Χωριό μου χωριουδάκι μου…

on .

Φεύγοντας από το χωριό του να βρει την τύχη του στα ξένα, αναχώρησε με μαύρη καρδιά, αφήνοντας πίσω του γονείς, συγγενείς, φίλους κι ό,τι αγάπησε, και κυρίως το ίδιο το χωριό του, που μεγάλωσε και είδε το πρώτο φως της ημέρας, εκεί που έμαθε τα πρώτα γράμματα και δεν είχε σκεφτεί ποτέ να το αποχωριστεί.

 Όμως η φτώχεια και η ανέχεια τον ανάγκασαν να ξενιτευτεί, όχι μόνο από το χωριό του αλλά και από την πατρίδα του. 

Θυμάται που άκουγε το τραγούδι «Χωριό μου, χωριουδάκι μου» της Σοφίας Βέμπο όπως και το ποίημα του Γ. Δροσίνη «Χώμα Ελληνικό» που το απήγγειλε μαθητής.  Ισως να πήρε μαζί του

λίγο χώμα σαν φυλαχτό για να τον επαναπατρήσει, και με αυτά ταξίδεψε.

Πέρασαν τα χρόνια απορροφημένος στην δουλειά του. Πρόκοψε εκεί που πήγε, αλλά η νοσταλγία του χωριού και της πατρίδας, νοσταλγία… Όπως και στο χωριό ξυπνούσε πιο νωρίς έτσι κι εδώ, μόνο που εκεί άκουγε τα αηδόνια να το λένε, ενώ εδώ τα βουητά των αυτοκινήτων και το θόρυβο των μηχανών του εργοστασίου.

Κάθε φορά που καθόταν στη βεράντα του σπιτιού του, εκεί στα ξένα, το  βλέμμα του στέκονταν εκεί πέρα μακριά στον ορίζοντα, που άρχιζαν να ορθώνονται οι βουνοκορφές, που του θύμιζε τα βουνά του χωριού του και κάθε λίγο αναρωτιότανε:

-Δεν ξέρω τι με πλάνεψε κι ήρθα μικρός απ’ το χωριό μου εδώ στα ξένα, στην κοσμοχαλασιά, που’ χει καημούς και πόνους και νοσταλγώ την  γονική μου, φτωχική κατοικία.

-Λησμόνησα τη Χρύσω, τη Λενιώ της γειτονιάς μου, που στόλιζαν τα κεφαλάκια τους με στεφάνι λυγαριάς και περνώντας, άφηναν ένα άρωμα στο θρόισμα του αγέρα. 

-Λησμόνησα και τα παιδιά που παίζαμε, στης εκκλησίας τη μάντρα, κάθε απόβραδο με χουγιατά τα σκλαβάκια και γίνανε όλα μέσα μου πόθος κρυφός οι θύμισες εδώ στην ξενιτιά και φαρμάκια. 

Πέρασε μια κυρία με χίλιες δυό μυρωδιές από κολόνιες πνιγμένη, και μένα έτρεξε ο νους μου στο χωριό, στα περασμένα, σε καλύβες φτωχικές, χλωμές γυναίκες κι άτονες δοσμένες στην αφάνεια να καρτερούν τ’ αποσπερνά τους δουλευτάδες να φανούν, με δίχως περηφάνια, αποκαμωμένοι από το μεροδούλι. 

***

Σκέφτηκε ότι η μνήμη, που ποτέ δεν κοιμάται, συνέχεια σ’ ακολουθεί και σε βοηθάει, περπατάει στο χρόνο μαζί σου και μαζεύει, σαν χάντρες, τα γεγονότα που σε σημάδεψαν όλα αυτά τα χρόνια και παίρνουν σχήματα και εικόνες. 

Κι έτσι μεθάει ο νους σου στη θωριά τους και φτερουγίζουν στην καρδιά κρυφές επιθυμίες, χθεσινές.

Θωρώντας την σκόνη των αναμνήσεων που έχουν υφάνει οι λυγμοί και τα δάκρυα, βλέπεις την ερήμωση της ψυχής σου που φτερωτοί νόστοι  έφεραν. 

Είναι κάτι όνειρα που έρχονται από το μακρύ παρελθόν, σαν σκιές, που κάποτε ήσουν δεμένος μαζί τους, μα τώρα δεν βλέπεις όνειρα αλλά εφιάλτες.

Όπως τα χελιδόνια με τον ερχομό τους, έτσι μια χαρά περιμένουν οι θύμισες να φέρουν χαρές του χωριού που φύγανε και δεν ευδοκιμούν εδώ στον ξένο τόπο. 

Αγναντεύοντας πέρα τα βουνά. -Εδώ στα μαύρα ξένα δεν έχει σταυραετούς να τροχάν τα νύχια τους και να παίζει ο ήλιος με τον ίσκιο τους συλλογίστηκε:

«Αχ φέρε μου τον ταμπουρά πικρά να τον βαρέσω,

να τραγουδήσω θλιβερά και να μοιρολογήσω….»

Τα τελευταία χρόνια κάθεται στο παράθυρο κι αγναντεύει, κι όταν αράζει το φως του ήλιου ρίχνει τις αχτίδες του σμίγοντας με τ’ άσπρα του μαλλιά  κι ο αγέρας παιχνιδίζει μαζί τους κι ανοιγοκλείνουν τα ρεμβά του βλέφαρα όπως οι κλώνοι στο σάλεμα που αφήνουν ψυχοτράγουδα. 

Αυτός όμως, έχει στο μικρό του  μαγνητοφωνάκι το τραγούδι αυτό που το τραγουδούσε τότε, πηγαίνοντας στα χωράφια, στα ζωντανά και δεν το αποχωρίστηκε ούτε εκεί στα ξένα: «Χωριό μου, χωριουδάκι μου και πατρικό σπιτάκι μου…».

Βλέποντας  τα παιδιά του τον μεγάλο καημό του πατέρα τους για το χωριό του, κρυφά αποφάσισαν και ήρθαν σε επαφή με μηχανικό από το χωριό να αναπαλαιώσουν το σπίτι τους, που είχε ρημάξει, να το κάνουν όπως ήταν. Όταν τελείωσε πήραν τον πατέρα τους και γύρισαν στο χωριό, στο σπίτι που γεννήθηκε και ήθελε να είναι η τελευταία Κυριακή της σχολικής χρονιάς για να δει τις επιδείξεις, να ακούσει τα ποιήματα και το ‘’χώμα Ελληνικό’’ που είχε απαγγείλει κι εκείνος  τότε.

Στάθμευσαν στην πόλη την προηγούμενη και κατέβηκαν το βράδυ στο παραλίμνιο να θυμηθεί εκεί που γινόταν η εμποροζωοπανήγυρη που πουλούσαν τα ζωντανά τους και που αγόραζαν  ρούχα για το χειμώνα. Την επόμενη, πήγαν στο χωριό.

Κατέβηκε, φίλησε το χώμα της πατρίδας κι άδειασε αυτό το λίγο που είχε φυλαχτό. 

Γυρίζοντας ο ξενιτεμένος μας, η μία έκπληξη διαδεχόταν την άλλη. Είχε πει στα παιδιά του να πάνε πρώτα να εκκλησιαστούν, για να ανάψει την λαμπάδα που ήταν ίση με το  μπόι του και που είχε ταμένη όταν έφευγε για την ξενιτιά. Ήθελε να ακούσει και τον ήχο  της καμπάνας που την χτυπούσε μικρός.

Βρίσκουν την εκκλησία κλειστή και ρωτάνε γιατί; 

-Ο παπάς πήγε να λειτουργήσει αυτή την Κυριακή σε διπλανό χωριό.

Ακούμπησε τη λαμπάδα στην πόρτα της εκκλησίας, όπως έκαναν οι τσοπάνηδες χωριανοί του, που άφηναν τις γκλίτσες τους πριν εισέλθουν στο ναό.

Κατεβαίνοντας στο σχολείο, άλλη απογοήτευση. Το βρήκε «έρμο και σκοτεινό». 

Ρωτάνε γιατί κατάντησε έτσι το σχολείο; Τους απάντησαν ότι τώρα δύο παιδιά είναι για το σχολείο και πάνε στο διπλανό χωριό που έχει περισσότερα!!! Πού είναι οι γιορτές και οι επιδείξεις των χρόνων εκείνων αναρωτήθηκε;

Και τότε μονολόγησε, παρά τους πολέμους, στο σχολείο θυμάται φοιτούσαν πολλά παιδιά, παρ’ ότι τους δασκάλους τους πλήρωναν οι χωριανοί με ότι είχανε.

-Ας πάμε στο Κοινοτικό καφενείο να κεράσουμε τους συγχωριανούς, είπε στα παιδιά, αλλά κι αυτό κλειστό. Έπεσε από τα σύννεφα.

Γιατί; αναρωτήθηκε. -Λόγω οικονομικής κρίσης του είπανε. Με τους μισθούς και την ακρίβεια τα παιδιά τώρα δεν παντρεύονται να κάνουν δικά τους παιδιά και οικογένειες. 

-Μα εκείνα τα χρόνια, διαμαρτυρήθηκε, δεν παίρνανε μισθούς, αλλά όλες οι οικογένειες είχαν από μια «θράκα» παιδιά.

-Πάμε παιδιά στο σπίτι, είπε δακρυσμένος και απογοητευμένος. Όταν το είδε ράγισε η καρδιά του από συγκίνηση, γιατί ήταν όπως το άφησε και πιο ωραίο.

Μόλις σουρούπωσε είπε στα παιδιά: «Κλείστε τα φώτα να καθίσουμε στην  αυλή να πιούμε ένα κρασί». Εκεί συλλογίστηκε ‘’εδώ ήταν κάποτε ο εαυτός μου κι’ έρχομαι τώρα μετά από τόσα χρόνια να βρω σπυρί – σπυρί την σκόνη της καρδιάς μου στης αποσπερίδας το μισόφωτο. Σε λίγο άρχισαν να πετούνε οι πυγολαμπίδες-κωλοφωτιές (ελληνιστί), που πρώτη φορά είδαν τα παιδιά του.

Είδαν την Πούλια, τον Αυγερινό, τον Αποσπερίτη και όλους τους αστερισμούς και τα αστέρια του ουράνιου θόλου, που δεν τα βλέπανε εκεί. Μέσα στης σιγαλιάς της έναστρης νύχτας, και της ευωδιάς του γιασεμιού, ξάφνου ακούγονται από τον μαχαλά των γύφτων γλυκόηχοι από κλαρίνα, ντέφια, λαούτα, βιολιά. Θυμήθηκε που η μάνα του, του έγραφε ότι στα πανηγύρια χόρευε το ‘’ξενιτεμένο μου πουλί..’’. Βάζει μια φωνή καλώντας τους να του  παίξουν  το τραγούδι και το χόρεψε. 

Το πρωί ξύπνησε χαράματα για ν’ ακούσει να κελαηδούν τ’ αηδόνια, όπως παλιά,  τα μόνα που μείνανε.  Βιώνοντας αυτή την κατάσταση είπε στα παιδιά: «Πάμε, δεν είναι αυτή η πατρίδα που άφησα και που οι παππούδες και οι πατεράδες μας δώσανε την  ζωή τους γ’ αυτή».

Γράφοντας το άρθρο αυτό αναρωτήθηκα γιατί οι Έλληνες που ζούνε εκτός, αγαπούν τόσο πολύ την πατρίδα μας και εμείς που ζούμε εδώ προσπαθούμε να την βεβηλώσουμε;