Μία επετειακή γιορτή με σκόπιμες παραλείψεις!
Οι κάθε μορφής επέτειοι μιας χώρας έχουν τούτο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: Δεν αποτελούν σταθμούς πανηγυρισμών και εξάρσεων, ούτε απλή απόδοση τιμών στους πρωταγωνιστές τους· είναι κυρίως μια ευκαιρία και μια αφορμή να τις αξιολογήσουμε αντικειμενικά και απροκατάληπτα, να επισημάνουμε τα αίτια που τις προκάλεσαν, τις συνθήκες που δημιούργησαν, τις δυνατότητες που πρόσφεραν στο κοινωνικό σύνολο για μια νέα δημιουργική πορεία και τον τρόπο με τον οποίο εμείς τις αντιμετωπίσαμε.
Aυτό γίνεται φανερό από την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε κατά το χρόνο που μεσολάβησε από την εποχή της εκδήλωσης της επετείου μέχρι σήμερα. Στην κατηγορία αυτών των επετείων ανήκουν και οι πολιτικές επέτειοι, όπως είναι η πεντηκοστή επέτειος της μεταπολίτευσης, την οποία γιόρτασε τις προάλλες, με τις ανάλογες διακηρύξεις, η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας. Πανηγυρικός ήταν ο τόνος των διακηρύξεων από τους πολιτικούς μας, όπως αυτές διατυπώθηκαν κατά τη σχετική συζήτηση που έγινε στη Βουλή με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων.
Υπάρχει μια επιγραμματική και βαθυστόχαστη Λατινική φράση, που λέει: «audiatur et altera pars (=ας ακουστεί και η άλλη πλευρά)• η φράση αυτή αποτελεί βασικό κανόνα του ρωμαϊκού δικαίου, προϋπόθεση απαραίτητη για την απόδοση της δικαιοσύνης. Το περιεχόμενο αυτής της φράσης είναι καθολικό, αφορά όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις και ιδιαίτερα την πολιτική. Λέω ιδιαίτερα την πολιτική γιατί εκεί επικρατεί η σκοπιμότητα και, όπως μας είχε διαβεβαιώσει παλιότερα ο Κων/νος Καραμανλής «υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται, και πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται». Μάλιστα οι πολιτικοί συχνά, αντί να χρησιμοποιήσουν κατά την παρουσίαση ενός γεγονότος τη μέθοδο της χρονικής αλληλουχίας (αίτιο-αιτιατό), καταφεύγουν, τεχνηέντως, στην τακτική της λογοτεχνίας, που είναι γνωστή με τη Λατινική φράση «in medias res» (=στο μέσον των πραγμάτων)* προκειμένου να εντυπωσιάσουν το κοινό, παρουσιάζοντας ένα μεταγενέστερο ευχάριστο γεγονός, παραλείποντας τα προγενέστερα.
Αυτή η μέθοδος όμως παρουσιάζει ένα κενό, το οποίο στη λογοτεχνία αναπληρώνεται με την αναδρομική αφήγηση, ενώ στην πολιτική το κενό αυτό σκόπιμα παραμένει. Αυτό ακριβώς συνέβη και κατά την επέτειο των 50 χρόνων της μεταπολίτευσης με την παράλειψη ουσιωδών γεγονότων, τα οποία σκόπιμα δεν αναφέρθηκαν.
Ποιά ήταν αυτά; Ας αρχίσουμε από τα πιο κοντινά. Από τις εκλογές του 1961 στις οποίες επικράτησε πάλι ο Κων/νος Καραμανλής, με τις μεθόδους που έμειναν γνωστές στην ιστορία, ακολούθησε η δολοφονία του Λαμπράκη που έκανε τον Καραμανλή να διερωτηθεί -έπειτα από 8 χρόνια στην πρωθυπουργία- «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο», να παραιτηθεί και για 11 χρόνια να αυτοεξοριστεί. Ακολούθησαν οι εθνικές εκλογές το 1964, που έφεραν στην εξουσία το Γεώργιο Παπανδρέου και την Ένωση Κέντρου. Τρείς μήνες μετά την εκλογή του ο πρωθυπουργός κλήθηκε από τον πρόεδρο Τζόνσον στην Αμερική. Αυτός του ζήτησε να συναντηθούν με τον Ινονού που βρισκόταν ήδη στην Αμερική και να συζητήσουν το Κυπριακό, επιδιώκοντας να το μετατρέψουν από διεθνές πρόβλημα σε ελληνο-τουρκική διαφορά, και ικανοποιώντας αίτημα των Τούρκων. Ο Παπανδρέου του απάντησε ότι: «μας ζητείτε άνευ όρων παράδοση• τέτοιου είδους τελεσίγραφα έχει λάβει η Ελλάς από το τον φασισμό και τον ναζισμό. Ουδέποτε ανέμενε ότι θα ελάμβανε από τους συμμάχους και μάλιστα από τους ηγέτες του ελευθέρου κόσμου. Χωρίς καμμία μεγαληγορία, εις ηρεμώτατον τόνον, οφείλω να σας δώσω την απάντησιν την οποίαν υπαγορεύει η ιστορία και η τιμή του Έθνους μου. Όχι».
Παρεμβαίνοντας ο υπουργός στρατιωτικών Μακναμάρα, θέλοντας να πιέσει την κατάσταση, είπε πως «οι ΗΠΑ μπορεί να παρενέβησαν και να εμπόδισαν ένα θερμό επεισόδιο, αλλά θα είναι δύσκολο να το κάνουν και δεύτερη φορά».
Σε ένα χρόνο ήρθε η αποστασία και μετά την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης από την υπάρχουσα Βουλή, ήρθε η δικτατορία με ηγέτη το Γ. Παπαδόπουλο, στέλεχος της ΚΥΠ, που διατηρούσε σχέσεις και επαφές μετά στελέχη της CIA και επινοητή του σχεδίου Περικλής. Ακολούθησε το πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Είχαν προηγηθεί οι αγώνες των φοιτητών στη Νομική και στο Πολυτεχνείο. Ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο της χούντας, η άφιξη του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Σίσκο στην Αθήνα, η επιστράτευση φιάσκο, η αναγγελία του Σίσκο ότι επίκειται πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, η παράδοση της εξουσίας από τη στρατιωτική στην πολιτική ηγεσία, η αρχική συμφωνία σχηματισμού κυβέρνησης από τους Κανελλόπουλο – Μαύρο, η άφιξη του Καραμανλή και η ορκωμοσία του ως πρωθυπουργού ενώπιον του Γκιζίκη και του Σεραφείμ και η έναρξη της εποχής της μεταπολίτευσης.
Ο Χένρι Κίσσινγκερ έδωσε κάλυψη στην τουρκική εισβολή που διατηρείται ακόμα, 25 χρόνια μετά την εισβολή και τη μεταπολίτευση, ο αμερικανός πρόεδρος Μπίλ Κλίντον, προετοιμάζοντας την επίσκεψή του στην Ελλάδα, αποκάλυψε δημόσια αυτό που ήταν κοινό μυστικό, με τη φράση: «Όταν η χούντα ανέλαβε τον έλεγχο της χώρας, οι ΗΠΑ επέτρεψαν στα ψυχροπολεμικά τους συμφέροντα να υπερισχύσουν του συμφέροντος -ή μάλλον της υποχρέωσής τους- να υποστηρίξουν τη δημοκρατία». Δεν τα είπε βέβαια ξεκάθαρα αλλά ο κόσμος κατάλαβε τι ήθελε να πει• δηλαδή αυτό που είχε συμβεί.
Συνεπώς, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, αυτά σε γενικές γραμμές προηγήθηκαν της μεταπολίτευσης, κάτω από αυτές τις συνθήκες άρχισε άγνωστο με ποιους όρους και με ποιες δεσμεύσεις που δεν ξέρω σε ποιους και αν ήταν γνωστές. Αυτό βέβαια δεν πρόκειται να το μάθουμε. Εκείνο που ξέρουμε είναι η κατάσταση που ζούμε από τη μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα. Υπάρχει βέβαια η άποψη των πολιτικών για τους οποίους όλα πάνε καλά. Υπάρχει όμως και η άποψη διακεκριμένων πνευματικών προσωπικοτήτων -εντελώς διαφορετική- διατυπωμένη σε επίσημα βιβλία τους από τα οποία, ενδεικτικά, αναφέρω:
«Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΚΜΗ», του Δημήτρη Τσάτσου, «ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΑΥΤΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΚΟΥΝ», του Χαράλαμπου Μουτσόπουλου, «ΑΣ ΠΡΟΣΕΧΑΜΕ» του Γιάννη Μαρίνου, «Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ» του Βασίλειου Μαρκεζίνη, και «ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» του Παναγιώτη Κονδύλη, για τον οποίο ο Βασίλης Μαρκεζίνης δηλώνει ότι είναι για την Ελλάδα ό,τι είναι ο Νταβούτογλου για την Τουρκία. Αυτός είναι πράγματι πιο σκληρός κριτής της κατάστασης που επικρατεί στη σύγχρονη Ελλάδα καθώς απερίφραστα δηλώνει:
«Δημιουργήθηκε μια ψυχολογική στάση που ελάχιστα διαφέρει από τη συλλογική σχιζοφρένεια που διακρίνει πολίτες και διέπει και τη συμπεριφορά των κομμάτων, τα οποία πλειοδοτούν σε εθνικιστική ρητορεία την ίδια στιγμή που εκποιούν τον κρατικό μηχανισμό και το κράτος γενικότερα για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ψηφοφόρων τους».
Και καταλήγει: «Οποιαδήποτε προσωπική στάση κι αν επιλέξει ο καθένας, γεγονός είναι πως η νεοελληνική ιστορία, όπως τη γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια -σ’ αυτά περιλαμβάνονται και τα χρόνια της μεταπολίτευσης- κλείνει τον κύκλο της».
Άλλα δηλαδή μας λένε οι πολιτικοί και άλλα υποστηρίζουν οι πνευματικοί μας άνθρωποι. Δεν ξέρω ποιος έχει δίκιο. Ίσως γι’ αυτό οι Ρωμαίοι μας προτρέπουν: «Α u d I a t u r e t a l t e r a p a r s». Πάντως για να κλείσει ο κύκλος της μεταπολίτευσης, όπως τη γνωρίσαμε και όπως τη ζούμε πρέπει επίσημα και υπεύθυνα να γραφεί και η ιστορία της, ώστε αντικειμενικά και απροκατάληπτα να γράφονται όλα τα γεγονότα, ανεξάρτητα από αυτούς με τους οποίους σχετίζονται και από τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται.