Τα πολιτικά κόμματα…
Έλεγα στο προηγούμενο σημείωμά μου πως η πορεία που ακολουθούμε, εδώ και αρκετά χρόνια, είναι πορεία τραγική, εθνικά επικίνδυνη και πως πρέπει να αλλάξει, άμεσα μάλιστα· πρόσθετα δε πως τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών μας δίνουν τη δυνατότητα για μια τέτοια αλλαγή. Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που μας δίνουν αυτή τη δυνατότητα; Πρώτο στοιχείο η μεγάλη αποχή που ανέρχεται στο 60% του συνολικού αριθμού των ψηφοφόρων. Αποχή που σε μεγάλο βαθμό σημαίνει αποδοκιμασία του ισχύοντος πολιτικού συστήματος και του τρόπου λειτουργίας του.
Δεύτερο στοιχείο τα ποσοστά των ψήφων που έλαβαν τα τρία πρώτα κόμματα εξουσίας. Αυτά, βασικά, ευθύνονται στο ακέραιο με την αλλοπρόσαλλη και ανεύθυνη πολιτική τους, κατά το διάστημα - μικρό ή μεγάλο - της διακυβέρνησης της χώρας• με μεθόδους μάλιστα που σε τίποτε δεν θυμίζουν εθνική πολιτική, που ασκείται μέσα στα πλαίσια μιας ουσιαστικής, αλλά ανύπαρκτης στον τόπο μας Δημοκρατίας. Και τα τρία αυτά κόμματα αποδοκιμάστηκαν από τους ψηφοφόρους του 40%,που έλαβαν μέρος στις εκλογές.
Η Νέα Δημοκρατία έλαβε το 28,31% των ψήφων και έχασε περίπου το 13% των ψήφων που έλαβε στις πρόσφατες εθνικές εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε το 14,92 των ψήφων, ενώ είχε θέσει ως στόχο το 19-20%,και το ΠΑΣΟΚ έλαβε το 12,79 των ψήφων, ενώ είχε θέσει ως στόχο, με την κατάσταση που επικρατεί στο ΣΥΡΙΖΑ, να γίνει δεύτερο κόμμα και να πάρει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αν μάλιστα θελήσουμε να κάνουμε μια αναγωγή στο σύνολο των Ελλήνων ψηφοφόρων, τα ποσοστά αυτά μειώνονται κατά τρόπο αποκαρδιωτικό, καθώς, με απλά μαθηματικά, το 28,31% της Ν.Δ γίνεται 11,20%,το ποσοστό 14,92% του ΣΥΡΙΖΑ 6%,και το ποσοστό 12,79% του ΠΑΣΟΚ γίνεται 5,20%.
Αν στα παραπάνω ποσοστά -ονομαστικά ή πραγματικά-προσθέσουμε και τα αποτελέσματα μιας πρόσφατης δημοσκόπησης, σχετικής με τα πρόσωπα που είναι κατάλληλα για πρωθυπουργοί, θα έχουμε μια πλήρη και αρκούντως δια φωτιστική εικόνα της πολιτικής κατάστασης της χώρας• από αυτήν προκύπτει ότι, πρώτος κατάλληλος για πρωθυπουργός είναι ο κανένας, με ποσοστό 39%, δεύτερος ο Μητσοτάκης -προφανώς και λόγω πρωθυπουργίας- με ποσοστό 33%, δηλαδή ούτε το 1/3 των ψηφοφόρων, οι δε δυο άλλοι αρχηγοί -και υποψήφιοι πρωθυπουργοί- κινούνται από το 7% μέχρι το 5%.
Βρισκόμαστε, λοιπόν μπροστά σε ένα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο δεν είναι απλώς πολιτικό, αλλά είναι, στην ουσία του πρόβλημα εθνικό, που μας αφορά όλους. Κάθε πρόβλημα, όπως διδαχτήκαμε, κατά τα σχολικά μας χρόνια, στα μαθηματικά, έχει τα δεδομένα και τα ζητούμενα• κατά την προσπάθειά μας να βρούμε τη λύση του, ξεκινάμε από τα δεδομένα για να φτάσουμε στα ζητούμενα.
