Ένας εμπειρογνώμονας των ντόπιων ηθών…

on .

Τελευταίες μέρες του Αυγούστου (στις 24 συγκεκριμένα) έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών ένας από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους της μεταπολεμικής, ιδίως της μεταπολιτευτικής, Ελλάδας, σύγχρονος καθηγητής Φιλοσοφίας και πολυγραφότατος συγγραφέας, ο Χρήστος Γιανναράς. Στην εξ ορισμού περιορισμένη έκταση μιας επιφυλλίδας θα επιχειρήσω να δώσω σε αδρές γραμμές την τεράστια πνευματική προσωπικότητα και το πλούσιο- πολυθεματικό έργο του.

Σε σχετικό δίκην πνευματικού μνημοσύνου αφιέρωμά του το έγκριτο περιοδικό «Νέο Πλανόδιον», στη στήλη «Περαστικά και Παραμόνιμα» (Καιρικά σχόλια από τον Κώστα Κουτσουρέλη) σημειώνει: «Για τον Χρήστο Γιανναρά, το πιο καίριο εγκώμιο το χρωστάμε στον Κωστή Παπαγιώργη. Ήταν, πράγματι, «εμπειρογνώμονας των ντόπιων ηθών». Από τα χρόνια του ’60 κρατούσε, επίμονα, έναν καθρέφτη μπροστά μας και μας έδειχνε τι είμαστε: μασκαράδες σε χώρα μασκαρεμένη. Πώς να του το συγχωρήσουμε έπειτα;».                                                                                                                                                

Συνεχίζοντας δε, επισημειώνει: «Στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων, η Μεταπολίτευση συνοδεύεται από μια σημαντική αλλαγή φρουράς. Για πρώτη φορά σ’ αυτούς τους δύο αιώνες μετά το ’21, οι αμιγώς λογοτέχνες, εν προκειμένω οι ποιητές [Σολωμός, Κάλβος Παλαμάς], χάνουν τα πρωτεία. Οι πλέον επιδραστικές προσωπικότητες, οι συγγραφείς που πρωταγωνιστούν, προέρχονται οι πιο πολλοί από το πεδίο του στοχασμού: Γιανναράς, Ράμφος, Παπαγιώργης, Μαλεβίτσης, Λορεντζάτος, Ζηζιούλας, μέσω Γαλλίας ο Πουλαντζάς αρχικά και αργότερα ο Καστοριάδης, δευτερευόντως ο Παπαϊωάννου και ο Αξελός, μέσω Γερμανίας ο Κονδύλης και κάποιοι ακόμη. Μιλώ γι’ αυτούς που είτε έδωσαν το κύριο έργο τους μετά το 1974, είτε αυτό εμπεδώθηκε στη συνείδηση του εγχώριου αναγνωστικού κοινού ιδίως τότε. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί απ’ αυτούς είναι και σπουδαίοι τεχνίτες της γραφής, συνδιαπλάθουν το γλωσσικό μας αισθητήριο –είναι λογοτέχνες δηλαδή, με την πρωταρχική, την πλατιά έννοια του όρου». 

Ο Χρήστος Γιανναράς ήταν ένα σπάνιο είδος μορφωμένου και καλλιεργημένου Έλληνα. Εντυπωσιακός ήταν ο άριστος χειρισμός της διαχρονικής ελληνικής γλώσσας, της οποίας διατηρεί την αριστοκρατική ομορφιά, η βαθιά γνώση του σε θέματα ιστορικά -πέραν των θεολογικών και φιλοσοφικών- και η αγάπη του για τον Ελληνισμό όλων των εποχών και όλων των περιοχών. Καταθέτοντας τον βαθύ σεβασμό του για την Αρχαία Ελλάδα και θεωρώντας λάθος την επιβολή του μονοτονικού (1982), το οποίο μας αποκόπτει από την Αρχαία Ελληνική και από τη λόγια παράδοση, έθετε το δάκτυλό του επί τον τύπον των ήλων στο μεγάλο πνευματικό πρόβλημα της Ελλάδας, γιατί θεωρούσε ότι η υστέρηση της Ελλάδας έναντι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών δεν ήταν αμιγώς πολιτικό, κοινωνικό ή και οικονομικό πρόβλημα, αλλά πρωτίστως πνευματικό, πρόβλημα παιδείας. Η προβολή του ελληνικού πολιτισμού πίστευε ότι είναι η καλύτερη διπλωματική ασπίδα, φέρνοντας ως παράδειγμα τις τεράστιες δαπάνες για την  προβολή του πολιτισμού τους χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Αγγλία, η Ιταλία, ακόμη και η Ισπανία. 

