Η Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου…

on .

Βορειοδυτικά της Κορυτσάς, σε απόσταση 24 χιλιομέτρων από αυτήν, σε ένα καταπληκτικό οροπέδιο 1.200μ. βρίσκεται η ιστορική Μοσχόπολη. Κατατάσσεται στις σπουδαιότερες πνευματικές εστίες όχι μόνο του ηπειρωτικού, αλλά και ολόκληρου του υπόδουλου ελληνισμού. Σύμφωνα με μαρτυρία του Κώδικα της Μονής του Τιμίου Προδρόμου η Μοσχόπολη χτίστηκε το 1.330 μ.Χ. Το 1760, όταν η πόλη βρισκόταν στο απόγειο της δόξας και του μεγαλείου της, είχε δώδεκα συνοικίες και 65.000 κατοίκους.

Κατά τον ιη’ αι. η Μοσχόπολη, λόγω της μεγάλης εμπορικής και βιοτεχνικής της αναπτύξεως, ήταν μια από τις ακμαιότερες πόλεις του ελληνισμού και το όνομά της ήταν πασίγνωστο στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη.

Η ιστορική Μοσχόπολη ιδιαίτερα σεμνυνόταν για την Ακαδημία, το τυπογραφείο και τη βιβλιοθήκη της. Στις αρχές του ιη’ αι. ιδρύθηκε στη Μοσχόπολη με δαπάνη των αποδήμων Μοσχοπολιτών Σχολή με την επωνυμία «Ελληνικόν Φροντιστήριον», η οποία το 1744 μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία», επειδή σ’ αυτήν διδασκόταν μαθήματα ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Απέβη το λαμπρότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης παιδείας στο βαλκανικό χώρο στα μέσα του ιη’ αι.

Από την Ακαδημία της Μοσχοπόλεως απεφοίτησαν πολλοί λόγιοι Μοσχοπολίτες, οι οποίοι διέπρεψαν στο παιδευτικό έργο, έγιναν φορείς ενός διαβαλκανικού και οικουμενικού πνεύματος και εργάσθηκαν ουσιαστικά για την αφύπνιση του δούλου Γένους.

Το τυπογραφείο, που βρισκόταν στο κέντρο της πόλεως, ιδρύθηκε το 1720. Ήταν το δεύτερο τυπογραφείο της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος μετά το του Κυρίλλου Λουκάρεως, που δημιουργήθηκε στην Κων/πολη το 1627. Ιδρυτής του τυπογραφείου της Μοσχοπόλεως φέρεται ο Μοσχοπολίτης ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης. Στο τυπογραφείο αυτό τυπώθηκαν αρκετά επιστημονικά συγγράμματα και πολλές ακολουθίες αγίων, κυρίως βίοι νεομαρτύρων της περιοχής Αχρίδος. 

Αξιολογότατη ήταν και η βιβλιοθήκη της Μοσχοπόλεως. Περιείχε σπάνια χειρόγραφα εκκλησιαστικών κειμένων, υπέροχες εκδόσεις Ελλήνων συγγραφέων, σπάνιους κώδικες και πολύτιμες περγαμηνές, όπου διαφαίνονται οι στενοί δεσμοί της Μοσχοπόλεως με την Τεργέστη, τη Βενετία και τη Βιέννη.

Πριν από τις μεγάλες καταστροφές, τις οποίες υπέστη η Μοσχόπολη το 1769 και το 1916, υπήρχαν εκεί 24 ναοί, οι οποίοι απλώνονταν στις δώδεκα συνοικίες της. Χτίστηκαν από τους εμπειρότερους αρχιτέκτονες και διακοσμήθηκαν από τους διαπρεπέστερους ζωγράφους και τους ονομαστότερους ξυλογλύπτες. Οι ναοί της Μοσχοπόλεως ήταν πραγματικά μνημεία τέχνης.

Στα χρόνια της μεγάλης ακμής της επισκέφθηκε τη Μοσχόπολη ο μεγάλος φωτιστής του Γένους Κοσμάς ο Αιτωλός. Το προφητικό του μάτι διέγνωσε ότι η Μοσχόπολη θα καταστραφεί. Η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε δύο φορές. το 1769 και το 1916.

