Πόσο θεμιτό είναι να διατίθενται αλλού κονδύλια, όταν δεν έχουμε νερό να πιούμε;
Την ανάγκη να διατεθούν πόροι για έργα διαχείρισης των υδάτων, επισημαίνει σ’ ένα ενδιαφέρον, επίκαιρο άρθρο του στο «Πρώτο Θέμα» ο εκ Θεσπρωτίας γνωστός δημοσιογράφος Γρηγόρης Τζιοβάρας, με αφορμή τα σοβαρά προβλήματα λειψυδρίας που καταγράφονται σε διάφορες περιοχές της χώρας. Και το εύλογο ερώτημα που θέτει ο έμπειρος αρθρογράφος: «Πόσο θεμιτό είναι να διατίθενται αλλού κονδύλια, όταν δεν έχουμε νερό να πιούμε;», θα πρέπει πράγματι να… ταρακουνήσει την Πολιτεία, για να επανασχεδιάσει τις προτεραιότητές της, με δεδομένη και την συνεχή εισροή ευρωπαϊκών πόρων.
Να τι γράφει σχετικά ο Γρηγόρης Τζιοβάρας: • Κονδύλι ύψους 11,25 εκατ. ευρώ έθεσε τις προηγούμενες ημέρες στη διάθεση των δήμων το υπουργείο Εσωτερικών με στόχο την άμεση υλοποίηση δράσεων για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας, όπως αναφέρεται στην απόφαση που υπέγραψε ο αρμόδιος υπουργός Θοδωρής Λιβάνιος
Κάθε δυνητικός δικαιούχος, όπως διευκρινίζεται στη σχετική ανακοίνωση, έχει δικαίωμα υποβολής μίας μόνο πρότασης μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ και αποκλειστικά για ανόρυξη νέων ή αναβάθμιση υφιστάμενων υδρευτικών γεωτρήσεων, όπως και για ενοικίαση συστημάτων αφαλάτωσης νερού.
Είναι βέβαιο ότι ο κ. Λιβάνιος εξάντλησε τις δυνατότητες που του παρέχει ο προϋπολογισμός του υπουργείου του. Πλην, όμως, αυτό δεν αναιρεί την αίσθηση η οποία δημιουργείται σε όποιον έχει επίγνωση της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής επικρατείας, ότι, δηλαδή, τα εν λόγω ποσά δεν αποτελούν παρά… σταγόνα στον ωκεανό των προβλημάτων που έχει δημιουργήσει η παρατεταμένη ανομβρία.
Παραπόταμοι και ποταμοί στερεύουν, σε λίμνες και λοιπούς ταμιευτήρες τα νερά υποχωρούν σε βαθμό εξαφανίσεως, όπως συνέβη ήδη στην Κορώνεια και στη Δοϊράνη. Ενώ από ορισμένες γεωτρήσεις αντλείται πλέον υφάλμυρο νερό που είναι ακατάλληλο για πόση και άρδευση. Το κόστος άντλησης αυξάνεται κατακόρυφα υποχρεώνοντας τους δήμους να αναπροσαρμόσουν την τιμή με την οποία χρεώνουν τους καταναλωτές.
Οι αγρότες σε πολλές περιοχές της χώρας, όπως στη Βόρεια Ελλάδα, στην πολύπαθη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στη Νάξο, κ.α., βρίσκονται σε απόγνωση. Εξαιτίας της έλλειψης νερού, υποχρεώνονται να μειώσουν σημαντικά την παραγωγή τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων, αλλά και το κόστος και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της εγχώριας γεωργικής παραγωγής.
Ανοίγω εδώ μια παρένθεση για να θυμίσω ότι όταν πριν από 12 χρόνια, που η Ελλάδα βρισκόταν στη δίνη του Μνημονίου, μάς είχε επισκεφθεί ο πρόεδρος του Ισραήλ Σιμόν Πέρες, ο οποίος, στη συνάντηση που είχε με τον Έλληνα ομόλογό του Κάρολο Παπούλια, εξέφρασε την απορία και την έκπληξή του πως μια χώρα με τόσες λίμνες και τόσα ποτάμια είναι τόσο πολύ ελλειμματική στην αγροτοδιατροφική παραγωγή.
Εν αντιθέσει, φυσικά, με τη δική του χώρα, η οποία διαθέτει ένα μοναδικό ποτάμι, τον ιστορικό Ιορδάνη, και παρά ταύτα, με βασικό όπλο τη βέλτιστη διαχείριση των λιγοστών υδάτινων πόρων που διαθέτει και τις καλλιεργητικές καινοτομίες που εφαρμόζει, είναι παγκοσμίως γνωστή για το «αγροτικό θαύμα» το οποίο έχει συντελεστεί στα εδάφη του κράτους του Ισραήλ τις τελευταίες επτάμισι δεκαετίες που παρήλθαν από την ίδρυσή του.
Την προηγούμενη φορά που η δική μας χώρα βίωσε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ανάλογες με τις σημερινές συνθήκες ακραίας λειψυδρίας, είχε σημάνει συναγερμός και είχαν προγραμματιστεί πολλά έργα, όπως φράγματα, ταμιευτήρες και λιμνοδεξαμενές, που η ολοκλήρωσή τους θα περιόριζε τις επιπτώσεις από τυχόν μελλοντική επανάληψη του φαινομένου.
Δυστυχώς, όμως, αρκετά από τα προγραμματισμένα έργα έμειναν ημιτελή ή δεν κατασκευάστηκαν ποτέ, καθώς τα επόμενα χρόνια, που άρχισε να βρέχει κάπως συχνότερα, άλλαξαν οι προτεραιότητες. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι τα έργα που έχουν μακρόπνοο ορίζοντα δεν λειτουργούν ψηφοθηρικά. Με αποτέλεσμα τη θέση τους συχνά να παίρνουν άλλα που είναι «αμεσότερης» απόδοσης, όπως οι εισοδηματικές ενισχύσεις, οι αναθέσεις έργων σε ημέτερους, ακόμη και η… χρηματοδότηση πανηγυριών.
Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα είναι αποδέκτρια μιας χωρίς προηγούμενο ροής πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση με προέλευση το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ που την περίοδο 2021-2027 υπολογίζεται να ξεπεράσουν το ιλιγγιώδες ποσό των 70 δισ. ευρώ. Υπό αυτή τη συνθήκη, η χώρα θα έπρεπε να θυμίζει ένα απέραντο «εργοτάξιο» στο οποίο τα έργα διαχείρισης των υδάτων θα ανέμενε κάποιος να αποτελούν βασική προτεραιότητα. Κάθε άλλο, όμως, παρά αυτό συμβαίνει, μάλλον διότι έχουν επικρατήσει άλλες προτεραιότητες.
Πόσο θεμιτό είναι, για παράδειγμα, να διατίθενται ευρωπαϊκοί πόροι για να αλλάξουν κάποιοι συμπολίτες μας τις παλαιές οικιακές συσκευές, για την προμήθεια των οποίων τα χρήματα πηγαίνουν σε εισαγωγές; Ή γιατί πρέπει να γίνουν δωρεάν απογευματινά ιατρεία με κοινοτικά χρήματα και δεν χρηματοδοτείται με αυτά η πρόσληψη μόνιμου προσωπικού; Και, πολύ περισσότερο, ποια ανάγκη οδηγεί στο να εκπαιδευτούν δημόσιοι υπάλληλοι στην τεχνητή νοημοσύνη;
Όλα αυτά θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν εφόσον νωρίτερα είχαν βρεθεί χρήματα για να κατασκευαστεί ένα φράγμα στη Νάξο που θα σώσει και το τουριστικό προϊόν αλλά και την αξιοσημείωτη παραγωγή του νησιού σε ονομαστά αγροτικά προϊόντα.
Ανοίγω εδώ μια δεύτερη παρένθεση για να παραθέσω κάποια από όσα είπε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του (στη «Βιομηχανική Επιθεώρηση») ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτήθηκε η ανάπτυξη της χώρα μας μετά την κατάρρευση στην οποία την οδήγησαν η γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος που ακολούθησε.
«Στη Νομισματική Επιτροπή, κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος λειτουργούσαν μαζί. Συμμετείχε ο υπουργός Συντονισμού μαζί με τον υπουργό Οικονομικών, τον υπουργό Βιομηχανίας, τον διοικητή της ΤτΕ: τις εισηγήσεις τις έκανε η ΤτΕ, αλλ’ επρόκειτο συνολικά για ένα όργανο κυβερνητικής πολιτικής. Λεγόταν Νομισματική Επιτροπή κατ’ ευφημισμόν, αλλά στην ουσία τα έκανε όλα», επεσήμανε ο κ. Στουρνάρας.
Όπως εξήγησε, η λεγόμενη Νομισματική Επιτροπή «κατένεμε πιστώσεις, όχι μόνον σε κλάδους, ακόμη και σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Μάλιστα τότε διευκρινιζόταν ότι το να είναι μια επιχείρηση κερδοφόρα δεν σήμαινε και ότι θα έπαιρνε δάνειο, έπρεπε “να είναι και παραγωγική”. Υπό τη διάσταση της εθνικής οικονομίας. Δεν θέλουμε να χρηματοδοτούμε κερδοσκοπικές λειτουργίες, αυτή ήταν η ιδέα».
Αν όλα αυτά συνέβαιναν σε μια περίοδο που οι πόροι τους οποίους είχε στη διάθεσή της η χώρα ήταν ασύλληπτα πενιχροί σε σχέση με τον σημερινό πακτωλό των διαθέσιμων κονδυλίων, εύλογα διερωτάται κάποιος αν εφαρμόζεται και στις μέρες μας το κριτήριο «να είναι παραγωγική» κάθε μια από τις επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους.
Διότι, αν μάθουν τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης οι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ δεν θα έχουμε νερό να πιούμε και να ποτίσουμε τους κάμπους και τα δένδρα της αυλής μας, δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για παραγωγική ανάπτυξη.