Ο βομβαρδισμός της Ζ.Π.Α. το ‘41

on .

Με την ανάγνωση του χρονικού «Ο βομβαρδισμός των Ιωαννίνων από τους Γερμανούς το 1941...» του κ. Π. Γεωργούλα στον «Πρωϊνό Λόγο» της Μ. Παρασκευής στις 3 Μαΐου 2024, ξύπνησαν οι παιδικές μου αναμνήσεις από τα γεγονότα του βομβαρδισμού του κτηρίου της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας.

Στις κεραμοσκεπείς πλευρές του κτηρίου υπήρχε το σήμα του Ερυθρού Σταυρού, στο μέγεθος της πλευράς του, ότι το κτήριο χρησιμοποιείται ως νοσοκομείο. Χρησιμοποιούνταν ως στρατιωτικό νοσοκομείο του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41. Μόνο στο δυτικό του τμήμα δεν υπήρχε ο ερυθρός σταυρός, γιατί ήταν ασκεπές για να χρησιμοποιείται από τους μαθητές των σχολείων ως παρατηρητήριο του περιβάλλοντος χώρου και της φύσεως στο μάθημα της πατριδογνωσίας.

Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε η σημερινή περίφραξη του κτηρίου ούτε οι οδοί Δημ. Σαλαμάγκα από τα βόρεια, Κων. Αράπη από τα δυτικά και Σπυρ. Καλιάφα από τα νότια. Ούτε άλλωστε το πλάτος της σημερινής λεωφόρου Δωδώνης, τότε βασιλέως Γεωργίου Β. Υπήρχε ένας απλός τοίχος ως σύνορο που διαχώριζε τις γειτονικές κατοικίες από το κτήριο της Ακαδημίας με τον ελεύθερο χώρο από κάθε ιδιοκτησία. Το πατρικό μου σπίτι βρισκόταν ακριβώς στη δυτική πλευρά του κτηρίου και ήταν το πλησιέστερο (όπου σήμερα η υπάρχουσα πολυκατοικία).

Ήταν, αν καλώς ενθυμούμαι, Κυριακή των Βαΐων. Ήμουνα παιδί ηλικίας 11 χρονών, μαθητής της Α' τάξεως του 8/ταξίου Προτύπου Γυμνασίου της Ζωσιμαίας Σχολής. Οι σειρήνες σήμαναν συναγερμό και όλοι τρέξαμε στους προκαθορισμένους χώρους των καταφυγίων για την υποχρεωτική προστασία από τους βομβαρδισμούς. Μαζί με την οικογένειά μου τρέξαμε στο υπόγειο της κατοικίας Λύτσικα επί της οδού Μανωλιάσσης τότε και σήμερα Ναπ. Ζέρβα (διατηρείται ακόμη). Σε σύντομο χρονικό διάστημα ακούστηκε ο βόμβος των αεροπλάνων. Ακολούθησε το οξύ κι εκκωφαντικό σφύριγμα της σειρήνας των αεροπλάνων στούκας με την κάθετη εφόρμησή τους για τη ρίψη των βομβών τους. Η γη και τα κτήρια της περιοχής σείστηκαν συθέμελα με τις εκρήξεις τους. Εμείς όλοι είχαμε συσπειρωθεί σε ένα κουβάρι λες και θα γλυτώναμε από τις εκρήξεις τους. Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε από το φόβο τους μαζί κι εμείς τα παιδιά. Οι βόμβες έπεσαν ακριβώς στο τμήμα αυτό στο ισόγειο του οποίου λειτουργούσε το χειρουργικό τμήμα του νοσοκομείου. Τους νεκρούς αναγράφει με τα ονόματά τους ο κ. Γεωργούλας. Η μνήμη τους θα είναι αιώνια.

Έληξε κάποτε ο συναγερμός και προστρέξαμε όλοι μεγάλοι και μικροί να δούμε τις καταστροφές. Πουθενά καμία καταστροφή. Μερικά παράθυρα κατεστραμμένα στο δυτικό τμήμα της και μόνο. Οι άνδρες θέλησαν να εισέλθουν αλλά εμποδίστηκαν από τους στρατιώτες φύλακες του κτηρίου.

Το Μ. Σάββατο βλέπαμε την πομπή των γερμανικών τρικύκλων μοτοσικλετών, με καλάθι, να κατέρχεται τον αυτοκινητόδρομο στο Μιτσικέλι από το Δρίσκο προς την πόλη μας. Προστρέξαμε στην κεντρική πλατεία μπροστά από το μέγαρο σήμερα Νικολάτου, όπου και υποσταθμός ης Ηλεκτρικής Εταιρείας να τους παρατηρήσουμε.

Οι Ιταλοί, με έδρα την πόλη μας, ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της Ηπείρου. Εισήλθαν στην πόλη ως μεγάλοι νικητές και κατακτητές και με τη μουσική τους μπάντα παρέλασαν στους δρόμους παιανίζοντας το “ο bella regassina” που το είχαμε μεταφράσει προπολεμικά σε «Μικρή χωριατοπούλα» και την εποχή του πολέμου το είχαμε παραφράσει «Κορόϊδο Μουσολίνι». Εμείς τα παιδιά ακολουθούσαμε την μουσική μπάντα τραγουδώντας «Κανείς σας δεν θα μείνει...». Προσέτρεξαν οι μεγάλης ηλικίας και μας απαγόρευσαν να τραγουδάμε τους στίχους αυτούς.

