Δεν ξεχνάμε ποτέ την Συμφωνία των Πρεσπών!
Κοντεύει να στοιχειώσει η «Συμφωνία των Πρεσπών» στους δύο λαούς, τον ελληνικό και των Σκοπίων. Για λόγους διαφορετικούς οι δύο χώρες διαφωνούν με το περιεχόμενό της και δημιουργείται συνεχώς ένα κλίμα αρνητικό, το οποίο απειλεί τις σχέσεις των δύο γειτόνων και ταυτόχρονα προκαλεί συνειρμούς αμφισβήτησης των πραγματικών αιτίων που οδήγησαν στην υπογραφή της. Πρόκειται για ένα δεσμευτικό κείμενο, το οποίο αντί να λύνει διαφορές δημιουργεί καταστάσεις επικίνδυνες για την ασφάλεια και τη συνεργασία των δύο κρατών.
Ως πολίτες ζούμε μια πραγματικότητα με δύο όψεις και με δύο προσεγγίσεις, με αποτέλεσμα να εδραιώνεται πλειοψηφικά η απαξίωση της Συμφωνίας και η απαίτηση της απόρριψής της. Συγκεκριμένα, η σημερινή κυβέρνηση των Σκοπίων κέρδισε τις εκλογές με την υπόσχεση ότι θα αλλάξει αυτό το κείμενο και με τον νέο Πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί χαρακτηρισμούς απαράδεκτους και ακατανόητους. Έτσι θεωρεί τον όρο «Βόρεια Μακεδονία» επαίσχυντο και «ντροπή» για το λαό του. Η πρόεδρος μαζί με την κυβέρνηση ούτε καν διανοούνται τη χρήση της προβλεπόμενης ονομασίας και αποκαλούν τη χώρα τους «Μακεδονία». Και είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να εφαρμόσουν κανένα όρο.
Από την άλλη πλευρά στην Ελλάδα έχουμε δύο στάσεις: Ο Τσίπρας, που υπόγραψε τη Συμφωνία, σε εκδήλωση που διοργάνωσε στο δικό του Ινστιτούτο υπερασπίστηκε με περηφάνεια περισσή το περιεχόμενό της και υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια σημαντική τομή της εξωτερικής μας πολιτικής. Αλλά όλα τα κόμματα, πλην του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν και είναι αντίθετα με τους όρους αυτής της Συμφωνίας. Με τη διαφορά ότι η κυβέρνηση, ενώ διαφωνεί, υποστηρίζει ότι το κείμενο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί γιατί είναι ενταγμένο στο διεθνές δίκαιο, οπότε η τήρησή του είναι υποχρεωτική για όλους και για όλα.
Όλοι σήμερα αντιλαμβανόμαστε ότι η Ελλάδα για μια φορά ακόμη στην ιστορία της χειρίστηκε ένα σοβαρό εθνικό της ζήτημα με πολιτική ελαφρότητα και στη βάση σκοπιμοτήτων που ουδεμία σχέση είχαν με την εξυπηρέτηση εθνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων. Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση του Τσίπρα έδωσε «γη και ύδωρ» στους ισχυρούς, πιστεύοντας ότι θα κερδίσει την εύνοιά τους για να μακροημερεύσει στην εξουσία. Δεν υπάρχει σήμερα πολίτης λογικός που να αμφισβητεί το γεγονός ότι ο Τσίπρας υπόγραψε πιεζόμενος από το ΝΑΤΟ, από την Αμερική και τους Γερμανούς. Οι όροι αυτής της Συμφωνίας δεν έχουν καμιά σχέση με την ιστορική αλήθεια και με την πραγματικότητα των εθνοτήτων σε βάθος χρόνου.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση ελαφρά τη καρδία και με ιστορική αγνωσία υποχώρησε προκλητικά στις απαιτήσεις των Δυτικών και αποδέχτηκε όρους που θα απειλούν σταθερά το μέλλον της Ελλάδας. Αναγνώρισε στα Σκόπια εθνότητα, γλώσσα και όνομα, στοιχεία τα οποία δεν τεκμηριώνονται με κανένα επιχείρημα παρά μονάχα με κίνητρα στιγμιαία και προσωρινά ωφέλημα για τον τότε ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το αντιλήφθηκε γρήγορα το σύνολο του λαού και γι’ αυτό στάλθηκε στο πολιτικό περιθώριο ο Τσίπρας και το κόμμα του.
Όμως το πρόβλημα βρίσκεται μπροστά μας και η νέα ηγεσία προκαλεί, οπότε οφείλει και η ελληνική πολιτική ηγεσία, κυβέρνηση και κόμματα, να το αντιμετωπίσουν δυναμικά και αποτελεσματικά. Εκτιμώ πως δεν αρκεί η απόφαση της κυβέρνησης να εμποδίσει την ενταξιακή πορεία των Σκοπίων στην Ε.Ε. Γιατί μπορεί κάποια στιγμή να καταργηθεί η αρχή του VETO, οπότε θα ανοίξει ο δρόμος της ένταξης των Σκοπίων. Γι’ αυτό χρειάζεται να διαμορφωθεί με συζήτηση όλων των κομμάτων μια ενιαία εθνική γραμμή. Να δείξει η πολιτική μας ηγεσία σε όλα τα όργανα, στον ΟΗΕ, στο ΝΑΤΟ, στην Ευρώπη και στην Αμερική ότι είναι αποφασισμένη με όλα τα μέσα να αντιδράσουν στη στάση της κυβέρνησης των Σκοπίων. Γιατί είναι λογικό και εθνικά βάσιμο το ερώτημα των Ελλήνων: Εφόσον οι Σκοπιανοί δεν εφαρμόζουν τη Συμφωνία, εμείς γιατί να είμαστε τόσο νομιμόφρονες σε ένα κείμενο το οποίο καθόλου δεν βρίσκεται στον κώδικα των εθνικών και ιστορικών δικαιωμάτων μας.
Επιτέλους έχουμε ανάγκη ως λαός να δούμε την πολιτική μας εξουσία να λέει ΟΧΙ σε επιλογές που στρέφονται εναντίον των συμφερόντων μας και απειλούν την εθνική μας οντότητα στο μέλλον.