Ποια είναι, λοιπόν, τα δεδομένα αυτού του βασικού προβλήματος που μας απασχολεί και πού βρίσκεται η αφετηρία του; Βρίσκεται στο γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε κόμματα αρχών,κόμματα με στόχο την προκοπή του Έθνους, αλλά κόμματα εξουσίας για την κατάκτηση και διατήρηση της οποίας χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα. Και αυτό, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που όμως δεν αναιρούν τον κανόνα, ξεκινάει ήδη από τις πρώτες στιγμές της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό και τη δημιουργία του -κατ’ ευφημισμόν- «ανεξάρτητου» ελληνικού κράτους.
Θα αρχίσω με την άποψη που διατύπωσε ο Θεοδωράκης στην Ακαδημία Αθηνών, κατά την επίσημη ανακήρυξή του σε επίτιμο μέλος της, επισημαίνοντας: «Πιστεύω πως το γεγονός ότι η ΕλευθΕρία που μας παρέδωσαν οι αγωνιστές του 1821 δεν κατόρθωσε επί δυο αιώνες να στεφθεί με την απόκτηση της πλήρους Εθνικής Ανεξαρτησίας, μας έχει καταντήσει λαό ανάπηρο και ανίκανο να εκμεταλλευθεί και να αναδείξει, όχι μόνο τον φυσικό μας πλούτο, αλλά κυρίως τον ανθρώπινο στους κρίσιμους τομείς της Κοινωνίας και του Πνεύματος».
Άποψη που, όπως αντιλήφθηκα-γιατί ήμουν παρών-ξένισε κάποιους από τους πνευματικούς μας ηγέτες, ίσως δε ξενίσει και μερικούς από αυτούς που θα την διαβάσουν. Όμως, σε πολλά σημεία, αν όχι στο σύνολό της, επιβεβαιώνεται από τον ίδιο τον αγωνιστή Μακρυγιάννη, ο οποίος γράφει στα Απομνημονεύματά του:
«Ήρθαν και με ρέθιζαν και μ’ έταζαν να μπω σε ξένες φατρίες και εις κόμματα. Τους είπα: Όποιο κόμμα είναι της Πατρίδας μου μ’ εκείνο είμαι».
Παρόμοια διαπίστωση κάνει, για τη μετεπαναστατική περίοδο, ο σατιρικός ποιητής, που γράφει:
«Κανείς δεν έμεινε Γραικός,
ο ένας είναι Άγγλος
Μωσκοβος είν’ ο δεύτερος
κι ο τρίτος είναι Γάλλος».
Ας δούμε, τώρα, τα τρία σημερινά κόμματα εξουσίας. Η Νέα Δημοκρατία παρουσιάζεται, λόγω εξουσίας, ως ενιαίο κόμμα. Είναι όμως, όπως το παρουσιάζει η ιστορία του, από το 1955, και όπως το επιβεβαιώνει η σημερινή πραγματικότητα, ιδίως μετά την πρόσφατη κοινή εμφάνιση Σαμαρά και Καραμανλή, κόμμα με τρεις υποστάσεις: την Καραμανλική, τη Σαμαρική και τη Μητσοτακική. Και οι τρεις κυβέρνησαν τον τόπο και έδωσαν δείγματα γραφής. Δεν είναι δε ανάγκη να αναφερθώ σε όλα όσα συνέβησαν στο παρελθόν, τα οποία έχω παρακολουθήσει και έχω καταγράψει, γιατί με ενδιέφεραν πολιτικά. Αρκούν δυο-τρία σημεία από τα παλιά, πίσω από τα οποία αποκαλύπτονται και τα σύγχρονα.
Κρίνοντας ο πατήρ Μητσοτάκης, το 1963, τη σύμβαση Καραμανλή με τον όμιλο Tom Pappas, θα την καταγγείλει ως «χειροτέρα από το άκρον άωτον αποικιακών συμβάσεων που μόνον εις κράτος κάφρων θα ηδύνατο να συναφθή».
Και το ερώτημα: Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά και των τριών σημερινών κομμάτων εξουσίας που, στον καιρό της κρίσης ,την οποία τα ίδια δημιούργησαν, εκποίησαν -και εκποιούν- όσο, όσο, το δημόσιο πλούτο και το κράτος γενικότερα; δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτε: Αεροδρόμια, λιμάνια, Τράπεζες, ΔΕΗ, ΟΤΕ, ακόμα και τα καρποφόρα λαχεία. Ο Παναγιώτης Κονδύλης πάντως, κατά κοινή αποδοχή ένας από τους σημαντικότερους διανοητές της σύγχρονης Ελλάδας, την αποκαλεί «συλλογική σχιζοφρένεια».
