Πανηγύρι… να είναι η ζωή μας!

on .

Πέρασε τ’ Αη-Λιός κι ο καιρός… «δεν γύρισε… αλλιώς», όπως έλεγαν οι παλιότεροι. Ο καύσωνας συνεχίζεται αδυσώπητος να μας ταλαιπωρεί. Στην εποχή μας έχουν εκλείψει οι τέσσερες εποχές του χρόνου που κάθε εποχή είχε τότε και τη χάρη της. Βέβαια τα πανηγύρια το καλοκαίρι είχαν με τα γλέντια που στήνονταν στα χωριά άλλη ομορφιά και ο κόσμος τα περίμενε. Ίσως στους νεώτερους να τους φανεί παράξενο, αλλά τότε ο κόσμος γλεντούσε όλες τις εποχές  του χρόνου παρά την ανέχεια κι’ όχι μόνο τα καλοκαίρια  όπως γίνεται σήμερα.

Το καλοκαίρι στην πατρίδα μας έχουμε τα περισσότερα πανηγύρια, όπου ο κόσμος  ακόμα και  σήμερα βρίσκει κάποιο διέξοδο και ξεδίνει από την καθημερινότητα, με τα τόσα και τόσα προβλήματα που αντιμετωπίζει, όπως και τότε βέβαια, όπως βλέπουμε στις παλιές Ελληνικές ταινίες, αλλά βιώσαμε κι εμείς. 

Ας κάνουμε λοιπόν μια αναδρομή, να βρούμε τις ρίζες των πανηγυριών: Οι γιορτές, διαχρονικά, ικανοποιούν τις βιολογικές, τις ψυχικές και τις ψυχαγωγικές ανάγκες του ανθρώπου. Κι όπως έγραφα πριν λίγο καιρό, πόσο μονότονη, κοπιώδης, άχρωμη θα ήταν η ζωή μας χωρίς την ύπαρξή τους.

Στην Αρχαία Ελλάδα οι γιορτές, συνυφασμένες με τα πανηγύρια, είχαν άμεση σχέση με τις πολιτικές παρατάξεις. Οι Ολιγαρχικοί, που τους εκπροσωπούσαν οι Ευγενείς και οι Ευπατρίδες, λάτρευαν το Δία στα ιδιόκτητα ιερά τους. Στις ιεροτελεστίες και στα πλουτοκρατικά τους πανηγύρια, που τα ονόμαζαν Οργεώνες, απαγόρευαν στα λαϊκά στρώματα να παίρνουν μέρος.

Όμως ο Πεισίστρατος  με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση, έδωσε το δικαίωμα και στις λαϊκές τάξεις να οργανώνουν το δικό τους ιερατείο, για να τιμούν τον λατρευτό τους Διόνυσο, που ήταν ο προστάτης των αμπελουργών, των χειρωνακτών και των ξωμάχων. Το λαϊκό ιερατείο ονομάστηκε Θίασος και τα μέλη του θιασώτες. 

Παράλληλα με τις ιεροτελεστίες στο Διόνυσο δίνονταν σατυρικές παραστάσεις και ακολουθούσαν τρικούβερτα γλέντια. Οι θίασοι με τα λαϊκά τους πανηγύρια ήταν το αντίβαρο στα πλουτοκρατικά πανηγύρια, των Οργεώνων δηλαδή.

Οι Ολιγαρχικοί με το αντιδραστικό τους ιερατείο μισούσαν τον Διόνυσο, τον λαϊκό Θεό της ευτυχίας της χαράς και της διασκέδασης, γι’ αυτό και τον κατηγορούσαν ως  βάναυσο Ανατολίτη Θεό, παρ’ ότι γνώριζαν ότι ήταν γιός του Δία.

Οι κοινωνικές αντιθέσεις εκδηλώνονταν και στη χρήση μουσικών οργάνων. Η πλουτοκρατία χρησιμοποιούσε τη λύρα και την κιθάρα, στους κλειστούς πανηγυρικούς χώρους, ενώ οι λαϊκές τάξεις στα δικά τους Διονυσιακά Οργιαστικά πανηγύρια της υπαίθρου χρησιμοποιούσαν αυλό, δώρο της θεάς Αθηνάς που εξελίχθηκε σε πίπιζα κι αργότερα σε κλαρίνο, καθώς και το τύμπανο-νταούλι. 

Τα πανηγύρια, όπως βλέπουμε, είναι ιδέες κληρονομημένες από τη μακρινή Αρχαιότητα. Τότε με τελετές τιμούσαν τους θεούς τους, αλλά και με άγριο φαγοπότι και γλεντοκόπι κάτω από τον εκκωφαντικό ήχο αυλών, τυμπάνων και τις ιαχές «ενοΐ, ευάν». Ολόιδια με τα σημερινά «όπα-όπα» που ακούγονται στα εκχριστιανισμένα πλέον και ενταγμένα στις γιορτές των Αγίων-Ελληνικά.

Σήμερα οι εκδηλώσεις του πανηγυριού ξεκινούν από την παραμονή της γιορτής του Αγίου, με τον εσπερινό, κρατάνε όλη τη νύχτα και συνεχίζονται όλη την άλλη μέρα, «κάτω από τα δασιά πλατάνια…» που λέει και το τραγούδι, στον αυλόγυρο των εκκλησιών.

Τα πανηγύρια, στους παλιότερους, πόσα και πόσα πράγματα δεν θυμίζουν! Ήταν ένα σημαντικό για τη ζωή θρησκευτικό, κοινωνικό και πατριδολατρικό περιστατικό που έδενε αξεδιάλυτα με τον τόπο και διαιώνιζε την πατριδολατρία. 

Το πανηγύρι ήταν πριν απ’ όλα τ’ άλλα τουλάχιστον τότε στα χρόνια τα δικά μας, ευλαβικό προσκύνημα. Το  περιμέναμε με μεγάλη λαχτάρα γιατί ερχόντουσαν από άλλα χωριά να γλεντήσουν, όπως και συγγενείς που ζούσαν σε άλλα χωριά ή ξενιτεμένοι.

Και για μας τα παιδιά  που χαζεύαμε στις τάβλες των πανηγυρίσιων  ειδών: τσαμπούνες φλογέρες ζαχαρωτά, ψεύτικα ρολογάκια, φούσκες, μπάλες και δαχτυλιδάκια, σκουλαρίκια,  βραχιόλια για τα κορίτσια, να μας αγοράσουν κάτι οι δικοί μας. Πολλές γυναίκες επίσης το είχαν ταμένο να πηγαίνουν σε αρκετά πανηγύρια πεζές και χωρίς υπόδηση, περπατώντας μέρες και ώρες σε κακοτράχαλους δρόμους. 

Προσωπικά θυμάμαι ότι τότε μικρός πηγαίναμε στην Τσούκα στο Λουζέτσι  (Ελληνικό)  που πανηγύριζε, φορτωμένοι με κουβερτούλες, νηστήσιμα, για να κοιμηθούμε το βράδυ στρώνοντας ψάθες που μας μοίραζε ο νεωκόρος και το χάραμα που σήμαινε το σήμαντρο και η καμπάνα να «κοινωνήσουμε»  (μεταλάβουμε).

Τα πανηγύρια τότε  ήταν περίπατοι, εκδρομή και κοσμική να πούμε συγκέντρωση, γλέντι, χοροί, τραγούδια και θέαμα. Εκεί γινόταν  η μεγαλύτερη σύσφιξη των κοινωνικών σχέσεων. Εκεί θα πιανόταν τα προζύμια  για τα συνοικέσια  κι’ αισθηματικούς δεσμούς.

Στα πανηγύρια αυτά υπάρχει η έννοια της επανασύνδεσης της κοινότητας αφού έρχονται λόγω των θερινών διακοπών, αλλά και εξ αιτίας  του πανηγυριού επίτηδες  και οι απόδημοι από διάφορες περιοχές της πατρίδας ή από το εξωτερικό, να βρεθούν στο πανηγύρι και συνυπάρχουν.

Πόσοι ξενιτεμένοι μας  που ζούνε χρόνια εκεί στην ξενιτιά  δεν ζούνε με τη λαχτάρα  να γυρίσουν στο χωριό που γεννήθηκαν, στο πατρικό τους σπίτι, που φρόντιζαν από τα ξένα  να μην πέσει, και μάλιστα να είναι το πανηγύρι να ξαναδούνε τους συγχωριανούς -της γενιάς τους βέβαια- αλλά και να εκπληρώσουν το τάμα τους στον Άγιο  του χωριού τους που Τον είχαν φυλαχτό τους εκεί, να τους αξιώσει να ξαναδούνε το χωριό και τους συγχωριανούς τους. 

Να ξανακούσουν τα σήμαντρα σκόρπια να γλυκολαλούν όπως τότε, από τον όρθρο, στα σιάδια στις πλαγιές  και στις βουνοκορφές που τόσο τους έλειψαν εκεί. Και καθώς το τραπέζι είναι πλούσιο και τα ποτά τρέχουν άφθονα, οι πλατείες τραντάζονται από το χορό και το τραγούδι, η ευφροσύνη και το κέφι κορυφώνονται, οι καρδιές ξεκλειδώνουν, για να πούνε τα κρυφά τους, ενώ η Διονυσιακή μέθη ζει και διαιωνίζεται.

Καλό καλοκαίρι, χαρείτε και

ξεδώσετε στα πανηγύρια μας

γιατί «τούτ’ η γη που την πατούμε 

όλοι μέσα θε’ να μπούμε…»

που λέει το τραγούδι…

(Μέτσοβο)