Τεράστια ήταν η σημασία που έδινε στην έννοια του Προσώπου (σχετικό το βιβλίο του «Οντολογία του Προσώπου) βλέποντας τον άνθρωπο σε ένα επίπεδο σχέσεως με τον άλλο άνθρωπο και αυτό ήταν το Πρόσωπο. Η ετυμολογική προέλευση , άλλωστε της λέξης (προς + όψιν) εκεί παραπέμπει: Πρόσωπο – άπειρο – ο Θεός, Πρόσωπο και ο άνθρωπος (ως εικόνα και ομοίωσή του). Δηλαδή, έβλεπε το Πρόσωπο ως υπέρβαση μιας ατομικότητας εγωκεντρικής. Γι’ αυτό και έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην ενορία, ως συμβολικό και πραγματικό στοιχείο και κατ’ επέκταση στην κοινότητα.

Πολεμήθηκε, αλλά και αγαπήθηκε, όπως συμβαίνει με όλες τις ισχυρές προσωπικότητες, από πάρα πολύ κόσμο. Γιατί πολλοί άνθρωποι έβρισκαν μια ανάσα σ’ αυτά που έγραφε. Ο Χρήστος Γιανναράς δεν έκανε δημόσιες σχέσεις μέσω των γραπτών του. Εσκεμμένα υπερβολικός στους χαρακτηρισμούς του κάποιες φορές, για τους οποίους από ορισμένους παρεξηγήθηκε, όπως: «Ελλαδιστάν», «φαιδρό Ελλαδέξ», «θλιβερό ελληνώνυμο κρατίδιο του βαλκανικού Νότου», είχε ως στόχο να ταρακουνήσει τον εν υπνώσει ελληνισμό. Ακόμη και όταν με προφητικό τόνο θεωρούσε την Ελλάδα τελειωμένη υπόθεση («Finis Graeciae», «απέσβετο λάλον ύδωρ»), μετείχε στην προσπάθεια εθνικής αυτογνωσίας για να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της, μια προσπάθεια που αρχίζει τον 18ο αιώνα και συνεχίζεται με σκαμπανεβάσματα έως σήμερα. Πόσο επίκαιροι, αλήθεια, φαντάζουν αυτοί οι χαρακτηρισμοί για τη σημερινή χρεοκοπημένη Ελλάδα,  τη βαθιά διεφθαρμένη και με απαξιωμένες τις ηθικές και πνευματικές αξίες ελληνική κοινωνία και το ανεπαρκές σημερινό πολιτικό σύστημα.! Δυσκολία υπήρξε και στη σχέση του με εκκλησιαστικές οργανώσεις, όπως η «Ζωή», στην οποία ανήκε και ο ίδιος μέχρι μια ορισμένη στιγμή, αλλά και με την Ιεραρχία, με τους οποίους ήρθε σε σύγκρουση όχι λίγες φορές (σχετικά τα βιβλία του « Ενάντια στη θρησκεία», «Καταφύγιο ιδεών», και «το Αλφαβητάρι της πίστης»)).

Στον κατάλογο των εξίσου σημαντικών έργων του οφείλουμε να συμπεριλάβουμε την «Ελευθερία του ήθους» (είναι το σημείο που δείχνει καθαρά το στίγμα της αποστολής του) και «Το πρόσωπο και ο έρως». Οι επιφυλλίδες του ήταν ένα ενδιαφέρον κομμάτι της προσωπικότητάς του, καθώς τον αφορούσε και τον ενδιέφερε πάρα πολύ το καθημερινό, το εμπειρικό, όπως έλεγε ο ίδιος. Η επαναληπτικότητα σε κάποια γραπτά του για την οποία εκφράστηκαν ορισμένες αρνητικές κριτικές, σ΄ ένα τεράστιο έργο, όπως το δικό του, ήταν αναπόφευκτη.  Ο Χρήστος Γιανναράς είχε στα κείμενά του μια σταθερή αναφορά σε κομβικά στοιχεία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, διότι πίστευε ότι η αδιάκοπη, αναστοχαστική, σχέση με τον πολιτισμό αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνον απλής επιβίωσης, αλλά και ανανέωσης. Η ηχηρή απουσία του πολιτικού και πολιτειακού προσωπικού, σε αντίθεση με την πάνδημη συμμετοχή απλών ανθρώπων, από την κηδεία του, αποτελεί τον υψηλότερο τίτλο τιμής για τον σπουδαίο Έλληνα εκλιπόντα. Εκείνοι όμηροι του επιβαλλόμενου από τα μίντια επικοινωνιακού παιχνιδιού, σπεύδουν στους γάμους, στα βαφτίσια, στις γιορτές και τα πανηγύρια, προς άγραν ψήφων.