρος στις αρχές του 20ου αιώνα, από τουρκικά στατιστικά στοιχεία του 1908 και ελληνικά του 1913, παρουσιάζει την εξής εικόνα:
- Χριστιανοί ορθόδοξοι εκατόν δέκα χιλιάδες (110.000)
- Μουσουλμάνοι ογδόντα χιλιάδες (80.000)
Από τους χριστιανούς κατοίκους του Βορειοηπειρωτικού χώρου το μεγαλύτερο τμήμα ήταν και είναι ελληνόγλωσσοι.
Οι Βορειοηπειρώτες με ελληνική μητρική γλώσσα κατοικούν σε συμπαγείς περιοχές στο νότιο τμήμα του αλβανικού κράτους.
Σήμερα, μετά από έναν αιώνα και παραπάνω τα παρατιθέμενα στατιστικά στοιχεία έχουν διαφοροποιηθεί. Εάν υπολογιστούν οι εκπατρισθέντες κατά τον Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο και εκείνοι που κατέφυγαν μετά το 1989-1990, τότε οι βορειοηπειρωτικοί πληθυσμοί ξεπερνούν τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000). Δεν είναι αυθαίρετος και υπερβολικός ο αριθμός αυτός. Οι Αλβανοί ηγέτες φοβούμενοι μήπως και αποκαλυφτεί ο πραγματικός αριθμός των κατοίκων της Βορείου Ηπείρου δεν επιτρέπουν κατά τις διεξαγόμενες απογραφές στη χώρα να σημειώσουν οι Βορειοηπειρώτες την καταγωγή τους.
Το Τμήμα αυτό που αναγνωρίστηκε και από τους Αλβανούς ως Ελληνική Εθνική Μειονότητα είναι συνέχεια του μητρικού κορμού. Σ’ αυτή την περιοχή η ολότητα των κατοίκων είναι Ελληνικής καταγωγής. Μιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και τις ίδιες παραδόσεις με τους υπόλοιπους κατοίκους της Ηπείρου, με τους οποίους άμεσα συνορεύουν χωρίς να παρεμβάλλεται άλλο ξενόγλωσσο στοιχείο.
Ο καθορισμός των Ελληνοαλβανικών συνόρων απέκοψε από την Μητρόπολη το Βόρειο τμήμα, το οποίο από την άποψη του πολιτισμού και της εθνικής συνείδησης δεν είχε καμιά σχέση με το νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Σ’ αυτή την περιοχή υπάρχει ένα μέρος χριστιανών ορθοδόξων που το αποτελούν αλβανόγλωσσοι. Οι πληθυσμοί αυτοί κατά τους ισχυρισμούς των Αλβανών πρέπει να θεωρηθούν αλβανικής εθνικότητας. Όμως, η εικόνα αλλάζει τελείως όταν λάβει κανείς υπόψη του όχι μόνο τη γλώσσα, αλλά την ιστορία, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό και την εθνική συνείδηση των πληθυσμών.
Η ελληνική τους συνείδηση εκδηλώθηκε το 1914 όταν, όλοι οι ορθόδοξοι Χριστιανοί της Βορείου Ηπείρου, ελληνόγλωσσοι και αλβανόγλωσσοι, ξεσηκώθηκαν και αντιστάθηκαν κατά των Αλβανών. Τότε διεξήχθησαν αιματηρές μάχες μεταξύ Βορειοηπειρωτών και Αλβανών. Σ’ αυτές τις μάχες ελληνόγλωσσοι και αλβανόγλωσσοι πολέμησαν από κοινού.
Να θυμίσουμε ότι τότε ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος πρότεινε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις αμφισβητούμενες περιοχές, αλλά η πρότασή του δεν έγινε δεκτή από τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου. Αντέδρασαν η Ιταλία και Αυστρία. Και οι δύο αυτές δυνάμεις ήταν αντίθετες στη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, γιατί γνώριζαν ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ευνοϊκό για την Ελλάδα. Ήταν βέβαιο ότι ελληνόγλωσσοι και αλβανόγλωσσοι θα ψήφιζαν υπέρ της ενσωμάτωσής τους με την Ελλάδα.
Αυτό, άλλωστε, είχε γνωστοποιηθεί και από τις ανταποκρίσεις των ξένων δημοσιογράφων προς τις εφημερίδες τους και από την Διεθνή Επιτροπή, αλλά και από τη συμμετοχή τους στην εξέγερση.
