Ο Μακρυγιάννης, ένας γνήσιος Έλληνας…
Συμπληρώθηκαν φέτος 160 χρόνια από το θάνατο του Ιωάννη Μακρυγιάννη, αυτού του γνήσιου «Έλληνα», κατά το Σεφέρη, που μολονότι ολιγογράμματος ήταν άνθρωπος με ψυχή πλούσια και μορφωμένη, διαποτισμένη με τα νάματα της μακρόχρονης ελληνικής παράδοσης. Με ρίζες βαθιές, όπως έλεγε, «σε όλους τους μεγάλους του κόσμου, τους αρχαίους», μεταβάλλεται με τα «Απομνημονεύματά» του, από ήρωα στο πεδίο της μάχης, σε ήρωα στο πεδίο της ζωής, αγωνίζεται για τη λευτεριά,για τη δικαιοσύνη, για τον άνθρωπο και στέλλει μέσα από τις σελίδες τούτο το πανανθρώπινο μήνυμα: «Είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ. Και στο εξής να μάθουμε γνώση, αν θέλουμε να φτιάσουμε χωριό, να ζήσουμε όλοι μαζί».
Από τα ένδοξα χρόνια του 21, που αγωνίστηκε, τραυματίστηκε και κόντεψε να χάσει τη ζωή του, βρέθηκε στα δύσκολα χρόνια που έζησε ο Ελληνισμός μετά την απόκτηση της λευτεριάς και τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους, το 1830.
Γιατί δεν πρέπει να ζούμε με αυταπάτες: Με την Επανάσταση του ‘21, απλώς τέθηκαν τα θεμέλια για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία. Ο αγώνας όμως δεν τέλειωσε με τη απελευθέρωση ενός τμήματος της πατρίδας μας. Συνεχίστηκε με την ίδια ένταση, στα χρόνια που ακολούθησαν το 21 και ,με κάποια διαφορετική μορφή, συνεχίζεται και σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που τα μηνύματα του Μακρυγιάννη αγγίζουν και σήμερα τις ψυχές μας και κάνουν τα Απομνημονεύματά του πάντα επίκαιρα για μας τους Έλληνες. Εκεί μέσα βρίσκεται η συνείδηση του λαού μας· είναι μια πολύτιμη εθνική παρακαταθήκη, ένας ανεκτίμητος πολιτικός και πνευματικός οδηγός για όλους τους νέους της πατρίδας μας που θα τους φωτίζει και θα τους διδάσκει πως «αυτείνη η πατρίδα δε λευτερώθη με παραμύθια, λευτερώθη με αίματα και με θυσίες».
Πρωτοστάτησε, μετά την Επανάσταση του 21, σ’ όλους τους αγώνες ενάντια στον απολυταρχισμό του Όθωνα και των Βαυαρών, καταπολέμησε την ξενοκρατία και τον πολιτικό αμοραλισμό.
Το συναίσθημα της Δικαιοσύνης είχε ποτίσει την ψυχή του Μακρυγιάννη και την είχε τοποθετήσει στην κορυφή όλων των μορφών της αρετής. Πολλές φορές στη ζωή του βρέθηκε μπροστά στην αδικία. Δεν συνθηκολόγησε, γιατί πίστεψε πως η άσκηση της Δικαιοσύνης βρίσκεται όχι μονάχα στο χρέος, αλλά και στην ευδαιμονία του ανθρώπου. Αυτή η πίστη του φαίνεται καθαρά απ’ τα λόγια του: «Όσα σημειώνω -γράφει- τα σημειώνω, γιατί δεν υποφέρω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκαιο».
Χρόνια δύσκολα για την Ελλάδα, χρόνια επίσης πικρά και για τους ίδιους τους ήρωες του 21. Πολλοί απ’ αυτούς θυσιάστηκαν. Οι λίγοι που έμειναν πέφτουν στην αθλιότητα. Φτώχια, κατατρεγμοί, αδικίες. Πονάει η ψυχή του Μακρυγιάννη για το κατάντημά τους. Τον τύπτει η συνείδηση και παίρνει την απόφαση να σταθεί στο πλευρό τους και δίχως φόβο να διακηρύξει:
«Λίγοι αγωνιστήκαμε, στον καρπό πολλοί πλάκωσαν και παίρνουν το ξύλο και βαρούνε τους αγωνιστές». Κι απ’ αυτούς που «πλάκωσαν» ούτε αυτός γλύτωσε, ούτε ο Κολοκοτρώνης. Γυρεύει με κάθε μέσο να κυνηγήσει την αδικία των αρχόντων που οι ξένοι έστειλαν στην Ελλάδα για να μας κυβερνήσουν. Δε χάνει την ευκαιρία να τονίσει: «Οι Έλληνες δεν κάνουμε την όρεξή τους και αυτείνοι που έχουν την εξουσία μας κρίνουν με το νόμο το δικό τους και βάζουν το κοπίδι και μας κόβουν». Γι’ αυτό πρωτοστάτησε στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Με αυτά που ζει και βλέπει ανησυχεί μήπως οι Έλληνες αποδειχθούν ανάξιοι για την ελευθερία που με τόσους αγώνες και θυσίες απέκτησαν· γι’ αυτό θα στείλει και το ανάλογο μήνυμα: «Θέλουν τώρα άλλος να μας κάνει Άγγλους, άλλος Γάλλους κι άλλος Ρώσους. Εγώ θέλω να τους προσφέρω μόνον σέβας ολουνών αυτεινών των ευεργετών και να τηράξω την πατρίδα όπου γεννήθηκα και για την οποία αγωνίστηκα».
Και ο αγώνας του, κοινός με τον αγώνα των υπόλοιπων αγωνιστών, είχε και τον ίδιο σκοπό, όπως μας τον δίνει ο Μακρυγιάννης προβάλλοντας την ευαισθησία που δείχνει η γνήσια λαϊκή παράδοση για τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης: Έτσι όταν έμαθε πως κάποιοι στρατιώτες στο Άργος θα πουλούσαν στους Ευρωπαίους δυο περίφημα αρχαία αγάλματα και γύρευαν χίλια τάλαρα, πλησίασε τους στρατιώτες και τους είπε: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην καταδεχθείτε να βγουν από την πατρίδα μας· Γι’αυτά πολεμήσαμε».
Και την ίδια ακριβώς εποχή την κατάσταση αυτή θα διεκτραγωδήσει και κάποιος άλλος που πονάει για την Ελλάδα και το κατάντημά της: είναι ο εθνικός μας ποιητής -ο Σολωμός- που στέλλει επιστολή στο φίλο του τον Γ. Τερτσέτη και του γράφει: «Η διαφθορά είναι τόσο γενική κι έχει τόσο βαθιές ρίζες. Τα αίτια της διαφθοράς μπορούν να εξολοθρευτούν πέρα ως πέρα, όταν τα γράμματα καλλιεργηθούν για το όφελος του λαού που έχει ανάγκη από παιδεία και από μόρφωση».
Και οι δύο -Μακρυγιάννης και Σολωμός- ήταν παρόντες, καθένας με το δικό του τρόπο, στον αγώνα του 21 και τώρα και οι δυο διεκτραγωδούν την κατάσταση που επικράτησε στην Ελλάδα, μετά το 21. Και δεν είναι οι μόνοι.
ΣΠΥΡΟΣ ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