Το 1769 Τουρκαλβανοί των γύρω περιοχών εισέβαλαν στην ακμάζουσα αυτή πόλη, έκλεψαν τις περιουσίες των κατοίκων της και παρέδωσαν στη φωτιά ό,τι ωραίο και μεγαλόπρεπο είχε δημιουργήσει η φιλοπατρία, η εργατικότητα και η καλαισθησία των Μοσχοπολιτών. Από τους 65.000 κατοίκους, όσοι γλύτωσαν, ζήτησαν καταφύγιο στα γύρω βουνά και σε διάφορες πόλεις της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Από αυτούς άλλοι εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι, στο Κρούσοβο, στην Αχρίδα, στη Βλάστη και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Αυστρία και Ουγγαρία.

Ύστερα από μερικούς μήνες που ακολούθησαν την καταστροφή οι Μοσχοπολίτες άρχισαν να επανέρχονται στην πατρίδα τους. Υπολογίζεται ότι γύρω στις χίλιες οικογένειες επέστρεψαν στην Μοσχόπολη. Όμως το 1916 νέα καταστροφή ανέμενε τη μαρτυρική πόλη. Συμμορίες ατάκτων Τουρκολβανών υπό την ηγεσία του Σαλή Μπούτκα εισβάλλουν στη Μοσχόπολη και σκορπούν τον θάνατο παντού. Οι κάτοικοι πανικόβλητοι έφυγαν άλλοι προς την Κορυτσά, άλλοι προς το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου και άλλοι κλείστηκαν στα σπίτια τους, όπου βρήκαν οικτρό θάνατο. Γενική καταστροφή και λεηλασία, πτώματα σκορπισμένα στους δρόμους, άταφα για πολλές ημέρες. Αυτή ήταν η εικόνα της τραγικής Μοσχοπόλεως. 

Την ίδια τύχη είχαν και οι περικαλλείς ναοί της, οι οποίοι λεηλατήθηκαν, τα δε πολύτιμα κειμήλια αρπάχθηκαν. Όπως, παρατηρεί ο Μοσχοπολίτης Θεόφραστος Γεωργιάδης «την τελευταίαν λεηλασίαν των Εκκλησιών επέφεραν κατόπιν οι ευγενείς και πεπολιτισμένοι Γάλλοι, οίτινες απεγύμνωσαν αυτοίς τελείως, ποδοπατήσαντες παν θείον και ιερόν. Η ασέβειά των έφθανε μέχρι του σημείου να θερμαίνωνται δια τεμαχίων των καλλιτεχνικών εικόνων αυτών, ενώ οι αξιωματικοί των απεγύμνωσαν τους ναούς και τα καλλιτεχνικά των τέμπλα, τα εικονοστάσια, τους άμβωνας και τα εικόνας, αποστείλαντες ταύτα εις τας πατρίδας των, όπου ήδη κοσμούσι τα Μουσεία αυτών. Διεξήγον εμπόριον με τα εκκλησιαστικά κειμήλια, ο δε υπό μορφήν Σατανά Λοχαγός Χόλτς, έπινε το κρασί του με το άγιον ποτήριον του αγίου Νικολάου και με επιτραχήλια των Ιερέων έδενε τους σκύλους του».

Η σημερινή Μοσχόπολη είναι μια αξιοθρήνητη σκιά του παλιού της μεγαλείου. Αριθμεί χίλιους κατοίκους. Από αυτούς οι επτακόσιοι είναι βλαχόφωνοι Έλληνες και οι τριακόσιοι επήλυδες Αλβανοί. Οι κάτοικοι της Μοσχοπόλεως στη συντριπτική τους πλειοψηφία ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Από του ναούς σώζονται του αγίου Νικολάου, της Κοιμήσεως Θεοτόκου, του αγίου Αθανασίου, των Ταξιαρχών, του αγίου Χαραλάμπους και του Προφήτη Ηλία. Σε επιβλητική θέση βρίσκεται η ιστορική Μονή του Τιμίου Προδρόμου, που χτίστηκε το 1634, η οποία παραμένει και σήμερα ένα πραγματικό σύμβολο της Ορθοδοξίας και της ματωμένης Ρωμιοσύνης.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένας εντυπωσιακός εποικισμός της Μοσχοπόλεως. Λόγω των θαυμασίων κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν εκεί, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες, χτίζονται υπέροχα σπίτια, πολυτελέστατα ξενοδοχεία από ευκατάστατους Αλβανούς, Βορειοηπειρώτες και άλλους από διάφορες χώρες. 

Είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον της ιστορικής αυτής πόλεως, που θα διακηρύττει το μεγαλείο και την παλιά δόξα της περίπτυστης Μοσχοπόλεως, που δίκαια αποκλήθηκε «αι Αθήναι της Τουρκοκρατίας, το Παρίσι της Ανατολής».