Σεπτέμβρης ο Τρυγητής και τα… Πρωτοβρόχια!

on .

Ο Σεπτέμβρης, ο Οκτώβρης, και ο Νοέμβρης, είναι τρεις πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους μήνες ενωμένοι σε μια εποχή το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο σημαίνει την εποχή που τελειώνουν τα φρούτα ή που έρχονται μετά τα φρούτα  (μετόπωρον). 

Πρώτη του Σεπτέμβρη, του Τρυγητή, που λέει ο λαός μας. Τρυγητής είναι η πιο γνωστή και διαδεδομένη από τις ονομασίες του Σεπτέμβρη στο λαϊκό καλαντάρι, και συνδέεται βέβαια με τον τρύγο, την  κύρια αγροτική απασχόληση το μήνα αυτό στην πατρίδα μας από αρχαιοτάτων χρόνων.

Η συμμετοχή όλων των κατοίκων, εκείνα τα χρόνια, αναδείκνυε τον τρύγο σε ευχάριστη εργασία, που συχνά έπαιρνε χαρακτήρα πανηγυριού: «Από το κλήμα στο πατητήρι κι από το βαρέλι στο ποτήρι».

«Αμπέλι μου πλατύφυλλο και καλοδεμένο,

δώσε σταφύλια κόκκινα να μπω να σε τρυγήσω,

να κάμω αθάνατο κρασί να μπω  να σε τρυγήσω...»

που ο Κ. Κρυστάλλης έγραφε το δικό του «Τραγούδι του Τρυγητού».

Και ο Γ. Κοτζιούλας στο «Χινοπωριάτικο»:

«Διάβηκες καλοκαίρι σύρε στο καλό

μα  εγώ την ευτυχία σ’ ένα τσαμπί τη βρήκα...»

απ’ τους σπουργίτες που τσιμπολογάν κι εκείνοι…

Αλλά ποιος δεν θυμάται το χαρακτηριστικό ποίημα του Ζ. Παπαντωνίου:

«Σε μια ρόγα από σταφύλι έπεσαν οκτώ σπουργίτες

κι τρωγόπιναν  οι φίλοι, τσίρι-τσίρι τσιριτρό…»

Αρχίζουν να βουρκώνουν τα βουνά και ν’ ανταριάζουν οι κάμποι. Τώρα μπαίνει το χινόπωρο και σώνεται και αργοσβήνει το καλοκαίρι. 

Ψηλά απ’ τα καμπαναριά κι ανάμεσα απ’ τα κυπαρίσσια, περνάν τα σύννεφα λες και βιάζονται να στοιβαχτούν στον μέχρι πριν λίγες μέρες γαλάζιο ουρανό, να τον γκριζάρουν, και να φέρουν βροχές στον διψασμένο τόπο. 

Περνάνε παίρνοντας μαζί τους πλήθος μελωδίες και ψαλμούς  από τα ξωκλήσια, να τους μεταδώσουν σαν προσευχές στον ουρανό που ακουμπά μελαγχολικά πάνω στα βουνά και τις θάλασσες. Τα ταπεινό σήμαντρο ,εκεί ψηλά αντίκρυ του ξωκλησιού, γλυκόηχα σιγά μας καλησπερίζει. Χαμηλοπετάνε του κάμπου τα πετούμενα και του βουνού οι πετρίτες παιχνιδίζοντας και ερωτοτροπώντας, ψάχνοντας τροφή «πριχού» νυχτώσει. 

Όπως η μέρα σώνεται κι αποτραβιέται, έρχεται σιγά-σιγά το δείλι, σούρουπο μελαγχολικό, θλιβερό, χινοπωρινό, με ελαφριά ψιχάλα και νυχτερινή κρυάδα.  ΒάφονταΙ τα τοπία, αλλού με ανοιχτό βιολετί και αλλού με βαθύ πορφυροχρυσαφένιες πινελιές που σβήνουν, όσο η νύχτα «προχωρά» στο βαθύ της θάλασσας και στο γκριζοπράσινο κιτρινωπό των βουνών.

Μέσα στα πάρκα οι καλοκαιρινοί έρωτες, και τα ειδύλλια που πλέχτηκαν, θλιμμένοι και χλωμοί θα τουρτουρίζουν, και θα κλαίνε τις παγωμένες νύχτες που θα ‘ρθουν. Μόνο οι υποσχέσεις θα αιωρούνται και θα προσπαθούν να κρατηθούν στα φύλλα, στα κλαριά, μέχρι να πέσουν κι αυτά, κίτρινα, στο χρώμα νεκρού.