Μία βόμβα από αυτές που έπεσαν στο τμήμα αυτό της Ακαδημίας δεν εξερράγη. Ήταν μεγάλη 500 lb., όπως έλεγαν. Η μισή είχε σφηνωθεί στο έδαφος και η άλλη μισή με τα πτερύγιά της ήταν ορατή. Ήταν επικίνδυνη και μπορούσε να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Οι Ιταλοί μετέφεραν τσουβάλια άμμου και περικύκλωσαν την πτέρυγα του κτηρίου. Μας ειδοποίησαν μια Κυριακή του Αυγούστου το 1941 να απομακρυνθούμε από τα σπίτια μας οι περίοικοι και να αφήσουμε ανοιχτά τα παράθυρα ώστε να μην σπάσουν τα παραθυρόφυλλα από το ωστικό κύμα της τεχνητής έκρηξης. Ανεβήκαμε στην κορυφή του λόφου της Περιβλέπτου για να παρακολουθήσουμε την έκρηξή της, η οποία για τα παιδικά μας μάτια και μέτρα ήταν μεγαλειώδης. Επιστρέψαμε και βρήκαμε το σπίτι μας γεμάτο άμμο, τα παραθυρόφυλλα τραυματισμένα, τα τζάμια σπασμένα και πολλά από τα κεραμίδια της στέγης ανακατεμένα. Ήταν κατοχή και η αποκατάσταση των ζημιών αδύνατη από την ανυπαρξία ανεύρεσης των απαραίτητων υλικών.

Το τμήμα αυτό της πτέρυγας της Ακαδημίας είχε καταρρεύσει και μεγάλα τεμάχια του μπετόν αρμέ κρέμονταν από το σιδερένιο οπλισμό τους. Και μία φωνή δίπλα μου μονολογούσε: «Σκεφθείτε πόσα θα ήταν τα ανθρώπινα θύματα εάν η βόμβα αυτή είχε εκραγεί τότε μόλις την έρριψαν». Η κατάσταση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1950-1955 περίπου που ανακατασκευάστηκε. Σήμερα με την ανακαίνιση του κτηρίου της Ακαδημίας και η πτέρυγα αυτή είναι κεραμοσκεπής.

Και κάτι ακόμη: Έτος 1943. Μήνας Σεπτέμβριος. Ο Βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτωρ Εμμανουήλ υπέγραψε συμφωνία παράδοσης στους συμμάχους μετά την απόβασή τους στη Σικελία. Ο Μουσολίνι συνελήφθη. Η Γερμανία του Χίτλερ θεώρησε εχθρούς της τους χτεσινούς συμμάχους της Ιταλούς, οι οποίοι έπρεπε να παραδοθούν.

Την ημέρα αυτή είχαμε προγραμματίσει με την αδερφή μου Σοφία να πάμε με το χάραμα της ημέρας στη Σκάλα, στα Ψαράδικα, να συναντηθούμε με τον αρραβωνιαστικό της και να πάμε πεζή στο Πέραμα όπου καλλιεργούσαμε από μισό στρέμμα καλαμπόκι για να επιβιώσουμε τα δύσκολα εκείνα χρόνια της κατοχής. Φτάσαμε μπροστά στο ξενοδοχείο Ακροπόλ στο οποίο στεγάζονταν το αρχηγείο των γερμανικών δυνάμεων. Βλέπουμε ο δρόμος να στρατοκρατείται από Γερμανούς πλήρως οπλισμένους σε θέση μάχης προς όλες τις πλευρές και δύο κανόνια στο κέντρο του δρόμου ένα στραμμένο προς το κτήριο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και το άλλο προς το κτήριο της σημερινής VIII Μεραρχίας. Στο πρώτο ήταν ιταλικός στρατός και στο δεύτερο το αρχηγείο του ιταλικού στρατού. 

Γερμανοί στρατιώτες μας οδήγησαν στο παρακείμενο όρυγμα, όπου σήμερα ο δρόμος προς το παλιό Δημαρχείο. Εκεί είχαν προηγηθεί και άλλοι Γιαννιώτες. Περιμέναμε σιωπηλοί. Η αδερφή μου άκουσε σιγανή συνομιλία μεταξύ των ανδρών ότι θα μας μεταφέρουν για εργάτες στη Γερμανία. Άρχισε το κλάμα και ο βουβός σκουσμός. Περιμέναμε μέχρι η ώρα 10 περίπου της ημέρας εκείνης που υπογράφηκε η συμφωνία παράδοσης των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων της πόλεως προς τους Γερμανούς. Έκτοτε ο ιταλικός στρατός θεωρούνταν ως αιχμάλωτος των Γερμανών. Μας απελευθέρωσαν και γυρίσαμε στα σπίτια μας.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΛΙΔΑΣ