Ο Νταβούτογλου και ο ραγιαδισμός…
Έβλεπα τις προάλλες τον Τσίπρα να παραλαμβάνει από τον Αχμέτ Νταβούτογλου το τιμητικό δίπλωμα της ανακήρυξής του σε επίτιμο διδάκτορα από ιδιωτικό Πανεπιστήμιο της Τουρκίας και αμέσως η σκέψη μου γύρισε δέκα τρία χρόνια πίσω, στα 2011. Τότε είχα διαβάσει το βιβλίο του Βασίλειου Μαρκεζίνη με τίτλο «Η Ελλάδα των Κρίσεων», στο οποίο αφιερώνει, τμηματικά, δέκα περίπου σελίδες, στις οποίες μιλάει -παρά τις αντιθέσεις του εθνικές και επιστημονικές- επαινετικά για τον Τούρκο πολιτικό και επιστήμονα Αχμέτ Νταβούτογλου. Στο διαδίκτυο, η εικόνα της απονομής του τίτλου συνοδευόταν από σχόλια, σωστά ή όχι δεν ξέρω, σύμφωνα με τα οποία αυτή είχε να κάνει με τη συμφωνία των Πρεσπών -που απασχολεί εδώ και αρκετές μέρες την Ελλάδα, με τη στάση της γειτονικής χώρας και μάλλον θα την απασχολεί για πολύ καιρό ακόμα.
Τι ήταν όμως εκείνο που με έκανε συνειρμικά να συσχετίσω την εικόνα της απονομής του τίτλου με το περιεχόμενο του βιβλίου που αναφέρεται στον Νταβούτογλου; Να επισημάνω στο σημείο αυτό, πως ο Βασίλειος Μαρκεζίνης υπήρξε ένας από τους διασημότερους -σε διεθνή κλίμακα- επιστήμονες, με διδασκαλία μισού αιώνα σε φημισμένα πανεπιστήμια της Αγγλίας και της Αμερικής, αφού, όπως γράφει, «προσπαθώ να προωθήσω την έννοια της πραγματικής ελευθερίας όπως τη διδάχθηκα στο Κέμπριτζ και στην Οξφόρδη, οπότε έπαψα να είμαι έφηβος και έγινα άνδρας, με όλες τις ευθύνες που συνοδεύουν αυτή την οβιδιακή μεταμόρφωση». Από την άποψη αυτή πιστεύω πως το βιβλίο αυτό θα έπρεπε να είναι το εγκόλπιο όλων εκείνων που σε τούτο τον δύσμοιρο τόπο ασχολούνται, χωρίς συχνά να έχουν ιδέα, με την πολιτική.
Εκεί, λοιπόν, διάβασα μια φράση η οποία τυπώθηκε γερά μέσα μου και έλεγε πως «η δημιουργία μιας, εξαγωγικής μορφής, βιοτεχνίας η βιομηχανίας είναι ένα δομικό στοιχείο δημιουργίας μιας ανεξάρτητης Θράκης που η οικονομική και πολιτική ελίτ-της Ελλάδας-το προσφέρει με πλατιά χαμόγελα στον Ταγίπ Ερντογάν, τον Αχμέτ Νταβούτογλου και στον Τούρκο πρόξενο της Κομοτηνής, οι οποίοι εργάζονται μεθοδικά στο πλαίσιο του νέο-οθωμανισμού και της δημιουργίας μιας μεγάλης Τουρκίας που θα πατάει στα Βαλκάνια».
Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στο «αξιοσημείωτο και μοναδικό επίτευγμα του Νταβούτογλου να μεταβάλει μια αρχική θεωρία σε επίσημη εξωτερική πολιτική της χώρας του. Είχε το θάρρος να εναντιωθεί στη θεωρία της ομογενοποίησης των πολιτισμών, την οποία κήρυξαν, με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ορισμένοι αμερικανοί επιστήμονες, υπό την επήρεια του πρόσφατου θριάμβου του αμερικανικού καπιταλιστικού φιλελευθερισμού, αρνούμενος να θυσιάσει σ’ αυτόν τη δική του παράδοση και θρησκεία, μολονότι κατέρρευσε η οθωμανική αυτοκρατορία. Ένας εκ φύσεως ραγιάς ποτέ δεν θα το έκανε. Ο Νταβούτογλου έτρεφε απέχθεια προς αυτόν τον εξ αμερικανισμό του πολιτισμού, τη διατύπωσε και γραπτώς, ενώ συγχρόνως, με αυτοσυγκράτηση και ικανοποίηση, όποτε συναντούσε Αμερικανούς συναδέλφους του, τους αφόπλιζε, αισθανόμενος πως αυτοί τον είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από ό,τι ο ίδιος αυτούς. Ο δήθεν υποδεέστερος Τούρκος είχε πια σηκώσει κεφάλι, γιατί η πίστη του στο παρελθόν, ρομαντικά πλέον ωραιοποιημένο, άρχιζε πλέον να τον γεμίζει με πίστη για το μέλλον. Αυτή η πίστη προς το παρελθόν συνδυάστηκε με την πίστη στην ιδέα του Έθνους, με την αγάπη για Οθωμανική αυτοκρατορία και τη μουσουλμανική θρησκεία, με την ωραιοποίηση του παρελθόντος, με το σύνθημα πάμε μπροστά, αντλώντας δυνάμεις από τις δικές του πολιτιστικές πηγές με την αντίθεση προς την υποτακτική στροφή προς τη Δύση μιας συνεχώς γονυπετούσας Τουρκίας και με το θάρρος να ασκούν κριτική σε κάθε αντίθετη άποψη και με εξαφάνιση κάθε προσώπου, από την πολιτική ζωή του τόπου, που πρέσβευε τα αντίθετα».
Και ο συγγραφέας στη συνέχεια, διερωτάται: Τι από όλα αυτά έχουν σκεφθεί ή έχουν επιχειρήσει οι σύγχρονοι Έλληνες; Ας σκεφθούμε: Σύμπλεγμα ανωτερότητας, συμφυρμένο—κατά τον Παναγιώτη Κονδύλη- με τις παμπάλαιες και πασίγνωστες επιχώριες έξεις της πνευματικής νωθρότητας, του εξυπνακισμού και της ημιμάθειας, αλλά και κατωτερότητας, με τις σκέψεις: Τι να κάνουμε; είμαστε μια μικρή χώρα, ανήκομεν εις την Δύσιν, η Αμερική είναι η μόνη προστάτιδά μας και αδυναμία να τερματίσουμε πολιτικά (όπως έκαναν οι Τούρκοι το 2001) το βίο παλαιών πολιτικών που μας οδήγησαν στο 1967 και εξακολουθούν να μας οδηγούν σε έναν κατήφορο δίχως τέλος. Ας μη ξεχνάμε πως το 1963 ο Κων. Καραμανλής παραιτήθηκε, με την απορία ύστερα από οχτώ χρόνια πρωθυπουργός «ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο». Όμως τον ίδιο μας τον έφεραν ως σωτήρα μετά τη χούντα, με αποτέλεσμα πενήντα ολόκληρα χρόνια -αυτά της μεταπολίτευσης- τρεις οικογένειες να εξουσιάζουν τη χώρα και να ρυθμίζουν ανεξέλεγκτες τις τύχες μας.
Κρίνοντας αυτήν την περίοδο ο συγγραφέας επισημαίνει πως «ο πολιτικός και δημοσιογραφικός κόσμος της Μεταπολίτευσης φέρει μεγάλη ευθύνη γιατί δεν μπόρεσε να εμποδίσει το εκκρεμές να κινηθεί από το θλιβερό άκρο της δικτατορίας, στο καταστροφικό άκρο της μεταπολιτευτικής ασυδοσίας που παρέλυσε το κράτος και διέλυσε τα ανώτατα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα στο όνομα της δημοκρατίας». Επικαλούμενος δε άρθρο αθηναϊκής εφημερίδας σημειώνει: «Μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι το άσυλο και η ψήφος των φοιτητών θα γίνονταν εργαλεία εκβιασμών και απειλών στα χέρια φοιτητοπατέρων και συμμοριών»;
Αυτά πληρώνουμε τώρα και για να ξελασπώσουμε πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από αυτούς που μας έφεραν σ’ αυτήν την κατάσταση, να στηριχτούμε στον πολιτισμό μας και στις αρχές που μας κληροδότησαν οι πατέρες μας, στη «Ρωμιοσύνη» μας, να απαλλαγούμε από το ραγιαδισμό μας, από τον οποίο απαλλάχτηκαν αυτοί που μας τον επέβαλαν, να καθιερώσουμε σχολεία σαν αυτά που λειτούργησαν πριν από την Επανάσταση και μας χάρισαν τη λευτεριά, να ξαναδώσουμε, συστηματικά, πνοή και όραμα στους δασκάλους, αναγνωρίζοντάς τους στυλοβάτες του πολιτισμού και αμείβοντάς τους ανάλογα. Έτσι θα σταματήσει ο κάθε Νταβούτογλου να συμπεριφέρεται αλαζονικά στην Αθήνα και στη Θράκη, να μοιράζει τιμητικούς τίτλους εκεί που εξυπηρετούνται οι σκοποί του και να αποβάλει την εντύπωση που του έχει δημιουργήσει το δικό μας υπουργείο Εξωτερικών ότι δεν χρειάζεται να μας παίρνει στα σοβαρά.
Τότε ασφαλώς όλοι θα επικροτούμε κάθε διαπραγμάτευση για ειρηνική συμβίωση με τους γείτονές μας και συμμάχους μας στον ίδιο αμυντικό οργανισμό (Τί ειρωνεία και τι γελοιοποίηση!), γιατί, όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας του βιβλίου «Η Ελλάδα των Κρίσεων», από τους πιο διακεκριμένους επιστήμονες του κόσμου, «το αδιαμφισβήτητο πλέον συμπέρασμα είναι ένα: Διαπραγμάτευση με το τουρκικό περίστροφο συνεχώς πάνω στον ελληνικό κρόταφο, δεν είναι διαπραγμάτευση, αλλά τρομοκρατικός εκβιασμός».
Και καταλήγει: «Και τι δεν θα έδινα για να ακούσω μια ημέρα, κάποιον από το υπουργείο Εξωτερικών ή τους πανεπιστημιακούς παρατρεχάμενούς του να παραδέχονται επί τέλους αυτή την αλήθεια, παρά να εισηγούνται στον εκάστοτε υπουργό να κάνει ό,τι του ψιθυρίζουν στο αφτί. Ίσως το μήνυμα που στέλνω μέσα από το κείμενό μου θορυβεί πολλούς, γιατί τους στερεί τη δυνατότητα να με ελέγξουν με επιχειρήματα».