Στο προεκλογικό υλικό του κόμματος που είχε φτιάξει ο πατήρ Μητσοτάκης, το 1977, γίνεται λόγος για την «αποτυχημένη νεοδημοκρατική τριετία (1975-1977), με το δίλημμα: πατερούλη θέλουμε ή στιβαρό και υπεύθυνο ηγέτη, ο οποίος (πατερούλης-Καραμανλής) με τους οικονομικούς εγκεφάλους του και τη σιωπηλή πλειοψηφία των 215 στρατιωτών του κοινοβουλευτικού του λόχου αποτύγχανε παταγωδώς». Ένα χρόνο αργότερα έγινε πρώτος τη τάξει υπουργός «της αποτυχημένης Νέας Δημοκρατίας» και εντάχθηκε και αυτός «στον κοινοβουλευτικό λόχο», μέσα από τον οποίο έγινε και πρωθυπουργός.
Όσον αφορά τώρα τα νεότερα και τα σύγχρονα είναι, λίγο-πολύ, γνωστά: Ο Σαμαράς έριξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ίδρυσε την «Πολιτική Άνοιξη», τη διέλυσε, επανήλθε στη Ν.Δ., έγινε πρωθυπουργός, ο ανεψιός Καραμανλής έγινε πρόεδρος της Ν.Δ. και πρωθυπουργός, ο γιος Μητσοτάκης έγινε κι αυτός πρόεδρος και πρωθυπουργός, με την αντίθεση του Καραμανλή που ήθελε το Μειμαράκη, δεν ψήφισε για Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Καραμανλικό Παυλόπουλο και τώρα δέχεται τα πυρά των δυο πρώην αρχηγών της Ν.Δ. και πρωθυπουργών.
Στο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, μετά την απομάκρυνση του Τσίπρα, που αποδείχτηκε μιας χρήσης, εκτός αν το ινστιτούτο που ίδρυσε τον αναδείξει και πάλι και τον ξαναφέρει στην πολιτική, γίνεται, μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Κασσελάκη, που για αρκετούς εμφανίστηκε από το πουθενά, «το έλα να δεις», και είναι άγνωστη η τύχη του, αν κρίνουμε από τα όσα συμβαίνουν σ’ αυτό.
Άγνωστη επίσης είναι και η τύχη του σημερινού ΠΑΣΟΚ το οποίο βαδίζει προς το Συνέδριο, μετά την αντίδραση στελεχών του κατά του σημερινού αρχηγού, με αφορμή τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών. Από τα αποτελέσματα του Συνεδρίου θα φανεί αν θα μπορέσει να γίνει ένα πραγματικό «Κίνημα Αλλαγής», όπως ξεκίνησε και όχι ένα απλό κόμμα εξουσίας, όπως κατέληξε. Η υποψηφιότητα πάντως οκτώ μελών του για την προεδρία, ιδίως δε εκείνων που ευθύνονται για το σημερινό κατάντημά του, κάθε άλλο παρά δεινά προοιωνίζεται.
Επειδή δε ξεκινήσαμε τα δεδομένα της πολιτικής ζωής από το παρελθόν, με το παρελθόν θα κλείσουμε, που όμως φωτογραφίζει κάπως και το παρόν, που μας ενδιαφέρει. Κρίνοντας ο πατήρ Μητσοτάκης κάποιες από τις πρώτες ενέργειες του ανεψιού Καραμανλή, όταν ανέλαβε την αρχηγία του κόμματος και πριν γίνει πρωθυπουργός, τον επέκρινε με δριμύτητα λέγοντας:
«Ανήκει σ’ αυτούς που επιχειρούν να μετατρέψουν τα κόμματα, από κυψέλες πολιτικής δημιουργίας, σε κομματικά στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Αν τυχόν έχετε παρακολουθήσει μερικές από τις εκτός ημερήσιας διάταξης συζητήσεις των αρχηγών των κομμάτων, και έχετε καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι διαπιστώσατε πως υπάρχουν και σήμερα στοιχεία «κοινοβουλευτικών λόχων» και ότι «τα κόμματα, από κυψέλες πολιτικής δημιουργίας -που πρέπει να είναι- έχουν μετατραπεί σε κομματικά στρατόπεδα συγκέντρωσης», τότε ανοίγει ο δρόμος για να προχωρήσουμε από τα δεδομένα στα ζητούμενα, να δούμε που βρίσκεται η ρίζα του κακού και τι πρέπει να αλλάξει.