Πέφτουν στις  στέρνες τα ξερόφυλλα απ’ το χλωμά περίλυπα πλατάνια στις πλατείας των χωριών και μέσα στις αλέες τ’ αεράκι τρέχει, σαν τα παιδιά που βιάζονται να κρυφτούν στο κιόσκι από τα άλλα, στο κρυφτούλι τους.

Πώς λάμπει και πώς παιχνιδίζει αυτό το βράδυ το ασημόφλουρο φεγγάρι, ανάμεσα απ’ τα σύννεφα, μ’ αλλόκοτη ομορφάδα, θυμίζοντας Αυγουστιάτικη πανσέληνο.

Και τα κορίτσια τ’ άπλερα, πίσω απ’ τα μισάνοιχτα παράθυρα, αφουγκράζονται τις πατημασιές των καλών τους, και ακούνε την καντάδα τους  (τότε όχι πια τώρα), ζωγραφίζοντας με δάχτυλα, καρδιές στα τζάμια τα θολά. Ω! πώς δακρύζουν….

Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης συνδέει στο «Τραγουδάκι του»   φεγγάρι και κληματαριά με ένα παραθύρι:

«Παίζει απόψε το φεγγάρι μέσα στην κληματαριά.

Πού’ ναι να το πιείς, αλήθεια στο ποτήρι!

Κι όχι τόσο γιατί παίζει στην κληματαριά.

Όσο γιατί φέγγει δίπλα σ’ ένα παραθύρι…»

Μετά το αφόρητο λιοπύρι και την κάψα του φετινού  καλοκαιριού, που  ακόμα καλά κρατεί, ας  θυμηθούμε το νόημα από τα πρωτοβρόχια που μας δίδασκαν τα χρόνια εκείνα τα σχολικά μας βιβλία .

Τα Καμποχώρια των Γιαννίνων απ’ τον καύσωνα, αναστενάζουν και μόνο κάτω απ’ τις κληματαριές στις αυλόπορτές τους ψάχνουν στη σκιά τους  να δροσιστούν:

«Κάτω απ’ την κληματαριά κρέμονται  τα τσαμπιά   

Άλλα κέρινα κι άλλα μαβιά να τα τρυγήσει η φαμελιά…

Και μέχρι τα σταφύλια   θα ωριμάζουνε

Τα μεσημέρια  σκιά  και δροσιά θα δοκιμάζουνε

Και θα περιμένουν το μεθυστικό καρπό του αμπελιού

Όπως, το ψωμί,  το λάδι, το νερό …  δώρο Θεού. 

Γ. ΤΣΟΔΟΥΛΟΣ         

Με τα πρωτοβρόχια η γενιά μου αναπολεί, με νοσταλγία, τα χρόνια εκείνα, την ετοιμασία μας για τη σχολική χρονιά, τη μπλε ποδιά, τη σάκα, τα βιβλία και τα τετράδια εγώ  θυμάμαι το βιβλιοπωλείο του Ν. Κωνή, πίσω απ’ το  παραδοσιακό καφεκοπτείο ο «Αρμένος» ,που κάθε αρχή σχολικής χρονιάς πηγαίναμε και προμηθευόμαστε τα σχολικά. 

Να μην ξεχνάμε όμως  ότι τον Σεπτέμβριο σαν μήνας ήπιος  που  έχει επίσης ολοκληρωθεί η συγκομιδή πολλών γεωργικών, κτηνοτροφικών, και λοιπών προϊόντων είναι ο κατεξοχήν μήνας των παζαριών (εμποροζωοπανήγυρη) πανελλαδικά. Έτσι και στα Γιάννινα γίνεται κάθε χρόνο με σταθερή περιοδικότητα και πριν αρχίσουν τα σχολεία.

Όμως το φθινόπωρο δεν είναι μελαγχολικό, απεναντίας είναι η εποχή που έχει εμπνεύσει καλλιτέχνες, όπως ζωγράφους, ποιητές, συγγραφείς, με τα όμορφα χρώματα των φύλλων των δέντρων, πριν πέσουν, και τις όμορφες εναλλαγές των τοπίων. 

Κι όταν σε λίγο καιρό η βροχή θα θεριέψει και θα γαζώνει τα τοπία, θα μας θυμίζουν εργόχειρο που το κεντούν εκατομμύρια υδάτινες βελόνες.

Μπορεί να φεύγουν τα αποδημητικά πουλιά, όπως  τα χελιδόνια, οι πελαργοί, στη μακρινή Αραπιά, πλην όμως, θα ξανάρθουν να μας φέρουν την Άνοιξη.

Μπορεί να μαραίνονται τα λουλούδια τ’ ανοιξιάτικα, θα τα αντικαταστήσουν όμως τα χρυσάνθεμα ‘’χαμόγελα’’ τ’ Αγιοδημητριάτικα.