Η πρόταση για δημοψήφισμα επαναλήφθηκε και αργότερα προς την Επιτροπή που είχε επιφορτιστεί με το εδαφικό ζήτημα, αλλά και τότε τορπιλίστηκε από την Ιταλία. Τη στάση που τήρησαν οι αλβανόγλωσσοι στο ένοπλο κίνημα οι Αλβανοί το απέδωσαν στο θρησκευτικό μίσος των αλβανόγλωσσων προς τους Αλβανούς μουσουλμάνους. Μια τέτοια επιφανειακή ερμηνεία δεν αντέχει στην ιστορική έρευνα. Η στάση των αλβανόγλωσσων οφείλεται στο γεγονός ότι οι πληθυσμοί αυτοί διατηρούσαν την ελληνική παράδοση που είχε διαμορφωθεί από αιώνων πριν.
Ισχυρίζονται ακόμη οι Αλβανοί ότι οι αλβανόγλωσσοι της Βορείου Ηπείρου ανήκουν στην ίδια φυλή με τους ομόγλωσσούς τους μουσουλμάνους. Είναι πολύ δύσκολο να αποφανθεί κανείς με ακρίβεια και βεβαιότητα για φυλετικά ζητήματα των λαών της Βαλκανικής, όπου στην περιοχή αυτή πραγματοποιήθηκαν μεγάλης έκτασης επιμιξίες και ακόμη δυσκολότερο να αποκτήσει σαφή γνώμη για τη φυλετική καταγωγή στις χώρες επαφής, όπως είναι η Βόρειος Ήπειρος.
Ένα είναι γεγονός: Ότι στην περιοχή αυτή μετά την Τουρκική κατάκτηση η πλειονότητα των Αλβανών ασπάστηκαν την μουσουλμανική θρησκεία. Οι ορθόδοξοι που κατοικούσαν στο Νότο στηρίζονταν στους ελληνικούς πληθυσμούς και έρχονταν με αυτούς σε συνεχή και αδιάκοπη επικοινωνία και επιμιξία. Αντίθετα, μεταξύ ορθοδόξων και μουσουλμάνων δημιουργήθηκε ένας αδιάκοπος φραγμός. Οι μουσουλμάνοι έδιναν πίστη στον Χαλίφη Κωνσταντινουπόλεως και απέβησαν το κύριο πολεμικό στήριγμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρωπαϊκή Τουρκία.
Στις εξεγέρσεις και σε όλα τα επαναστατικά κινήματα που κατά καιρούς επιχειρούσαν οι Βαλκανικοί λαοί κατά της Τουρκικής τυραννίας, οι Τούρκοι τους Αλβανούς χρησιμοποιούσαν για την κατάπνιξή τους. Στις εξεγέρσεις των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων οι Ηπειρώτες έπαιξαν σημαντικό και ουσιαστικό ρόλο. Σε όλους τους αγώνες ελληνόγλωσσοι και αλβανόγλωσσοι ορθόδοξοι αγωνίστηκαν ενωμένοι εναντίον των Τουρκαλβανών που τους καταπίεζαν ως πιστοί στρατιώτες του Σουλτάνου. Στους κοινούς αγώνες διαμορφώθηκε κοινή εθνική συνείδηση ελληνόγλωσσων και αλβανόγλωσσων ορθοδόξων. Στην εθνεγερσία του 1821 μαζί πολέμησαν για την εθνική αποκατάσταση. Αντίθετα, οι Αλβανοί μουσουλμάνοι πολεμούσαν στο πλευρό των Τούρκων και αγωνίστηκαν και εκείνοι για την κατάπνιξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων.
Επαναλαμβάνεται από τους Αλβανούς ότι οι ορθόδοξοι αλβανόγλωσσοι πολέμησαν ως χριστιανοί και όχι ως Έλληνες. Άποψη που δεν συμφωνεί καθόλου με την ιστορική αλήθεια. Οι αλβανόγλωσσοι, ορθόδοξοι πολέμησαν συνειδητά, γιατί γνώριζαν πολύ καλά ότι διεξάγουν τον δικό τους αγώνα, δηλαδή τον ελληνικό.
Το ίδιο επαναλήφτηκε και στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα του 1914. Δεν είναι μόνοι οι κοινοί αγώνες ελληνόγλωσσων και αλβανόγλωσσων Βορειοηπειρωτών που διαμόρφωσαν κοινή εθνική συνείδηση. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η επικοινωνία και επιμιξία του ορθόδοξου πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου και ιδιαίτερα η κοινή ελληνική παιδεία και ο κοινός ελληνικός πολιτισμός επί αιώνες.
