Ο γιος του αντάρτη…

on .

 Την ελληνική ταινία «Της νύχτας τα καμώματα» την έβλεπα για πρώτη φορά. Θα μπορούσες να την χαρακτηρίσεις «μελό», αλλά δεν ήταν. Έτσι απεκόμισμια αίσθηση γνήσιου και αυθεντικού. Είχε έναν απόηχο από την ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα, «Ο κλέφτης των ποδηλάτων», ιδωμένη πριν μερικές δεκαετίες, μου άφησε μια αίσθηση αληθινής συγκίνησης, όπως μόνο τα γνήσια πράγματα –και αισθήματα– μπορούν να έχουν. Αρχές δεκαετίας του 1950. Ένας μεσόκοπος, μοναχικός αστυφύλακας, έχει νυχτερινή υπηρεσία σε μια φτωχική γειτονιά της Αθήνας. Μ’ ένα τρόπο απλό και μια σπάνια ευαισθησία κατορθώνει να συνδυάσει την αίσθηση του καθήκοντος με μια ανθρώπινη προσέγγιση για τους παραβάτες του Νόμου. Ενεργούσε ποτέ έτσι η Αστυνομία; Ίσως, γιατί ήταν η εποχή του «είναι» και όχι, σαν στους καιρούς μας, του «φαίνεσθαι». Ακόμα η φιγούρα και το παίξιμο του Β. Αυλωνίτη σχεδόν σ’ έπειθε.

Έτσι θυμήθηκα ένα παραπλήσιο περιστατικό που μου είχε διηγηθεί ο αξέχαστος φίλος μου Σταύρος Μπάκας, από τη Γολά Θεσπρωτίας. Ο πατέρας του Γιάννης Μπάκας, αντάρτης του Δ.Σ.Ε. στα βουνά της Μουργκάνας. Ύστερα, μετά το 1949, πολιτικός πρόσφυγας στην «Λαϊκή Δημοκρατία» της Πολωνίας, όπου πέθανε τη δεκαετία του 1970. Η μητέρα του στο χωριό σ’ ανείπωτη φτώχεια. Έτσι το 1953 με αίτησή της, ο Σταύρος και ο αδελφός του Βαγγέλης, βρίσκονται στην παιδόπολη «Αγία Ελένη» Ιωαννίνων.

Στο νεαρό –κατά κανόνα γυναικείο– προσωπικό της παιδόπολης, ο Σταύρος βρήκε την καλοσύνη των ξένων. Εκεί πρωτοφόρεσε παπούτσια και τέντωνε τα πόδια για να τα καμαρώνει. Τον διέκρινε μια ψυχική γενναιοδωρία και πάντοτε αναγνώριζε την σημαντική προσφορά των παιδοπόλεων στη ζωή του, στις οποίες έζησε 12 χρόνια. Πόσες φορές δεν μου είπε: «Ήταν τα καλύτερά μου χρόνια…».

Στις τεχνικές σχολές της Κεφαλονιάς ο Σταύρος γίνεται ηλεκτρολόγος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, για πρώτη φορά, βρίσκεται στην Αθήνα. Μόνος, χωρίς να γνωρίζει κανέναν. Έτσι καταφεύγει στο πρώτο αστυνομικό τμήμα που βρίσκεται μπροστά του. Ζητά την αστυνομική συνδρομή για εξεύρεση εργασίας. Φιλοξενείται το βράδυ στο τμήμα. Η άλλη μέρα ήταν η αρχή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας. Χρόνια μετά, επιτυχημένος επιχειρηματίας, με δωδεκαετή θητεία ως μέλος του ΚΚΕ, ο Σταύρος αναπολούσε το παρελθόν:

- «Εγώ, ο γιος αντάρτη του ΔΣΕ ευγνωμονώ τη νεκρή βασίλισσα Φρειδερίκη για τη ζωή μου στις παιδοπόλεις και δεν ξεχνώ το ειλικρινές ενδιαφέρον ενός αστυνομικού για ένα άγνωστο σ’ αυτόν χωριατόπαιδο».

Δεν μπόρεσα να παραβρεθώ στην κηδεία του, για να εκφράσω, μαζί με τους δεκάδες φίλους της παιδόπολης, την οδύνη μας για τον χαμό του, και ν’ ακούσω, σαν παραμυθία, από τον ιερέα, της τελετής της εκδημίας, τα τόσο ποιητικά λόγια του πικρού αποχαιρετισμού: «Κύριε, ανάπαυσον την ψυχήν του κεκοιμημένου δούλου σου Σταύρου εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός».