Οι εκδηλώσεις στο Χλωμό και κάποιοι παράλληλοι διαλογισμοί
Οι εκδηλώσεις στο Χλωμό, στα πλαίσια μιας προσπάθειας προβολής μιας κοινής πολιτιστικής παράδοσης Πωγωνίου και Δερόπολης, εγγράφουν την τρίτη παρουσίαση μετά τις ομόλογες εκδηλώσεις σε Σχωριάδες (2023) και Σιταριά (2024).
Για την εκδήλωση του Χλωμού έχουν δημοσιευτεί κάποια πρόδρομα πληροφοριακά κείμενα και εκτενής ανταπόκριση από τις εκεί εκδηλώσεις, οι οποίες έγιναν στον περίβολο ενός Ιερού Ναού της Αγίας Παρασκευής, ο οποίος αποτελεί ένα μνημείο ναοδομίας, αλλά και ένα μνημείο μιας μεγάλης ιστορικής παράδοσης των κατοίκων του Χλωμού.
Είχα την ευτυχία να συμμετάσχω σε αυτή την εκδήλωση και να ακολουθήσω προσκυνητής, τη διαδρομή προσέγγισης στο Χλωμό μέσω Κακαβιάς και να γνωρίσω πλησιάζοντας, το ξεκομμένο Πωγώνι από τη Δερόπολη, διατρέχοντας ένα φυσικό, περιβαλλοντικά μεγαλοπρεπές τοπίο, τη γνωστή χαράδρα, την ονομαστή Γκρίκα (φαράγγι) του ποταμού Σούxα, ο οποίος πηγάζει από Νεμέρτσικα και συνδέεται στην Δερόπολη με τον ποταμό Δρίνο.
Στην διαδρομή αυτή, μέσα από ένα στοιχειωδώς βατό οδικό δίκτυο, φθάσαμε στο Χλωμό, μετά και από το υπόλοιπο του δρόμου, μιας επίσης δύσκολης και υποτυπώδους χάραξης για να φθάσουμε στο Χλωμό και να γνωρίσουμε τη φιλόξενη γωνιά στην αυλή του ιστορικού ιερού Προσκυνήματος του χωριού, να μας υποδέχονται Χλωμιώτισσες με τις παραδοσιακές φορεσιές.
Τα σχετικά με τις εκδηλώσεις και την ιστορία του χωριού έχουν ικανοποιητικά δημοσιοποιηθεί. Στη δική μου αυτή προσέγγιση θα καταγράψω κάποιους δικούς μου διαλογισμούς που κυριάρχησαν, διαταράσσοντας τη σκέψη μου, καθώς ταρακουνιόταν το μικρό πουλμανάκι στα καγγέλια της φοβερής Γκρίκας, που μας μετέφερε στο Χλωμό.
Βλέποντας από το παράθυρο του αυτοκίνητου τη μεγαλοπρέπεια, αλλά περισσότερο την αγριότητα αυτού του φαραγγιού, που περισσότερο είναι γνωστό ως Γκρίκα του Σούχου, στους διαλογισμούς μου ερχόταν σκηνές και περιγραφές από τις μάχες που έδωσε εκεί το 1940, η διλοχία του Ανεξάρτητου Τάγματος Δελβινακίου, με τον νέο Διοικητή του τον Στεφανάκο, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον πεσόντα ηρωϊκώς στη ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΒΗΣΣΑΝΗΣ Αλεβιζάτο, στις 19 Νοεμβρίου 1940.
Εκεί στη Γκρίκα του Σούχα, σε αυτό το φοβερό φαράγγι πολεμούσε η διλοχία του Ανεξάρτητου Τάγματος Δελβινακίου, ενταγμένη στο Σύνταγμα των Ακαρνάνων του Παυσανία Κατσώτα. Η σκέψη μου, συνεχώς στην διαδρομή αυτή προς το Χλωμό σε αυτό το φαράγγι, γύριζε σε εκείνον τον πόλεμο, σε εκείνη τη χαράδρα. Πώς πολεμούσαν οι δικοί μας στρατιώτες πεζοί, πώς εφοδιάζονταν με πολεμοφόδια και φαγητό, πώς κουβαλούσαν τραυματίες και νεκρούς; Και θυμάμαι μια μαρτυρία ενός Πωγωνήσιου πολεμιστή, ο οποίος μου έλεγε ότι, στο Χλωμό ανέβασαν με τα χέρια ένα κανόνι στο λόφο Καρφί για να χτυπήσουν τους Ιταλούς μέσα σε αυτή τη Γκρίκα του ποταμού Σούχα που ήταν «φουσκωμένος» με θολά νερά, τέλη Νοεμβρίου 1940.
Η τραγικότερη όμως εικόνα και στιγμή, σε κείνο το φοβερό φαράγγι, ήταν όταν οι προελαύνοντες στρατιώτες του Τάγματος Πωγωνίου συναντήθηκαν με μια ομάδα 50-80 γυναικόπαιδα, από τους ομήρους που είχαν πάρει οι Ιταλοί υποχωρούντες από χωριά του Πωγωνίου, όλοι Ποντικατιώτες, σε αντίθετη πορεία στο Σούχα. Να πως περιγράφει με τη μαρτυρία της αυτή τη συνάντηση, η Ποντικατιώτισσα Ευδοξία Κουτσολιόντου το γένος Νοτίδου: «Εκεί βλέπω τον χωριανό μου Βαγγέλη Χατζή, στρατιώτη. Μου λέει εδώ είναι και ο αδελφός σου. Πλησιάζει και ο χωριανός μου Παναγιώτης Λύτης. Τον ρωτάω, είναι ο αδελφός μου, ζάει; Ζάει μου λέει ο Παναγιώτης. Τί κάνετε; Πώς είστε; τον ρωτάω. Έτσι κι έτσι μου λέει. Πού είναι ο Θανάσης (ο αδελφός μου) τον ρωτάω, με γελάς. Εφάγαμε μου λέει, ένα τραγί στη Σούχα, κοντά στο Λάμποβο, νερόβραστο, το σφάξαμε και το βράσαμε στο καζάνι και φάγαμε και μας έκοψε, ο Νοτίδης, μου λέει, κάθε δέκα βήματα κάτω το βρακιά».
Προηγουμένως, συμπληρώνει η Ευδοξία, «σου λέω βρίσκω τον Κλή Κράνια από την Βοστίνα μεταγωγικό, στη Σούχα, τον κατήφορο πριν από το ποταμίσιο δρόμο, πήγαινε ψωμί στο στρατό. Είχε δυό μουλάρια φορτωμένα με κουραμάνες. Κλή του λέω εγώ, μια φέτα ψωμί για το παιδί. Μου λέει, δεν μπορώ αλλά, να πάρε το δικό μου. Είχε λίγη κουραμάνα και όπως ήταν μου την έδωσε. Το άλλο πήγαινε για τον Στρατό. Είναι πεινασμένοι μου λέει. Το ξέρω του λέω. Έφαγαν ένα τραγί και τον αδελφό μου τον κόβει. Μας έδωσε το ψωμί του, εξασφαλίσαμε το παιδί».
Η Ευδοξία ήταν μαζί με τη νύφη της και είχαν το μικρό παιδί μαζί τους κρεμασμένο σε ένα σακκούλι. Και προσθέτει ακόμη η Ευδοξία και μια εικόνα εκεί στην πορεία προς τη Σούχα. «εκεί που είμασταν εμείς βρήκαμε σκοτωμένους Ιταλούς, εκεί που πηγαίναμε στο ποτάμι για την Πολύτσανη ήταν ένα χωράφι, εκεί είχαν κάνει τσάϊ, έτρωγαν, τους έριξαν τρεις βόμβες. Τους άφησαν εκεί σκοτωμένους. Και ζώα σκοτωμένα κι άνθρωπους πολλούς».
Μια ακόμη μαρτυρία της Ευδοξίας συμπληρώνει την όλη τραγικότητα των γεγονότων, στην πορεία επιστροφής των ομήρων μέσα στο χειμώνα, σε αυτό το αφιλόξενο και δύσκολο μονοπάτι, με κρημνούς και «φουσκωμένα» νερά στα ποτάμια. Να πως τα κατέθεσε η Ευδοξία: «Ανεβήκαμε στη Στεγόπολη, ένα ποτάμι με έναν καταρράκτη. Πώς να περάσουμε; Για ο κόσμος. Ο Φακατσέλης, τόσος δα, μας πήρε όλους στο γκότσι και μας πέρασε. Τον ένα ύστερα από τον άλλονε, τα παιδιά, εμάς όλο το χωριό. Πενήντα θάμασταν, μας πέρασε όλους, βγήκαμε ευθεία για την Πολύτσανη. Η Πολύτσανη νέκρα. Πήγαμε σε ένα σπίτι μεγάλο άδειο. Πουθενά κόσμος, ήταν φευγάτοι, άδειο το χωριό. Εκεί απ' έξω ήτανε κουμπρολάχανα, τάχανε φάει τα μουλάρια κι όπου ήταν κανένα κοτσάνι, πήραμε κι εμείς και δαγκώναμε».
Αυτά όλα τα αφηγήματα της Ευδοξίας, και όσα έχω διαβάσει και κατέγραψα στο Χρονικό του Ανεξάρτητου Τάγματος Πωγωνίου, στην πορεία του πόλεμου εκείνου, ανασύρονταν συνεχώς σε αυτή την πορεία προς το Χλωμό, μέσα στη Γκρίκα του Σούχα. Συστρέφονταν βασανιστικά όλα στο λογισμό μου, η έννοια του πόλεμου, η αντοχή των στρατιωτών, που έφθανε ο ηρωισμός, που οριοθετούνταν το έπος του 40, τι δοξάζαμε εμείς και τι δόξα έμεινε εκεί στη Γκρίκα του Σούχα και με ποιές θυσίες. Ποια συναισθήματα εκδηλώθηκαν και ποια πνίγηκαν στον πόνο ή στο κλάμα, στη συνάντηση των μαχητών μέσα στο Σούχα με τα γυναικόπαιδα του χωριού τους. Πως αντήχησε μέσα στη Γκρίκα εκείνη η αγωνιώδης κραυγή της Ευδοξίας στον χωριανό της στρατιώτη Παναγιώτη για τον αδελφό της, «πές μου μωρέ ζιάει;».
Ακόμη, ποιά σύμπλοκα είναι τα συναισθήματα γύρω από εκείνη τη συνάντηση της Ευδοξίας με τον μεταγωγικό στρατιώτη που μετέφερε κουραμάνες για τους στρατιώτες και ο διάλογος για λίγο ψωμί από τη μερίδα του για το μωρό που κουβαλούσαν οι δυό γυναίκες κρεμασμένο σε ένα σακκούλι.
Αλήθεια, τι γιορτάζουμε και τι μνημονεύουμε στις διάφορες επετειακές γιορτές, από αυτές τις άγνωστες άλλες σκηνές του πόλεμου, στις «Γκρίκες» του Μετώπου του ‘40, τις παράπλευρες δοκιμασίες των γυναικών και πόσο τις πλησιάζουν οι ομιλητές, οι παρουσιαστές, οι σκηνοθέτες στις αναπαραστάσεις και στις τελετές;
Έζησα κι εγώ παιδί τον πόλεμο του ‘40, και πολλές φορές «κούρνιαζα» δίπλα στη μάνα μου στα καταφύγια, ακούγοντας τα ιταλικά αεροπλάνα να πετούν πάνω από την Πρέβεζα, σκηνές που συχνά επανέρχονται στον λογισμό μου. Η Γκρίκα του Σούχα όμως, στο δρομολόγιο για το Χλωμό, ξύπνησε στο διαλογισμό μου την τραγική αυτή συνάντηση των μαχητών σε προέλαση με τους όμηρους Ποντικατιώτες, με τη συγκλονιστική μαρτυρία της Ευδοξίας και το κομμάτι της κουραμάνας του στρατιώτη για το μωρό που κουβαλούσαν στο σακούλι. Και πόσο λυτρωτική είναι η έκφραση της Ευδοξίας: «μας έδωσε το ψωμί του, εξασφαλίσαμε το παιδί»!
Κάποιες σύγχρονες σκηνές σε εμπόλεμες ζώνες με πρόσφυγες και φυγάδες και παιδιά, δοκιμάζουν και σήμερα τα συναισθήματά μας με παρόμοιους διαλογισμούς…
ΚΩΝ. ΧΡ. ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