Όσοι επισκέφτηκαν τον Βορειοηπειρωτικό χώρο και πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, διεπίστωσαν ότι οι αλβανόγλωσσοι ορθόδοξοι, εκτός από τη μητρική τους γλώσσα μιλούσαν και την ελληνική, η οποία ήταν η αποκλειστική γλώσσα πολιτισμού και εμπορίου σε ολόκληρη την Ενιαία Ήπειρο. Όλοι οι Χριστιανοί του χώρου, χωρίς διάκριση καταγωγής και γλώσσας, αισθάνονται Έλληνες. Και ο Σέντερχολμ, μέλος της ανακριτικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), ο οποίος είχε αποσταλεί το 1922 στην Αλβανία, παρόλο το πνεύμα του φιλοαλβανού που διαπερνάει την έκθεσή του, κατ’ ανάγκη διαπιστώνει ότι η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα του μορφωμένου, του καλλιεργημένου χριστιανικού πληθυσμού και ότι ακόμη οι αλβανόγλωσσοι την αλβανική γλώσσα την χρησιμοποιούσαν σαν γλώσσα τρέχουσας χρήσεως, ενώ η ελληνική εξακολουθούσε να είναι η γλώσσα της θρησκείας, της φιλολογίας και του εμπορίου και θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν δεύτερη μητρική γλώσσα των Χριστιανών του Νότου.
Όταν αποφασίστηκε η άδικη παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, όλες οι αλβανόγλωσσες ορθόδοξες κοινότητες είχαν ελληνικά σχολεία. Τα σχολεία αυτά που ίδρυαν τα συντηρούσαν οι ίδιες οι Κοινότητες με χρήματα των αποδήμων Ηπειρωτών. Μεταξύ των άλλων σχολείων περίφημα ήταν τα ελληνικά σχολεία, καθώς και άλλα ιδρύματα της Κοριτσάς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του νέου ελληνικού πολιτισμού της Μοσχόπολης, μιας πολυάνθρωπης Πολιτείας που βρισκόταν τέσσερις ώρες δυτικά της Κοριτσάς. Η Μοσχόπολη έφτασε σε μεγάλη ακμή τον 18ο αιώνα.
Τον αιώνα αυτόν στη Μοσχόπολη ιδρύθηκαν αξιόλογα ελληνικά σχολεία, το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο και η Ακαδημία με την σημαντική βιβλιοθήκη. Οι κάτοικοι της Μοσχόπολης πήραν ενεργό μέρος στα Ορλωφικά το 1772. Η συμμετοχή τους στα Ορλωφικά αποτέλεσε την αιτία να καταστραφεί η Μοσχόπολη από Τουρκαλβανούς. Μετά την καταστροφή της η Μοσχόπολη συρρικνώθηκε σε μια μικρή πολίχνη, την οποία τουρκαλβανικά στίφη την αποτελείωσαν το 1916.
***
Συμπερασματικά ο αλβανόγλωσσος ορθόδοξος πληθυσμός ήδη από τον 18ο αιώνα δημιουργεί ένα αστικό εθνικό πολιτισμό, καθαρά ελληνικό, σε εποχή, που όχι μόνο δεν υπήρχε αλβανική εθνική συνείδηση, αλλά αντίθετα ο μουσουλμανικός πληθυσμός βρισκόταν σε πρωτογενή φεουδαρχική κατάσταση. Τον ελληνικό πολιτισμό και την καθαρά ελληνική συνείδηση προσπάθησαν οι Αλβανοί με βίαια μέσα να εξαφανίσουν. Έκλεισαν τα σχολεία με ιστορία αιώνων και κυνήγησαν ανηλεώς κάθε τι το ελληνικό.
Η συνεχής διαρροή του ελληνικού στοιχείου, εξαιτίας καταπιέσεων και άλλων ιστορικών περιπετειών, είχε και συνέπειες και επιπτώσεις. Διατηρούμε, όμως, βάσιμες ελπίδες ότι η ελληνική συνείδηση έχει βαθιές ρίζες και στους αλβανόφωνους της Βορείου Ηπείρου, ώστε να παραμείνουν γερά δεμένοι με τις ελληνικές παραδόσεις.